20 Ιουλίου, 2015

41 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ)

 

Είναι το απόγευμα της 19ης Ιουλίου του 1974, η ζέστη είναι αποπνικτική και οι παραλίες της Κύπρου, είναι γεμάτες από κόσμο που αναζητούν λίγη δροσιά. Οι δείκτες των ρολογιών δείχνουν 18.23 και κείνη την ώρα το επίγειο ραντάρ της Ναυτικής Διοίκησης Κύπρου, που βρισκόταν στο βορειοανατολικό άκρο της Κύπρου και συγκεκριμένα στο ακρωτήρι Άγιος Ανδρέας, εντόπισε την Τουρκική νηοπομπή, 4 αποβατικά σκάφη, στα ανοικτά της Κυρήνειας.

Ειδοποιούνται αμέσως με κατεπείγοντα σήματα  η Ελληνική και Ελληνοκυπριακή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Κάθε μισή ώρα, από τις 7μ.μ. (19.00) μέχρι και στις 04.50 το πρωί της 20ης Ιουλίου, η Ναυτική Διοίκηση Κύπρου, αναφέρει  λεπτομερώς τις  κινήσεις των Τουρκικών αποβατικών σκαφών. Η Ελληνική στρατιωτική ηγεσία, που ουσιαστικά είναι και πολιτική ηγεσία, εκτιμά πως πρόκειται για άσκηση του τουρκικού στόλου ή έτσι τους «πληροφόρησαν» από την Αμερικανική Πρεσβεία και δεν λαμβάνει κανένα απολύτως μέτρο. Ούτε καν αυτό της αυξημένης επιτήρησης!!

Η εισβολή:Στις 5 παρά 10  το πρωί της 20ης Ιουλίου, τα τουρκικά αποβατικά απέχουν μόνο 8 χιλιόμετρα από τις ακτές της Κυρήνειας και ουδείς, έλληνας ή ελληνοκύπριος πολιτικός ή στρατιωτικός, ανησυχεί!! Δέκα λεπτά αργότερα, γύρω στις 5, με το πρώτο φως της μέρας, άρχισαν σφοδροί αεροπορικοί βομβαρδισμοί από την Τουρκική Αεροπορία.

Πάνω από 70 τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη προσέβαλαν και κατέστρεψαν, τον Ναυτικό Σταθμό της Κυρήνειας, τα στρατόπεδα πεζικού και πυροβολικού, το οδικό δίκτυο ανατολικά της Κυρήνειας, τον σταθμό Εγκαίρου Προειδοποίησης της Αεροπορίας και το Ραντάρ  του Ναυτικού, στον Άγιο Αντρέα. Λίγο πριν από τις 6 το πρωί, τα Τουρκικά αεροσκάφη χτύπησαν εγκαταστάσεις του Γενικού Επιτελείου της Κυπριακής Εθνοφρουράς, διάφορα στρατόπεδα στη Λευκωσία και το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου).

Τα πρώτα θύματα: Πρέπει να σταθούμε με σεβασμό στα πρώτα θύματα, Έλληνες στρατιωτικούς της Τουρκικής εισβολής. Λίγο μετά τις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου του 1974 και ενώ τα Τουρκικά Πολεμικά αεροσκάφη έσπερναν το θάνατο και την καταστροφή στην Κυρήνεια και την Λευκωσία, ο Έλληνας Διοικητής μιας μικρής ναυτικής δύναμης από δύο τορπιλακάτους, που  ναυλοχούσαν στο λιμάνι της Κυρήνειας, διέταξε τον απόπλου τον πλοίων. 

Αποστολή τους, να χτυπήσουν την τουρκική νηοπομπή που με ισχυρή αεροπορική υποστήριξη πλησίαζε τις ακτές της Κυρήνειας!! Επρόκειτο καθαρά για αποστολή αυτοκτονίας, αλλά και απόλυτα σωστή  επιλογή, σύμφωνα με τις παραδόσεις και την ιστορία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.

Δεν είχαν περάσει ούτε 20΄ λεπτά από τον απόπλου των δύο πλοίων και φυσικά, τα τουρκικά αεροσκάφη εντόπισαν τις Ελληνικές πυραυλακάτους  και άρχισαν να τις σφυροκοπούν. Η πρώτη τέθηκε αμέσως εκτός μάχης. Ο κυβερνήτης της την έστρεψε στην ακτή και το πλήρωμά της την εγκατέλειψε λίγο πριν βυθιστεί. Σώθηκαν όλοι κολυμπώντας προς την ακτή.

Η άλλη τορπιλάκατος, συνέχισε να πλησιάζει τα τουρκικά αντιτορπιλικά, παρά τις αεροπορικές επιθέσεις. Ετοιμαζόταν μάλιστα να κάνει και την πρώτη βολή εναντίον των τουρκικών πλοίων, όταν δέχεται τορπίλη και βυθίζεται σχεδόν αμέσως. Από το 10μελές πλήρωμά της, σώθηκε μόνο ένας. Οι υπόλοιποι 9 ήταν τα πρώτα θύματα της Τουρκικής εισβολής.

«Αυτοσυγκράτηση»: Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί που είχαν ξεκινήσει με το πρώτο φως της μέρας, μετά από τις 7.30 το πρωί , εντείνονται. Πολλά σημεία της Λευκωσίας έχουν παραδοθεί στις φλόγες, ενώ στα βομβαρδισμένα στρατόπεδα υπάρχουν ήδη οι πρώτοι νεκροί και τραυματίες Έλληνες και Ελληνοκύπριοι στρατιωτικοί.

Μετά τις πρώτες φονικές αεροπορικές επιδρομές,  άρχισε η ρίψη τούρκων αλεξιπτωτιστών νοτιοανατολικά της Λευκωσίας στο Κιόνελι, ενώ στο βόρειο άκρο του νησιού ελικόπτερα μετέφεραν Τούρκους καταδρομείς. Το Γενικό Επιτελείο της Κυπριακής Εθνοφρουράς ζητάει από το Ελληνικό Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων να χτυπήσει τους τούρκους αλεξιπτωτιστές και να αρχίσουν οι βολές των αντιαεροπορικών όπλων εναντίον των εφορμούντων  τουρκικών αεροσκαφών.

Η απάντηση από την Αθήνα και το Ελληνικό Πεντάγωνο είναι, «αυτοσυγκράτηση, διότι οι τούρκοι κάνουν άσκηση». Μάλιστα, ο επιτελάρχης της Κυπριακής Εθνοφρουράς, επειδή η διαταγή για αντίσταση καθυστερούσε, έβγαλε το ακουστικό του τηλεφώνου του έξω από το παράθυρο, ώστε να ακούσουν στην Αθήνα τις εκρήξεις από τους βομβαρδισμούς των τουρκικών αεροσκαφών και να πειστούν επιτέλους, ότι πρόκειται για πόλεμο και όχι για άσκηση!!

Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε στο Ελληνικό Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων είναι το εξής περιστατικό: Όταν αγανακτισμένος επιτελής, ανώτερος αξιωματικός του Στρατού, απευθύνεται στον Αρχηγό  του Γενικού Επιτελείου και του ζητάει με έντονο ύφος, να διατάξει να αρχίσει αμέσως η άμυνα των ελληνικών δυνάμεων στην τουρκική επίθεση, ο Στρατηγός Μπονάνος του απάντησε: «Οι Τούρκοι χτυπούν την Κύπρο και εμείς είμαστε Ελλάς»!!

Τελικά στις 08.56 το πρωί της 20ης Ιουλίου του 1974, και αφού έχει ολοκληρωθεί το πρώτο κύμα της τουρκικής απόβασης, το  Αρχηγείο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων εκδίδει την εξής διαταγή: «χτυπάτε τον επιτιθέμενο εχθρό με όλα τα  μέσα». Η διαταγή αυτή όμως έφτασε τις ελληνοκυπριακές  Στρατιωτικές Μονάδες με καθυστέρηση και αφού οι τούρκοι είχαν εδραιώσει τις θέσεις τους στο νησί. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι:  Πλησίον του χώρου της αποβίβασης των Τούρκων πεζοναυτών στο Πεντεμίλι της Κερύνειας, έδρευε το 251 Τάγμα Πεζικού, με Διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Παύλο Κουρούπη. Το 251 Τ.Π. παρακολουθούσε στενά την Τουρκική  αποβίβαση και ενημέρωνε σχετικά το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (Γ.Ε.Ε.Φ.) αναμένοντας διαταγές.

Στις 07.30΄ο Διοικητής του 251 Τ.Π. δίνει αυτόβουλα την εντολή ο 1ος Λόχος και ο Λόχος Υποστήριξης να εγκαταλείψουν το στρατόπεδο και να πορευθούν προς τους χώρους εξόρμησης. Οι δύο Λόχοι κατάφεραν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους και παρά το πλήθος των Τουρκικών αεροσκαφών και ελικοπτέρων, να ταχθούν σε απόσταση αναπνοής. 

Οι πρώτοι στρατιώτες του 1ου Λόχου είχαν πλησιάσει σε απόσταση 100 μέτρων. Απέναντί τους, μια τεράστια δύναμη με τρομερή ισχύ πυρός υποστηριζόμενη από τα βαριά πυροβόλα και άλλα όπλα των Τουρκικών αντιτορπιλικών και την Τουρκική αεροπορία, η οποία εντελώς ανενόχλητη αλώνιζε τον ουρανό της Κύπρου!

Η διαφορά ισχύος μεταξύ των δύο αντιπάλων ήταν τεράστια! Παρόλα αυτά, θα μπορούσε το ελληνικό Τάγμα να επιφέρει σοβαρά πλήγματα στον αντίπαλο, αν έγκαιρα, ίσως πριν τις 8 το πρωί,  είχε λάβει εντολή να ανοίξει πυρ κατά των εισβολέων. Η διαταγή προσβολής των Τούρκων δόθηκε ακριβώς στις 10.00΄…(ο ηρωικός Διοικητής του Τάγματος Π. Κουρούπης συνελήφθει από τούρκους στρατιώτες και είναι ακόμη στους αγνοούμενους)

Η επίθεση στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ: Ξημέρωνε η 20η Ιουλίου και οι στρατιώτες που υπηρετούσαν στην ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου),  είχαν  μόλις την προηγούμενη ημέρα  αφιχθεί από την Ελλάδα, αμέριμνοι προετοιμάζονταν για το πρωινό τους ξύπνημα.  Ήταν 05.30΄ το πρωί, όταν από την οροσειρά του Πενταδάκτυλού φάνηκαν δύο Τούρκικα μαχητικά αεροσκάφη F -104, σε ιδιαίτερα χαμηλή πτήση, να κατευθύνονται με ταχύτητα προς το στρατόπεδο της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου.

Σπάζοντας το φράγμα του ήχου και αγγίζοντας κυριολεκτικά τις κορυφές των δένδρων του στρατοπέδου, εξαπέλυσαν τις δυο πρώτες ρουκέτες. Ανά δεκαπέντε λεπτά σμήνη τεσσάρων Τουρκικών μαχητικών, προσβάλουν ακατάπαυστα το στρατόπεδο της ΕΛ.ΔΥ.Κ., με κάθε είδους βόμβες και πυρομαχικά. 

Το ΚΝΕ (Κέντρο Νοσηλείας ΕΛ.ΔΥ.Κ.) γεμίζει τραυματίες… Με ορμή ακολουθεί το τρίτο κύμα των Τουρκικών F- 104, και εξαπολύει δεκάδες ρουκέτες εναντίων των  στρατιωτικού προσωπικού, οι οποίοι  προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβαίνει, καθώς δεν έχουν καμιά ενημέρωση.

Όλοι αναγνωρίζουν σήμερα, ότι οι αξιωματικοί και οι Στρατιώτες  της ΕΛΔΥΚ  προσπάθησαν  με ηρωισμό και αυτοθυσία, να αμυνθούν στην αιφνιδιαστική  τουρκική αεροπορική προσβολή . Οι απώλειες της ΕΛΔΥΚ ήταν 46 νεκροί και 59 αγνοούμενοι.

Και μια «λεπτομέρεια»: Για να αντιληφθούμε πόσο «βαθιά νυχτωμένοι»,  ήταν οι ελληνοκύπριοι, ηγεσία και πολίτες, αρκεί να αναφέρουμε μια «λεπτομέρεια».Μιάμιση ώρα περίπου, μετά την έναρξη των σφοδρών βομβαρδισμών της τουρκικής αεροπορίας εναντίον  ελληνοκυπριακών στόχων, εκεί γύρω στις 6.30 το πρωί της 20ης Ιουλίου,  το ΡΙΚ (ραδιοφωνικό ίδρυμα Κύπρου) μετέδιδε χαρούμενη πρωινή γυμναστική!! 

Αντίστοιχα , ο τουρκοκυπριακός ραδιοσταθμός Μπαιράκ, είχε διακόψει την κανονική ροή του προγράμματός του και μετέδιδε στρατιωτικά εμβατήρια από τις 3 τα χαράματα.

Πραξικόπημα και «Αττίλας»:Των παραπάνω γεγονότων όμως, προηγήθηκε το άφρων και εγκληματικό πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη ,κατά του εκλεγμένου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Τα αιματηρά επεισόδια της 15ης Ιουλίου, είχαν τραγικές συνέπειες στην άμυνα της Κύπρου. 

Και αυτό διότι, στρατιωτικές μονάδες επιφορτισμένες  με την αποστολή της άμυνας των βόρειων ακτών  της Κύπρου, καθώς επίσης και η πλέον ετοιμοπόλεμη μονάδα, η 33η  Μοίρα Καταδρομών, είχαν εμπλοκή στο Πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Με αποτέλεσμα,  κρίσιμες στρατιωτικές   Μονάδες,  να είναι   περιορισμένης μαχητικής  ικανότητας, κυρίως λόγω διχασμού των αξιωματικών, που είχαν χωριστεί  σε Χουντικούς και Δημοκράτες. 

Έχουν μάλιστα καταγραφεί και εν ψυχρώ δολοφονίες αξιωματικών από συναδέλφους τους, λόγω «ιδεολογικών διαφορών, στο διάστημα 15-19 Ιουλίου!!!Μετά την ΑΝΑΤΡΟΠΗ του Αρχιεπισκόπου ΜΑΚΑΡΙΟΥ, το έδαφος είχε ετοιμαστεί για να «υποδεχτεί» την τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο. Έτσι λοιπόν,  ο Μακάριος ήταν εκτός πολιτειακής εξουσίας,  η Χούντα των Αθηνών  υπό τον έλεγχο των Αμερικανών διπλωματών και με δεσμεύσεις στο ΝΑΤΟ και οι Άγγλοι οι μόνοι κυρίαρχοι της Κύπρου.

Η αμερικανική διπλωματία (υπουργός Χ. Κίσινγκερ) άναψε το «πράσινο φως» για την προσχεδιασμένη τουρκική εισβολή από τον Μ. Ετσεβίτ).

Ελληνικά υποβρύχια και πολεμικά αεροσκάφη: Πολλά ερωτήματα εγείρουν και θλιβερές σκέψεις γενούν κάποια περιστατικά, που σημάδεψαν την 20η Ιουλίου του 1974, όπως:

-Δύο σύγχρονα, για την εποχή εκείνη, υποβρύχια του Πολεμικού μας Ναυτικού, το «Γλαύκος» και το «Νηρεύς», που έπλεαν νότια της Ρόδου, έλαβαν εντολή από το ΓΕΝ, στις 05.15 το πρωί της 20ης Ιουλίου, να κατευθυνθούν αμέσως προς την Κύπρο και να βυθίσουν τα Τουρκικά πολεμικά πλοία που βρίσκονταν ανοιχτά της Κυρήνειας.

Όμως, ενώ πλησίαζαν τις Κυπριακές ακτές, ξαφνικά τα δύο υποβρύχια άλλαξαν ρότα και επέστρεψαν ανοιχτά της Ρόδου. Ποιος και γιατί έδωσε αυτή την εντολή; Ή μήπως εμποδίστηκαν τα ελληνικά υποβρύχια και από ποιόν, να φθάσουν στις ακτές της Κυρήνειας; Ποια ήταν η αποστολή των Βρετανικών πολεμικών σκαφών και υποβρυχίων που έπλεαν περιμετρικά της Κύπρου;

-Τα ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη, τα προβλεπόμενα από τα επιχειρησιακά σχέδια για την άμυνα της Κύπρου, ήταν πανέτοιμα στο αεροδρόμιο του Καστελίου Κρήτης από το πρωί της 19ης Ιουλίου. Οι πιλότοι είχαν φορτώσει τα πυρομαχικά και με αναμμένες τις μηχανές περίμεναν την διαταγή απογείωσης για την Κύπρο. Η διαταγή αυτή ΠΟΤΕ δεν δόθηκε. Γιατί;

Η 35η Μοίρα Καταδρομών: Το μεσημέρι της 20ης Ιουλίου, η 35η Μοίρα Καταδρομών μεταφέρεται στη βάση της Σούδας στη Κρήτη. Και αργά το απόγευμα της Κυριακής 21η Ιουλίου, οι Έλληνες Καταδρομείς, με υψηλό ηθικό και έτοιμοι για πόλεμο, επιβιβάζονται σε 15 μεταγωγικά αεροσκάφη Noratlas, τα οποία απογειώνονται,  με προορισμό την Κύπρο.

Η αποστολή ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη. Έχει χαρακτηρισθεί και δικαίως, ως αποστολή αυτοκτονίας. Τα μεταγωγικά αεροσκάφη πετούσαν ανυπεράσπιστα, χωρίς την κάλυψη μαχητικών, με μόνο σύμμαχό τους το σκοτάδι. Πετούσαν πολύ χαμηλά, λίγα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και με τα φώτα τους σβηστά, προκειμένου να αποφύγουν τα τουρκικά ραντάρ.

Δύο από αυτά έχασαν τον προσανατολισμό τους και προσγειώθηκαν στη Ρόδο!Τα υπόλοιπα 13 συνέχισαν κανονικά τη πτήση τους για την Λευκωσία. Λίγο πριν προσγειωθούν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, τα 3 προπορευόμενα μεταγωγικά δέχονται καταιγιστικά πυρά, από τις ελληνοκυπριακές δυνάμεις (!!), που είχαν παραταχθεί εκατέρωθεν του αεροδρομίου.

Τα εξέλαβαν για Τουρκικά!! Ποιος ηλίθιος ή προδότης στρατιωτικός δεν ενημέρωσε για την προσέγγιση των Ελληνικών μεταγωγικών αεροσκαφών; Ωστόσο, μεγάλο ερωτηματικό παραμένει και η στάση των Βρετανών στρατιωτών, που είχαν την ευθύνη της φύλαξης τμήματος του αεροδρομίου της Λευκωσίας.

Πάντως, από τα 3 προπορευόμενα μεταγωγικά, το πρώτο κατερρίφθη από τα φιλικά(;) πυρά! Μόνος διασωθείς ο καταδρομέας Αθανάσιος Ζαφειρίου,  που πρόλαβε και πήδηξε από το αεροσκάφος, πριν αυτό συντριβή στο έδαφος μαζί με τους 29 συναδέλφους του, που σκοτώθηκαν ΟΛΟΙ.

Τα επόμενα δύο κατάφεραν να προσγειωθούν, αλλά με σοβαρές    απώλειες. Τα υπόλοιπα 10 επέστρεψαν άπραγα στην Ελλάδα. Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, όταν κινητοποιήθηκαν άρχισαν να πολεμούν με ηρωική αυτοθυσία, χωρίς μάλιστα να διαθέτουν αεροπορική κάλυψη και σύγχρονο οπλισμό.

Αριθμούσαν γύρω στους 12.000 άνδρες (ελληνοκύπριους και ελλαδίτες), υπό τη διοίκηση του χουντικού ταξιάρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, που είχε το γενικό πρόσταγμα στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Στο μεταξύ, άρχισε να κινητοποιείται και ο ελληνοκυπριακός ανδρικός πληθυσμός και να μετέχει στον άνισο αγώνα με ότι μέσα  διέθετε ο καθένας.

Μάλιστα αρκετοί πυροβολούσαν από τις στέγες των σπιτιών του κατά των εισβολέων αλεξιπτωτιστών.  Στην Αθήνα, η κυβέρνηση ΑΔΑΜ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, αιφνιδιασμένη από την εξέλιξη των γεγονότων,  πανικόβλητη κηρύσσει γενική επιστράτευση, η οποία εξελίσσεται σε φιάσκο.

Ανεπάρκεια αλλά και ηρωισμός:Τα στελέχη των ΕΔ,  που ήταν η ηγεσία του Απριλιανού καθεστώτος, αποδείχθηκαν τραγικά ανεπαρκείς. Εκείνο που ήξεραν καλά, ήταν να συνωμοτούν και να ανέρχονται στα ανώτατα κλιμάκια  της στρατιωτικής ιεραρχίας, με κύριο προσόν την προσήλωση,  αρχικά στον Γ. Παπαδόπουλο και μετά στον Δ. Ιωαννίδη, αλλά και τη συκοφαντία σε βάρος των συναδέλφων τους!. 

Ωστόσο,  επειδή τον Ιούλιο του 1974  διεπράχθη έγκλημα κατά της Κύπρου,  δεν είναι δυνατόν να απαλλαγούν λόγω βλακείας. Οι πράξεις τους και οι επιλογές τους,  αν κριθούν από το αποτέλεσμα, σίγουρα συνιστούν προδοσία. Πιθανώς, δεν ήθελαν την κατάληψη  του 35% του κυπριακού εδάφους από την τουρκικό στρατό, αλλά  το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετρά  και όχι οι προθέσεις τους,  ακόμη και αν αυτές είναι καλοπροαίρετες.

Συμπέρασμα, η τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, είναι το συνδυαστικό αποτέλεσμα  αβελτηρίας και ανικανότητας   του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών, αλλά  και αναθεωρητισμού της Τουρκίας, που υλοποιήθηκε με την ενθάρρυνση της Βρετανίας και την διπλωματική ανοχή των ΗΠΑ..

Το Καλοκαίρι του 1974, Έλληνες και Ελληνοκύπριοι, στρατιώτες και αξιωματικοί (με εξαίρεση μια μικρή ομάδα προδοτών χουντικών), πολέμησαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση τους Τούρκους εισβολείς, κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες.

Πολλοί έπεσαν στα πεδία των μαχών, προσφέροντας τη ζωή τους σπονδή στον βωμό της Ελευθερίας.Αρκετοί αγνοούνται, η θρυλική μορφή τους όμως αποτυπώνει την πιο δραματική διάσταση της Κυπριακής τραγωδίας. Οι υπόλοιποι αγωνιστές φέρουν δια βίου το βαρύ φορτίο των αναμνήσεων, από την απώλεια εδαφών, αλλά και των συμπολεμιστών τους.

Και την πικρία, επειδή η θυσία τους στην Κύπρο αναγνωρίστηκε από την Ελληνική Πολιτεία με καθυστέρηση 30 ετών. Σε όλους εμάς όμως, ανήκει η ευθύνη και η τιμή της μελέτης των ιστορικών γεγονότων, ώστε ποτέ πια ο Ελληνισμός, να μην γνωρίσει άλλη εθνική καταστροφή.

Ένα «όχι» που δεν έφτασε ποτέ: Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ρίτσαρντ Νίξον, φέρεται να απέστειλε την παραμονή της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο επιστολή προς τον Τούρκο ομόλογό του, Μπουλέντ Ετζεβίτ, εκφράζοντας την ξεκάθαρη αντίθεσή του στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση.

Η επιστολή, όμως, δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του παραλήπτη της και η Τουρκία, αφού εξασφάλισε την ανοχή του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ, εισέβαλε ανεμπόδιστη στη Μεγαλόνησο την επόμενη μέρα.

Η συνταρακτική αυτή μαρτυρία του Αμερικανού διπλωμάτη Τζέιμς Σπέιν, η οποία έχει διαφύγει την προσοχή τόσο των Ελλήνων όσο και των ξένων αναλυτών, περιλαμβάνεται στα απομνημονεύματα αλλά και στην επίσημη κατάθεσή του στον Οργανισμό Διπλωματικών Σπουδών και Εκπαίδευσης.

Ο Σπέιν κατείχε καίρια θέση την περίοδο εκείνη στην αμερικανική πρεσβεία στην Άγκυρα, όντας το δεξί χέρι του πρέσβη Γουίλιαμ Μακόμπερ.Μερικά χρόνια αργότερα, διετέλεσε και ο ίδιος πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία.

Η μαρτυρία του, επομένως, κρίνεται αξιόπιστη, παρόλο που δεν γίνεται να διασταυρωθεί, καθώς τα συγκεκριμένα αμερικανικά αρχεία δεν έχουν αποχαρακτηριστεί και το περιστατικό που διηγείται δεν αναφέρεται, περιέργως, από κανέναν άλλον από τους άμεσα εμπλεκόμενους.

Το ημερολόγιο γράφει Παρασκευή 19 Ιουλίου 1974. Αργά τη νύχτα στην αμερικανική πρεσβεία επικρατεί αναβρασμός, καθώς οι Μακόμπερ και Σπέιν παρακολουθούν τις τελευταίες προσπάθειες του ειδικού απεσταλμένου Τζόζεφ Σίσκο να κερδίσει χρόνο για διαπραγματεύσεις.

Λίγο πιο μακριά, πλήθος οργισμένων διαδηλωτών συγκεντρώνεται έξω από την τουρκική Βουλή, ζητώντας από την κυβέρνηση να δράσει με αποφασιστικότητα. Την ίδια ώρα στην πρεσβεία καταφτάνει ένα «άκρως απόρρητο» τηλεγράφημα. Είναι μια επιστολή που φέρει την υπογραφή Νίξον και πρέπει να παραδοθεί αμέσως στον Τούρκο πρωθυπουργό.

Χωρίς να θυμάται ακριβώς τα λόγια, ο Σπέιν ισχυρίζεται ότι το περιεχόμενό της ήταν ιδιαίτερα αιχμηρό και ότι επί της ουσίας έλεγε στον Ετσεβίτ ότι η εισβολή δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί και πως σε αντίθετη περίπτωση η Τουρκία θα τιμωρηθεί. Ο Σπέιν περιγράφει με χαρακτηριστική λεπτομέρεια τα όσα ακολούθησαν.

Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα, οι δύο άνδρες φεύγουν από την πρεσβεία με την επιστολή φυλαγμένη στην τσέπη του Σπέιν. Εισέρχονται από την πίσω πόρτα, καθώς στην κεντρική είσοδο επικρατεί πανδαιμόνιο. Αφού ανεβαίνουν τις σκάλες, στέκονται στην πόρτα του πρωθυπουργικού γραφείου, καθώς βλέπουν τον Ετζεβίτ να μιλάει στο τηλέφωνο.

Αυτός τους γνέφει να περάσουν και να καθίσουν. Σύντομα συνειδητοποιούν ότι στην άλλη άκρη της γραμμής βρίσκεται ο Χένρι Κίσινγκερ. «Λοιπόν, χαίρομαι για την κατανόησή σου Χένρι», ήταν τα πρώτα λόγια του Ετζεβίτ. Έκπληκτοι οι Αμερικανοί διπλωμάτες άκουγαν τον Ετζεβίτ να διαβεβαιώνει τον Κίσινγκερ ότι σκοπός της Τουρκίας ήταν να καταλάβει ένα μικρό τμήμα ακτογραμμής, ώστε στη συνέχεια να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις από θέση ισχύος.

Λίγο πριν κλείσει το τηλέφωνο, ο Ετζεβίτ είπε: «Φυσικά, γνωρίζω ότι πρέπει να μας πείτε να μην το κάνουμε, Χένρι, αλλά χαίρομαι που καταλαβαίνεις την κατάστασή μας». Είναι πιθανό ο Κίσινγκερ να είχε καλέσει τον Ετζεβίτ - υποθέτοντας ότι είτε θα είχε ήδη λάβει είτε θα λάμβανε από στιγμή σε στιγμή την επιστολή Νίξον - προκειμένου να βολιδοσκοπήσει τις αντιδράσεις του, όπως επίσης και για να κάνει μια τελευταία απόπειρα να τον αποθαρρύνει από την ανάληψη στρατιωτικής δράσης.

Εντούτοις, όπως γίνεται κατανοητό από την περιγραφή του κλίματος του τηλεφωνήματος, αυτή η τελευταία απόπειρα κάθε άλλο παρά θερμή ήταν. Πόσο μάλλον δε σε σχέση με το περιεχόμενο της αιχμηρής επιστολής που έμενε ακόμα στην τσέπη του εμβρόντητου Αμερικανού διπλωμάτη, ο οποίος άκουγε τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας του να δίνει ουσιαστικά το πράσινο φως στην Τουρκία.

«Εδώ βρισκόμαστε, λοιπόν», συνεχίζει ο Σπέιν, «κρατώντας στα χέρια μας την επιστολή με την υπογραφή Νίξον, η οποία έλεγε πως, αν προχωρήσετε σε εισβολή, θα το πληρώσετε». Εκείνη τη στιγμή ο Αμερικανός πρέσβης πήρε, όπως λέει ο Σπέιν, μια γενναία απόφαση. Έκανε νόημα στον Σπέιν να κρατήσει την επιστολή στην τσέπη του.

Ο Μακόμπερ, προφανώς, θεωρούσε ότι από τη σύνταξη και αποστολή του τηλεγραφήματος μέχρι την επίσκεψή τους στον Τούρκο πρωθυπουργό είχε γίνει ολοκληρωτική στροφή στον τρόπο που επιθυμούσε η αμερικανική κυβέρνηση να χειριστεί την κατάσταση. Μόλις ο Ετζεβίτ έκλεισε το τηλέφωνο, στράφηκε στους δύο διπλωμάτες λέγοντας ότι ήταν πολύ ικανοποιημένος με την κατανόηση που επεδείκνυε ο Κίσινγκερ και τους ρώτησε για τον λόγο της επίσκεψής τους.

Οι δύο διπλωμάτες απάντησαν ότι απλώς πέρασαν να δουν πώς πάνε τα πράγματα. Ο Ετζεβίτ τους ενημέρωσε για την επικείμενη έναρξη της εισβολής και τη συνεννόηση που είχε επιτύχει με τον Κίσινγκερ. Οι δύο διπλωμάτες επέστρεψαν άπραγοι στην πρεσβεία, από όπου θα ενημέρωναν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για όσα έγιναν. Η επιστολή Νίξον έμεινε βαθιά κρυμμένη στην τσέπη του Σπέιν.

Πολλά θα μπορούσε να υποθέσει κανείς για το πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα εάν η επιστολή είχε πάει στον παραλήπτη της. Πράγματι, το 1964, η επιστολή Τζόνσον στον Ινονού είχε αποτρέψει την τότε σχεδιαζόμενη εισβολή στην Κύπρο, πλήττοντας παράλληλα για καιρό τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Δέκα χρόνια αργότερα, η Τουρκία ίσως να μην υπέκυπτε στις αμερικανικές πιέσεις. Ως προς αυτό, ο Ετζεβίτ ήταν ξεκάθαρος στον Σίσκο:

«Μέχρι τώρα δοκιμάζαμε τον δικό σας τρόπο, τώρα θα δοκιμάσουμε τον δικό μας». Όπως άλλωστε σημειώνει και ο Σπέιν, η Τουρκία επιθυμούσε διακαώς να ασκήσει το δικαίωμα επέμβασης που της έδιναν οι Συνθήκες Λονδίνου/Ζυρίχης και το οποίο τους προσέφερε απλόχερα η απονενοημένη πραξικοπηματική ενέργεια της κυβέρνησης των συνταγματαρχών με την ανατροπή του Μακαρίου.

Πέρα από τις όποιες υποθέσεις, η ουσία παραμένει ότι στις 20 Ιουλίου η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Η αξία της μαρτυρίας Σπέιν έγκειται στο ότι αποκαλύπτει μια εξόχως σημαντική πτυχή της ιστορίας, αναδεικνύοντας το διπλωματικό παρασκήνιο και, κυρίως, τις παλινδρομήσεις της αμερικανικής πολιτικής μέχρι και την παραμονή της εισβολής.

Υπόθεση Ασπίδα: Μέσα στη γενικευμένη αντίδραση που δημιούργησε στο έως τότε καθεστώς η άνοδος της Ενώσεως Κέντρου στην εξουσία τον Φεβρουάριο του 1964, ήταν αναπόφευκτη και η αντίδραση που συνδεόταν με τον πολιτικό έλεγχο του στρατού. Ο έλεγχος αυτός ήταν, ήδη από το τέλος του εμφύλιου πολέμου, δεδομένο ότι ασκούνταν από τον θρόνο μέσω ενός στεγανού μηχανισμού στον οποίο συμμετείχαν ανώτατοι αξιωματικοί και επιλεγμένα πολιτικά πρόσωπα.

Ήταν δηλαδή ο στρατός ένας εκ των βασικών πυλώνων, αν όχι ο κυριότερος, του ελληνικού βαθέος κράτους, το οποίο έως το 1967 ελεγχόταν από το παλάτι και από την πλέον ακραία και αντιδημοκρατική πλευρά του αντικομμουνιστικού μετώπου που κυριάρχησε μετά το 1949. Σε μια κινδυνολογική και τελικά ιδιοτελή πολιτικά λογική σε όφελος της Δεξιάς, το Κέντρο, ως μη επαρκώς εθνικόφρον, κρατήθηκε μακριά από τα ανώτατα κλιμάκια του στρατού, του οποίου τον έλεγχο είχε -ή νόμιζε τελικά πως είχε - η μοναρχική Δεξιά. 

Οι αξιωματικοί, πέραν των ηγετικών κλιμακίων και όσων είχαν στενή και ηθική σχέση με τον θρόνο, θα μπορούσαν να χωριστούν σε δύο ακόμη γενικές κατηγορίες: η μικρότερη κατηγορία ήταν οι νομιμόφρονες και επαγγελματίες και η πολύ μεγαλύτερη οι αδιάφοροι επαγγελματικά, οι οποίοι, στερούμενοι βαθμολογικής εξέλιξης, διατελούσαν σε οικονομική δυσπραγία και βίωναν μια κοινωνική ακύρωση όσο εξασθενούσε το κύρος του νικητή στρατού εναντίον των κομμουνιστών.

Με αυτήν την αριθμητικά πολλή μεγαλύτερη συνδέθηκε ο συνωμοτικός μηχανισμός που στηρίχτηκε στον παλαιό ΙΔΕΑ και που από τη δεκαετία του 1950 κρατούσε ένα ισχυρό δίκτυο σε λειτουργία, αποτελούμενο από ανώτερους κυρίως αξιωματικούς που, ευρισκόμενοι σε θέσεις-κλειδιά, όριζαν τις τύχες και την καριέρα όσων αξιωματικών ανήκαν στη δεύτερη κατηγορία και τους ήταν πιστοί.

Σταδιακά, ο συνωμοτικός μηχανισμός αυτός, με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ισχυροποιήθηκε και κατέστη απαραίτητος στην εκάστοτε ηγεσία του στρατεύματος και στον θρόνο, αφού τους εξασφάλιζε την ετοιμότητα του στρατεύματος εναντίον του εσωτερικού εχθρού, ο οποίος είχε σαφώς το πρόσωπο της κοινοβουλευτικής ΕΔΑ, αλλά και της ανερχόμενης και απολύτως αστικής Ενώσεως Κέντρου.

Επίσης, ο μηχανισμός κατέστη απαραίτητος στον θρόνο και στην κρατούσα κατάσταση, ελέγχοντας τη λειτουργία του σώματος των αξιωματικών μέσα από τη νομιμοποίηση, λόγω των εξυπηρετήσεων που προσέφερε σε αξιωματικούς, και των απειλών που διέσπειρε. Όλη αυτή η συνωμοτική και σκοτεινή λειτουργία ενδύθηκε όχι μόνο τον αντικομμουνισμό αλλά και την επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου και της απειλής μιας επικείμενης κομμουνιστικής επίθεσης.

Η κορυφαία συμβολή του μηχανισμού στη διατήρηση των συνθηκών που εξυπηρετούσαν τη μοναρχική Δεξιά ήταν η εφαρμογή του Σχεδίου Περικλής κατά τη διενέργεια των εκλογών του 1961, όπου η κάθε είδους κινητοποίηση του στρατού σε όφελος της ΕΡΕ συνέβαλε ουσιαστικά στο να ονομαστούν οι εκλογές αυτές «εκλογές βίας και νοθείας».

Στο πολιτικό αυτό τοπίο, και παρά τη λυσσώδη αντίδραση του στρατιωτικού συνωμοτικού μηχανισμού, εξελέγη τελικά η Ενωση Κέντρου τον Φεβρουάριο του 1964.Οι προσπάθειες τής καθ' όλα αστικής και συμβατικής κυβέρνησης να αποκτήσει και η δική της παράταξη πολιτική οντότητα στο εσωτερικό του στρατού κρίθηκαν εξ αρχής ως απειλή για τα στεγανά εκείνα που διασφάλιζαν το δεξιό πολιτικό πρόσημο του στρατού.

Ωστόσο, όσο το παραδοσιακό και το ανατρεπτικό Κέντρο παρέμεναν μαζί και η Ενωση Κέντρου ομονοούσε, η απειλή αυτή δεν προκαλούσε κινητοποιήσεις.Όταν όμως η οντότητα του Ανδρέα Παπανδρέου απέκτησε ανατρεπτική ταυτότητα και ακούστηκαν οι πρώτοι ανταγωνιστικοί τριγμοί στην ηγετική ομάδα του κόμματος, τότε εκδηλώθηκε η αποκάλυψη της κεντρώας συνωμοσίας στον στρατό και η ύπαρξη της μυστικής οργάνωσης ΑΣΠΙΔΑ.

Οι δημοκρατικοί αξιωματικοί.Αυτή καθεαυτή η οργάνωση ήταν μια συνωμοσία μικρής έκτασης και απήχησης, παρά τον μεγαλόπνοο τίτλο της: Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα Ιδανικά Δημοκρατία Αξιοκρατία. Πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της κατώτεροι αξιωματικοί έως τον βαθμό του λοχαγού και η αφελέστατη πρόθεσή τους ήταν η δημιουργία ενός αντιδικτύου για τον περιορισμό της παντοδυναμίας της συνωμοσίας που διατηρούσε η εξέλιξη του ΙΔΕΑ.

Παράλληλα, υπόσχονταν και αυτοί τη διευκόλυνση των μελών τους, κυρίως στα θέματα των μεταθέσεων. Βασικό ατού της δύναμης που διέδιδε ότι είχε ο ΑΣΠΙΔΑ ήταν η ηθική υποστήριξη προς την κεντρώα κυβέρνηση, αλλά και οι στενές, κατά δήλωσή τους, σχέσεις των επικεφαλής με βασικά στελέχη του νεωτερικού κέντρου και ιδιαίτερα με τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Απευθυνόταν κατά κύριο λόγο στην ομάδα των επαγγελματιών αξιωματικών οι οποίοι, όντας εκτός δεξιάς συνωμοσίας, εμποδίζονταν στις μετεκπαιδεύσεις που επιθυμούσαν να έχουν.Τόπος της κύριας συγκρότησης υπήρξε  καθόλου τυχαία το τελευταίο έρεισμα του ελληνικού αλυτρωτισμού, η Κύπρος και οι ελλαδικές μονάδες εκεί, οι οποίες το 1964-1965 ήταν δύο ειδών: Το ένα είδος ήταν η νομίμως εγκαταστημένες, μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μονάδες στο πλαίσιο της Συνθήκης της Ζυρίχης του 1959, ως μονάδες της εγγυήτριας δύναμης Ελλάδας.

Το άλλο είδος ήταν οι μονάδες της «κρυφής» μεραρχίας που εστάλη με πρωτοβουλία της κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου το 1964 για να εδραιώσουν τη δυνατότητα ελλαδικής ισχύος έναντι της Τουρκίας. Οι μονάδες και των δύο ειδών στελεχώθηκαν τελικά από δύο διαφορετικά και αλληλοεπιβλεπόμενα είδη αξιωματικών: αφενός από τους νεαρούς αξιωματικούς που εθελοντικά στελέχωσαν τις μονάδες πιστεύοντας στην Ενωση Κέντρου και στον νέο αλυτρωτισμό που ενέπνεε την εξωτερική πολιτική της και αφετέρου από συνωμότες δεξιούς αξιωματικούς, οι οποίοι βρέθηκαν στην Κύπρο εν είδει ποινής από τη νέα κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να εκκαθαρίσει έστω και λίγο τους μηχανισμούς του στρατού.

Όλα αυτά υπό την προεδρική σκέπη του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και υπό την αρχιστρατηγική σκέπη του στρατηγού Γρίβα, που διοικούσε ο ίδιος και τις νόμιμες αλλά τις παράνομες μονάδες, και βεβαίως, με τις νόμιμες τουρκικές και βρετανικές δυνάμεις παρούσες στο νησί. 

Σε αυτό το συνολικά εκρηκτικό αλλά και θολό μείγμα, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου διέταξε τον Φεβρουάριο του 1965 τον υπουργό Άμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά να προβεί στη διενέργεια έρευνας σχετικά με τον φάκελο του Σχεδίου Περικλής που βρέθηκε στο υπουργείο, πλήρης λεπτομερειών που όριζαν τις παρεμβάσεις του στρατού για την αποφυγή εκλογικών αποτελεσμάτων αντίθετων με την τότε κυβέρνηση.

Ο υπουργός φάνηκε απολύτως συνεπής στις εντολές του προέδρου του και το αποτέλεσμα της έρευνας αφενός έθεσε άμεσα την ΕΡΕ στον ρόλο του απολογούμενου και αφετέρου αποκάλυπτε, έστω και έμμεσα, την ανοχή του θρόνου σε τέτοιες μεθοδεύσεις.

Η απάντηση της Δεξιάς ωστόσο ήταν άμεση και καλύτερα εδραιωμένη στην αντικομμουνιστική λογική, αφού η αποκάλυψη μιας κεντρώας συνωμοσίας στα θεμέλια του βασιλικού στρατού, του θεματοφύλακα του καθεστώτος, ήταν απολύτως επικίνδυνη για μια συντηρητική κοινωνία.

Στις 18 Μαΐου 1965 στην προσκείμενη στην ΕΡΕ εφημερίδα της Λάρισας «Ημερήσιος Κήρυξ» δημοσιεύτηκε αποκαλυπτικό άρθρο με τίτλο «Αριστερή και Κεντρώα οργάνωσις υπήρχεν εις τον στρατόν». Η αντίδραση του Τύπου της Δεξιάς ήταν άμεση και στην οργάνωση αποδόθηκε η πρόθεση της πραξικοπηματικής κατάληψης της εξουσίας.

Αυτομάτως, ένα από τα κύρια όπλα του Κέντρου και της Αριστεράς των προηγούμενων δεκαετιών, που αφορούσε την καταγγελία για διαρκή μοναρχική και δεξιά συνωμοσία στον στρατό, έγινε τώρα ισχυρό εργαλείο εναντίον της νέας κυβέρνησης. Η ΕΡΕ και ο φιλικά προσκείμενος σε αυτήν Τύπος συνέδεσαν άμεσα την κεντρώα συνωμοτική οργάνωση με τα πρόσωπα που κατ’ εντολήν της νέας κυβέρνησης προσπαθούσαν να φέρουν σε όφελος της δημοκρατίας μια ισορροπία στα ανώτατα κλιμάκια του στρατού.

Ο Γ. Παπανδρέου διέταξε άμεση έρευνα σε αντιστράτηγο της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης και μετά από εξέταση μαρτύρων σε Ελλάδα και Κύπρο, το πόρισμα υποστήριξε ότι όντως η οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ υπήρξε και ότι επρόκειτο για ομάδα μωροφιλόδοξων αξιωματικών με ιδιοτελείς σκοπούς και ατομικά συμφέροντα.

Μόνο δύο εκ των μαρτύρων δήλωσαν με θάρρος ότι ο θόρυβος για ένα ήσσονος σημασίας γεγονός είναι σκόπιμος προκειμένου να καλυφθεί η δράση του «νέου» ΙΔΕΑ, του οποίου η κυριαρχία απειλούνταν μετά την άνοδο της Ενώσεως Κέντρου στην εξουσία.

Στόχος ο Ανδρέας: Στη συνέχεια η υπόθεση κινήθηκε δυναμικά μέσα στην πίστα συγκρούσεων μεταξύ της Δεξιάς και του Κέντρου, αλλά και στη νέα πίστα σύγκρουσης που αφορούσε τη νεότευκτη έριδα για την κυριαρχία εντός του κυβερνώντος κόμματος. Ετσι, η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Ελευθερία» κυκλοφόρησε στις 28 Ιουνίου 1965 με πρωτοσέλιδο τίτλο

«Ο Ανδρέας είναι ο οργανωτής του ΑΣΠΙΔΑ». Η καταγγελία ήταν απότοκο των πολιτικών σχέσεων του γιου του πρωθυπουργού με νεαρούς αξιωματικούς και της γοητείας που ασκούσε στην προοδευτική και διεκδικητική μερίδα των οπαδών του Κέντρου. Εμπνευστής του άρθρου θεωρήθηκε ο υπουργός Οικονομικών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο αδιαμφισβήτητος διάδοχος του Γεωργίου Παπανδρέου έως την εμφάνιση του Ανδρέα Παπανδρέου στην πολιτική σκηνή.

Στη συνέχεια, οι ενεχόμενοι αξιωματικοί συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν και κάποιοι από αυτούς δήλωσαν κατά πληροφορίες ότι όντως είχαν σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Επίσης, σταδιακά δημοσιοποιήθηκαν πληροφορίες ότι την ενορχήστρωση των καταγγελιών κατά του ΑΣΠΙΔΑ είχε αναλάβει η ΚΥΠ. Η συνέχεια έως την πτώση της κυβέρνησης είναι γνωστή.

Ο Βασιλιάς αρνήθηκε στον πρωθυπουργό να αναλάβει το υπουργείο Άμυνας λόγω της εμπλοκής του γιου του σε μια υπόθεση που χειριζόταν το εν λόγω υπουργείο και ενώ ο πρωθυπουργός απειλούσε με παραίτηση, ο άναξ έσπευσε και έκανε την παραίτηση δεκτή. 

Ήταν φυσικό και εν μέρει αναμενόμενο η συμμαχία μεταξύ Δεξιάς και Κέντρου, που συγκροτήθηκε μεσούντος του εμφύλιου πολέμου με αντικείμενο τον πόλεμο κατά της κομμουνιστικής Αριστεράς, να διαρραγεί μέσα από τον στρατό, όταν πλέον ακόμη και η σκέψη για κομμουνιστική απειλή είχε εκλείψει.

Ήταν φυσιολογικό το μέτωπο του αντικομμουνισμού να χωρίσει όταν οι γενιές που γεννήθηκαν μέσα στον εμφύλιο πόλεμο είχαν πλέον ενηλικιωθεί και είχαν κατακλύσει τις σχολές και τα πανεπιστήμια της χώρας.

Ήταν επίσης βέβαιο ότι ο βασιλιάς και ο πολιτικός μηχανισμός που έλεγχε τον στρατό θα αντιδρούσε στην όποια ενέργεια θα απειλούσε έστω και υποτυπωδώς την κυριαρχία του στον ένοπλο βραχίονα του αντικομμουνισμού.

Αυτό ωστόσο που δεν ήταν αναμενόμενο από κανέναν ήταν η αυτονόμηση αυτού του ένοπλου συνωμοτικού βραχίονα, που το Παλάτι και η Δεξιά εξέθρεψαν για δεκαετίες και που τελικά, η ενέργειά του τον Απρίλιο του 1967 ανάγκασε, με μεγάλο τίμημα, τον αστικό κόσμο να καταλάβει ότι ο στρατός χρειάζεται να λειτουργεί όπως και οι υπόλοιποι θεσμοί και δομές της χώρας.
 


Δεν υπάρχουν σχόλια: