02 Μαρτίου, 2011

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΙΣΤ΄ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ

clip_image001

ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΠΟΥ ΣΥΝΕΧΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΠΡΟΠΟΛΙΤΙΚΑ ΗΘΙΚΑ ΘΕΜΕΛΙΑ

ΕΝΟΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Εν μέσω του έπιταχυνόμενου ρυθμού των ιστορικών εξελίξεων πού βιώνουμε, ξεχωρίζουν, κατά τή γνώμη μου, δύο κυρίως παράγοντες ώς διακριτικά γνωρίσματα μιας μέχρι πρότινος βραδυκίνητης εξέλιξης: κατά πρώτον ή διαμόρφωση μιας παγκόσμιας κοινωνίας, όπου οί επιμέρους πολιτικές, οικονομικές καί πολιτισμικές δυνάμεις βρίσκονται σέ ολοένα καί πιό έντονη αμοιβαία αλληλεπίδραση ανακαλύπτοντας στους διαφορετικούς ζωτικούς χώρους τους σημεία αμοιβαίας επαφής καί διείσδυσης.

Τό δεύτερο είναι ή εξέλιξη τών δυνατοτήτων του ανθρώπου, της δημιουργικής καί καταστροφικής του ισχύος, πού θέτει πιό επιτακτικά άπό ποτέ τό ζήτημα του νομικού καί ηθικού έλεγχου τής ισχύος αυτής. Κατά συνέπεια είναι φλέγον τό ερώτημα κατά πόσον οι πολιτισμοί πού έρχονται σέ επαφή μεταξύ τους μπορούν νά επιλέξουν εκείνα τά ηθικά θεμέλια πού θά κατευθύνουν τή συνύπαρξη τους στόν ορθό δρόμο καί θά στηρίξουν ένα κοινό, νομικά κατοχυρωμένο πλαίσιο, ικανό νά τιθασεύσει καί νά οργανώσει αυτή τήν ισχύ.

Τό γεγονός ότι τό σχέδιο «παγκόσμιο ήθος», που πρότεινε ό Χάνς Κύνγκ (Hans Kiing), βρίσκει τόσο μεγάλη απήχηση δείχνει σέ κάθε περίπτωση ότι τό ερώτημα είναι εύλογο. Αυτό ισχύει ακόμη καί αν κάποιος συμμερίζεται τήν οξυδερκή κριτική πού του άσκησε ό Ρόμπερτ Σπαίμαν (Robert Spaemann).Στους δύο προαναφερθέντες παράγοντες προστίθεται ένας τρίτος: κατά τή διαδικασία συνάντησης καί αλληλοδιείσδυσης των πολιτισμών έχουν κατακερματιστεί ηθικές σταθερές πού μέχρι τότε ήταν θεμελιώδεις.

Τό ερώτημα τί είναι τελικά τό καλό, καί ιδίως υπό τίς παρούσες συνθήκες, καί γιατί οφείλουμε νά πράττουμε τό καλό, ακόμη καί μέ προσωπικό κόστος, αυτό τό θεμελιακό ερώτημα παραμένει έν πολλοίς αναπάντητο. Μου φαίνεται πασίδηλο ότι ή επιστήμη άφ' εαυτής δέν μπορεί νά παραγάγει ήθος, δηλαδή μιά ανανεωμένη ηθική συνείδηση δέν μπορεί νά προκύψει ώς προϊόν επιστημονικών συζητήσεων. Άπό τήν άλλη πλευρά όμως είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι ή ριζική μεταβολή τής εικόνας του κόσμου καί του άνθρωπου, τήν οποία επέφερε ή επέκταση τών επιστημονικών γνώσεων, συνετέλεσε καθοριστικά στόν κατακερματισμό τών παλαιότερων ηθικών σταθερών.

Ώς έκ τούτου υπάρχει ευθύνη τής επιστήμης γιά τόν άνθρωπο ως άνθρωπο, καί ειδικότερα ευθύνη τής φιλοσοφίας να παρακολουθεί μέ κριτικό πνεύμα τήν εξέλιξη τών επιμέρους επιστημών, νά διερευνά μέ κριτική διάθεση τά βεβιασμένα συμπεράσματα καί τίς απατηλές διαπιστώσεις σχετικά μέ τό τί είναι ό άνθρωπος, άπό που προέρχεται καί ποιος ό σκοπός τής ύπαρξης του ή, γιά νά τό διατυπώσω αλλιώς, νά διαχωρίζει τό μή επιστημονικό στοιχείο άπό τά επιστημονικά πορίσματα μέ τά οποία είναι συχνά αναμεμειγμένο, καί νά στρέφει απαρέγκλιτα τή ματιά της στό όλον, στίς ευρύτερες διαστάσεις τής πραγματικότητας του ανθρώπου, γιά τήν όποια μόνο αποσπασματική εικόνα μπορεί νά έχει ή επιστήμη.

1. Ισχύς καί δίκαιο

Συγκεκριμένο καθήκον τής πολιτικής είναι νά οριοθετεί τήν ισχύ μέσω του δικαίου καί έτσι νά ρυθμίζει τή λελογισμένη χρήση της. Δέν πρέπει νά επικρατεί τό δίκαιο του ισχυρότερου άλλά ή ισχύς του δικαίου. Ή ισχύς ύπό τόν έλεγχο καί στήν υπηρεσία του δικαίου είναι ό αντίποδας τής βίας, τήν οποία εννοούμε ώς άδικη καί αντίθετη πρός τό δίκαιο ισχύ. Γι' αυτό τό λόγο είναι σημαντικό γιά κάθε κοινωνία νά άντιπαρέλθει τήν καχυποψία έναντι του δικαίου καί τών διατάξεων του, γιατί μόνο έτσι μπορεί νά περιοριστεί ή αυθαιρεσία και νά βιωθεί ή ελευθερία ώς ίσα κατανεμημένη ελευθερία. Ελευθερία χωρίς δίκαιο σημαίνει αναρχία καί ώς εκ τούτου καταστροφή τής ελευθερίας.

Υποψίες σέ βάρος του δικαίου εγείρονται καί εξεγέρσεις γιά τήν ανατροπή του εκδηλώνονται μόνο άφ' ης στιγμής τό ίδιο τό δίκαιο δέν φαίνεται νά αποτελεί έκφραση δικαιοσύνης πού βρίσκεται στήν υπηρεσία όλων, αλλά προϊόν αυθαιρεσίας, σφετερισμός του δικαίου άπό εκείνους πού κατέχουν τήν απαιτούμενη ισχύ. Τό χρέος νά οριοθετείται ή ισχύς άπό τό δίκαιο παραπέμπει ύστερα σέ ένα άλλο ερώτημα: πώς θεσπίζεται τό δίκαιο καί πώς πρέπει νά διαμορφώνεται ώστε νά αποτελεί φορέα δικαιοσύνης καί όχι προνόμιο εκείνων πού έχουν τή δύναμη νά τό ορίζουν; Τό ερώτημα άφορα αφενός τό γίγνεσθαι του δικαίου καί αφετέρου τά εσωτερικά του μέτρα καί σταθμά.

Τό ότι τό δίκαιο δέν πρέπει νά αποτελεί όργανο επιβολής τής δύναμης τών λίγων άλλά έκφραση του κοινού συμφέροντος όλων φαίνεται νά είναι ένα πρόβλημα πού, πρός τό παρόν τουλάχιστον, έχει επιλυθεί άπό τά όργανα δημοκρατικής διαμόρφωσης τής βούλησης, διότι εκεί όλοι συμμετέχουν στή θέσπιση του δικαίου, τό οποίο ανήκει στή συνέχεια σέ όλους καί ώς κοινό κτήμα μπορεί καί πρέπει νά είναι σεβαστό. Στήν ουσία ή εγγύηση της συμμετοχής όλων στή διαμόρφωση του δικαίου καί στή δίκαιη διαχείριση τής ισχύος είναι τό κυριότερο στοιχείο πού συνηγορεί υπέρ τής δημοκρατίας ώς τής πλέον κατάλληλης μορφής πολιτικής οργάνωσης. Εντούτοις, μου φαίνεται πώς εκκρεμεί ακόμη ένα ερώτημα.

Επειδή μεταξύ τών ανθρώπων δύσκολα επιτυγχάνεται ομοφωνία, στή δημοκρατική διαμόρφωση βουλήσεων απομένει ώς απαραίτητο όργανο άπό τη μία ή άρχή τής αντιπροσώπευσης καί άπό τήν άλλη ή άρχή τής πλειοψηφίας όπου, ανάλογα μέ τή σοβαρότητα του ζητήματος, τό ποσοστό πού απαιτείται για τή διασφάλιση πλειοψηφίας ενδέχεται νά διαφέρει σέ κάθε περίπτωση. Άλλά ακόμη καί οί πλειοψηφίες μπορεί νά είναι τυφλές ή άδικες. Ή ιστορία τό δείχνει πολύ καθαρά. Μπορούμε νά μιλάμε γιά δικαιοσύνη ή καί γιά δίκαιο έν γένει, άν μιά, ακόμη καί συντριπτική πλειονότητα καταδυναστεύει μέ καταπιεστικούς νόμους μιά μειονότητα, π.χ. θρησκευτική ή φυλετική;

Έτσι ή άρχή τής πλειοψηφίας αφήνει μετέωρο τό ερώτημα σχετικά μέ τά ηθικά θεμέλια του δικαίου, τό ερώτημα άν υπάρχει κάτι πού δέν πρόκειται ποτέ νά γίνει δίκαιο, δηλαδή κάτι πού στήν ουσία του παραμένει γιά πάντα άδικο ή αντιστρόφως κάτι πού άπό τή φύση του είναι αμετάκλητα δίκαιο, πού υπερτερεί οποιασδήποτε πλειοψηφικής απόφασης καί οφείλει νά γίνεται σεβαστό άπό τήν πλειοψηφία. Στή νεωτερικότητα ένα τμήμα τούτων τών κανονιστικών στοιχείων έχει καταγραφεί στίς διάφορες διακηρύξεις τών δικαιωμάτων του άνθρωπου, παύοντας έτσι νά αποτελεί άθυρμα τών πλειοψηφιών. Μπορούμε πάλι, ώς φορείς τής σύγχρονης συνείδησης, νά αρκεστούμε στό ότι οί αξίες αυτές είναι έγγενώς προφανείς. Άλλά ακόμη καί τούτος ό αυτοπεριορισμός του ερωτήματος έχει φιλοσοφικό χαρακτήρα.

Υπάρχουν λοιπόν σταθερές αξίες πού συνάγονται άπό τήν ουσία της ανθρώπινης φύσης καί παραμένουν άθικτες σέ όσους μετέχουν σέ αυτή τήν ουσία. Αργότερα πρέπει να επανέλθουμε στό εύρος εφαρμογής τούτης τής ιδέας, τη στιγμή μάλιστα πού οι αξίες αυτές δέν αναγνωρίζονται σήμερα άπό όλους τούς πολιτισμούς ώς προφανείς. Τό Ισλάμ έχει καταρτίσει τόν δικό του κατάλογο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πού αποκλίνει άπό τόν δυτικό. Ή Κίνα χαρακτηρίζεται στίς μέρες μας άπό μιά μορφή πολιτισμού πού γεννήθηκε στή Δύση, τόν μαρξισμό, άλλά παρ' όλα αυτά θέτει, άπό όσο γνωρίζω, τό ερώτημα μήπως τά ανθρώπινα δικαιώματα δέν είναι παρά μία ιδιάζουσα δυτική επινόηση, πού χρειάζεται διερεύνηση.

2. Νέες μορφές ισχύος καί νέα ερωτήματα

γιά τήν αντιμετώπισή τους

Άπό τή στιγμή πού μας ενδιαφέρουν ή σχέση ισχύος και δικαίου καί οί πηγές του δικαίου, πρέπει νά συνεξετάσουμε αναλυτικότερα τό φαινόμενο τής ίδιας τής ισχύος. Δέν προτίθεμαι νά ορίσω τήν ουσία τής ισχύος καθ' έαυτήν άλλά νά σκιαγραφήσω τίς προκλήσεις τίς οποίες συνεπάγονται οί νέες μορφές ισχύος πού αναπτύχθηκαν στό δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Στήν πρώτη φάση τής εποχής μετά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κυριαρχεί ό τρόμος μπροστά στή νέα καταστροφική δύναμη του άνθρωπου, πού πολλαπλασιάστηκε μέ τήν ανακάλυψη τής ατομικής βόμβας.

Ό άνθρωπος διαπιστώνει ξαφνικά ότι είναι σέ θέση νά καταστρέψει τόν ίδιο του τόν εαυτό καί τόν πλανήτη του. Αναφύεται τό ερώτημα: ποιοι πολιτικοί μηχανισμοί απαιτούνται γιά τήν αποτροπή αυτής τής καταστροφής; Πώς μπορούν νά βρεθούν τέτοιοι μηχανισμοί καί νά γίνουν αποτελεσματικοί; Πώς μπορούν νά κινητοποιηθούν οί ηθικές δυνάμεις πού διαμορφώνουν τέτοιου είδους πολιτικά σχήματα καί τούς προσδίδουν αποτελεσματικότητα; Έκ τών πραγμάτων, γιά μεγάλο χρονικό διάστημα ό ανταγωνισμός μεταξύ τών δύο αντίπαλων συνασπισμών καί ό φόβος μήπως μέ τήν καταστροφή του άλλου οδηγηθούμε στή δική μας καταστροφή, μας προφύλαξαν άπό τόν πυρηνικό όλεθρο. Ό αμοιβαίος περιορισμός τής ισχύος καί ή ανησυχία τής κάθε πλευράς γιά τή δική της επιβίωση αποδείχτηκαν σωτήριες δυνάμεις.

Στό μεταξύ δέν μας φοβίζει πλέον τόσο πολύ ό κίνδυνος ενός μεγάλου πολέμου άλλά ό διάχυτος τρόμος, πού μπορεί νά χτυπήσει οπουδήποτε αποτελεσματικά. Ή ανθρωπότητα, όπως βλέπουμε σήμερα, δέν χρειάζεται τόν μεγάλο πόλεμο γιά νά κάνει αβίωτο τό βίο του κόσμου. Οί ανώνυμες δυνάμεις τής τρομοκρατίας, πού μπορούν νά ενεδρεύουν σέ κάθε τόπο, είναι αρκετά ισχυρές ώστε νά μας κατατρύχουν όλους, ακόμη καί στήν καθημερινή μας ζωή, ένώ συνεχίζει νά μας στοιχειώνει ό φόβος μήπως τά κακοποιά στοιχεία αποκτήσουν πρόσβαση στά όπλα μαζικής καταστροφής καί, καθ' υπέρβαση τών ορίων τής πολιτικής τάξης, παραδώσουν τόν κόσμο στό χάος.

"Ετσι τό ερώτημα σχετικά μέ τό δίκαιο καί τό ήθος μετατοπίζεται: άπό ποιες πηγές τροφοδοτείται ή τρομοκρατία; Πώς θά καταφέρουμε νά θεραπεύσουμε έκ τών ένδον τη νέα αυτή νόσο τής ανθρωπότητας; Είναι ωστόσο ανησυχητικό ότι ή τρομοκρατία, τουλάχιστον έν μέρει, νομιμοποιείται ηθικά. Τά μηνύματα του Μπίν Λάντεν παρουσιάζουν τήν τρομοκρατία ώς τήν απάντηση των άνίσχυρων καί καταπιεσμένων λαών στήν αλαζονεία τών ισχυρών, ώς τή δίκαιη τιμωρία γιά τήν ύβρη τους καί γιά τή βλάσφημη αυταρχικότητα καί βαναυσότητά τους. Τέτοιου είδους κίνητρα είναι άκρως πειστικά γιά τους ανθρώπους που ζουν ύπό ορισμένες κοινωνικές καί πολιτικές συνθήκες.

Έν μέρει ή τρομοκρατική δράση προβάλλεται ώς υπεράσπιση τής θρησκευτικής παράδοσης έναντι τής αθεΐας τών δυτικών κοινωνιών. Στό σημείο αυτό τίθεται ένα ερώτημα, στό όποιο πρέπει επίσης νά επανέλθουμε: Άν ή τρομοκρατία τροφοδοτείται άπό τόν θρησκευτικό φανατισμό — καί όντως τροφοδοτείται — ή θρησκεία είναι άραγε μιά ιαματική καί σωτήρια ή μήπως μιά αρχαϊκή καί επικίνδυνη μάλλον δύναμη, πού οικοδομεί ψευδεπίγραφους οίκουμενισμούς καί κατ' αυτόν τόν τρόπο παρασύρει στήν αδιαλλαξία καί στήν τρομοκρατία; Δέν πρέπει τότε νά βρίσκεται ύπό τήν κηδεμονία του Λόγου καί νά οριοθετείται μέ σύνεση; Έδώ τίθεται ασφαλώς τό ερώτημα: ποιος μπορεί νά τό κάνει αυτό; Πώς μπορεί νά γίνει;

Τό γενικό όμως ερώτημα παραμένει: μπορεί ή σταδιακή απόσυρση τής θρησκείας, ή υπέρβαση της, νά εκληφθεί ώς τό απαραίτητο βήμα προόδου τής ανθρωπότητας, πού θά τήν επαναφέρει στό δρόμο τής ελευθερίας καί τής οικουμενικής ανεκτικότητας, ή μήπως όχι; Στό μεταξύ έχει έρθει στό προσκήνιο μιά άλλη μορφή ισχύος, πού αρχικά φαινόταν απόλυτα ευεργετική καί αξιέπαινη, στήν πραγματικότητα όμως μπορεί νά μετατραπεί σέ ένα νέο είδος απειλής γιά τόν άνθρωπο. Ό άνθρωπος είναι πλέον σέ θέση νά φτιάχνει ανθρώπους, νά τούς παράγει μέσα στόν δοκιμαστικό σωλήνα, όπως λέμε.

Ό άνθρωπος γίνεται προϊόν, καί έτσι μεταβάλλεται άρδην ή σχέση του άνθρωπου μέ τόν ίδιο του τόν εαυτό. Δέν είναι πιά ένα δώρο τής φύσης ή του δημιουργού Θεού είναι προϊόν του εαυτού του. Ό άνθρωπος κατήλθε στό φρέαρ τής ισχύος, μέχρι τήν πηγή τής ίδιας του τής ύπαρξης. Ό πειρασμός νά κατασκευάσει τώρα πιά τόν τέλειο άνθρωπο, ό πειρασμός νά πειραματιστεί μέ τόν άνθρωπο, ό πειρασμός νά θεωρήσει τόν άνθρωπο απόρριμμα καί νά τόν παραμερίσει, δέν είναι αποκύημα τής φαντασίας οπισθοδρομικών ηθικολόγων.

Αν πρωτύτερα επιβαλλόταν νά αναρωτηθούμε κατά πόσον ή θρησκεία είναι μιά θετική ηθική δύναμη, τώρα πρέπει νά διατυπώσουμε την αμφιβολία μας ώς πρός τήν αξιοπιστία του Λόγου. Στό κάτω κάτω καί ή ατομική βόμβα είναι προϊόν του Λόγου - στό κάτω κάτω ή τεχνητή αναπαραγωγή καί διαλογή ανθρώπων εφευρέθηκαν άπό τό Λόγο. Δέν θά έπρεπε λοιπόν τώρα νά τεθεί, αντιστρόφως, ό Λόγος ύπό επιτήρηση; Ποιος όμως ή τί θά τόν επιτηρεί;

Ή μήπως ή θρησκεία καί ό Λόγος θά έπρεπε νά περιχαρακωθούν αμοιβαία, παραμένοντας πάντοτε εντός τών δικών τους ορίων καί ακολουθώντας τή δική τους θετική πορεία; Στό σημείο αυτό ανακύπτει καί πάλι τό ερώτημα πώς σέ μία παγκόσμια κοινωνία μέ μηχανισμούς ισχύος και μέ άτιθάσευτες δυνάμεις, καθώς καί μέ διαφορετικές θεωρήσεις περί δικαίου καί ηθικής, μπορεί νά κατακτηθεί ή αποτελεσματική καί βέβαιη γνώση των ήθικών ζητημάτων, πού νά διαθέτει αρκετή δύναμη ώστε νά εμπνέει καί νά επιβάλλεται, γιά νά απαντήσει στις προαναφερθείσες προκλήσεις καί νά συμβάλει στήν αντιμετώπιση τους.

3. Προϋποθέσεις του δικαίου: Δίκαιο - Φύση - Λόγος

Πρώτα άπό όλα προτείνουμε τήν εξέταση ιστορικών καταστάσεων πού μπορούν νά συγκριθούν μέ τή δική μας, στό βαθμό πού υπάρχει. δυνατότητα σύγκρισης. Πάντως ώφελεί νά δούμε ότι ή αρχαία Ελλάδα γνώρισε τόν δικό της διαφωτισμό, ότι τό θεόπνευστο δίκαιο έχασε τόν αυταπόδεικτο χαρακτήρα του καί έπρεπε νά αναζητηθούν τά βαθύτερα θεμέλια του δικαίου. Έτσι γεννήθηκε ή σκέψη: σέ αντίθεση πρός τό θετικό δίκαιο, πού ενδέχεται νά είναι άδικο, πρέπει νά υπάρχει κάποιο δίκαιο πού πηγάζει άπό τή φύση, άπό τό ίδιο τό ανθρώπινο είναι. Τό δίκαιο αυτό πρέπει νά αποκαλυφθεί καί νά λειτουργήσει ώς διορθωτικό του θετικού δικαίου.

Πιό διαφωτιστική αποδεικνύεται ή εξέταση του διπλού ρήγματος πού υπέστη ή ευρωπαϊκή συνείδηση στίς αρχές τής νεωτερικότητας καί πού επέβαλε νά τεθούν οί βάσεις τής νέας αντίληψης γιά τό περιεχόμενο καί τίς πηγές του δικαίου. Τότε οί Ευρωπαίοι υπερβαίνουν γιά πρώτη φορά τό στενό πλαίσιο του ευρωπαϊκού, του χριστιανικού κόσμου, διαδικασία πού ολοκληρώνεται μέ τήν ανακάλυψη τής Αμερικής. Έρχονται σέ επαφή μέ λαούς πού δέν εντάσσονται στίς χριστιανικές δομές τής πίστης καί του δικαίου, οί όποιες ήταν μέχρι τότε ή πηγή τοΰ δικαίου γιά όλους καί καθόριζαν τή μορφή του. Μέ αυτούς τούς λαούς δέν υπάρχει κοινότητα δικαίου. Είναι όμως τότε αυτοί οί λαοί άδικοι, όπως υποστηριζόταν τότε καί συνέχισε νά υποστηρίζεται, ή μήπως υπάρχει κάποιο δίκαιο πού υπερβαίνει όλα τά δικαιικά συστήματα, συνδέει τούς ανθρώπους ώς ανθρώπους μεταξύ τους καί τούς καθοδηγεί; Ό Φρανσίσκο ντέ Βιτόρια (Francisco de Vitoria) ανέπτυξε ύπό αυτές τίς συνθήκες τήν ιδέα του «jus gentium», του «δικαίου τών εθνών», πού ήδη προϋπήρχε, μέ τή λέξη «gentes» νά υποδηλώνει τούς ειδωλολάτρες, τούς μή χριστιανούς. Σημαίνει δηλαδή τό δίκαιο πού υπερβαίνει τή χριστιανική θεώρηση του δικαίου καί οφείλει νά ρυθμίζει τή δίκαιη συνύπαρξη όλων τών λαών.

Τό δεύτερο ρήγμα του χριστιανικού κόσμου εκδηλώθηκε στό εσωτερικό του ίδιου του χριστιανισμού μέ τή διάσπαση τής ενότητας τής πίστης, πού επέφερε τή διαίρεση τής χριστιανικής κοινότητας σέ δύο — έν μέρει εχθρικές — διισταμένες κοινότητες. Καί στήν περίπτωση αυτή πρέπει νά αναπτυχθεί" ένα κοινό δίκαιο, ή έστω μιά κοινή βάση του δικαίου πού νά υπερβαίνει τό δόγμα καί οί βασικές αρχές του νά μήν εδράζονται πλέον στήν πίστη άλλά στή φύση, στό Λόγο του άνθρωπου.

Ό Χούγκο Γκρότιους (Hugo Grotius), ό Σάμουελ φόν Πούφεντορφ (Samuel von Pufendorf) καί άλλοι ανέπτυξαν τήν ιδέα του φυσικού δικαίου ώς ενός δικαίου του Λόγου, πού, ύπερβαίνοντας τά όρια της πίστης, ενεργοποιεί τό Λόγο ώς τό όργανο της συλλογικής διαμόρφωσης του δικαίου Τό φυσικό δίκαιο — ιδίως γιά τήν Καθολική Εκκλησία — παραμένει τό έπιχειρηματολογικό σχήμα μέ τή βοήθεια του οποίου, κατά τίς επαφές της μέ τήν κοσμική κοινωνία καί μέ άλλες θρησκευτικές κοινότητες, απευθύνεται στόν κοινό Λόγο καί αναζητά τά θεμέλια τής συνεννόησης αναφορικά μέ τίς ηθικές αρχές του δικαίου σέ μία κοσμική πλουραλιστική κοινωνία.

Τούτο όμως τό εργαλείο έχει δυστυχώς στομώσει, καί δέν επιθυμώ νά τό χρησιμοποιήσω στή συνέχεια τής συζήτησης. Ή ιδέα του φυσικού δικαίου προϋποθέτει μιά έννοια τής φύσης όπου φύση καί Λόγος θεωρούνται στοιχεία αλληλένδετα: ή ίδια ή φύση είναι έλλογη. Αυτή ή θεώρηση τής φύσης καταρρίφθηκε μέ τήν επικράτηση τής θεωρίας τής εξέλιξης: ή φύση καθ' έαυτήν δέν είναι έλλογη, έστω καί άν λειτουργεί έλλογα. Αυτή είναι ή διάγνωση πού προβάλλεται καί φαίνεται αναμφισβήτητη ακόμη καί σήμερα.

Έτσι άπό τίς διάφορες διαστάσεις τής έννοιας τής φύσης πού θεμελίωναν τό φυσικό δίκαιο έχει διατηρηθεί μόνο εκείνη πού διατύπωσε ό Ούλπιανός (αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.) στήν περίφημη ρήση: «Jus naturae est, quod natura omnia animalia docet» (Τό δίκαιο τής φύσης είναι αυτό πού διδάσκει ή φύση σέ όλα τά έμβια όντα - Σ.τ.Μ).Άλλά αυτή ή σκέψη άπό μόνη της δέν δίνει ικανοποιητική απάντηση στά ερωτήματα μας, πού δέν αναζητούν τό στοιχείο πού άφορα όλα τά «animalia» άλλά τά αποκλειστικώς ανθρώπινα καθήκοντα πού διαμόρφωσε ό Λόγος του άνθρωπου καί πού δέν μπορούν νά αντιμετωπιστούν χωρίς τό Λόγο. Τό ύστατο στοιχείο του φυσικού δικαίου, πού κατά βάθος φιλοδοξούσε νά είναι ένα δίκαιο του Λόγου, τουλάχιστον στή νεωτερικότητα, τά ανθρώπινα δικαιώματα, έχουν παραμείνει αναλλοίωτα. Δέν μπορούν νά νοηθούν χωρίς τήν προϋπόθεση ότι ό άνθρωπος ώς άνθρωπος, απλώς καί μόνο επειδή ανήκει στό ανθρώπινο είδος, είναι υποκείμενο δικαιωμάτων, ότι τό ίδιο του τό είναι φέρει αξίες καί κανόνες πού πρέπει νά ανακαλυφθούν καί όχι νά επινοηθούν. Ίσως ή θεωρία τών ανθρωπίνων δικαιωμάτων θά έπρεπε στίς μέρες μας νά συμπληρωθεί άπό μιά θεωρία γιά τά καθήκοντα καί τά όρια του άνθρωπου, καί αυτό θά μπορούσε νά συμβάλει στήν ανανέωση του ερωτήματος κατά πόσον είναι δυνατόν νά υπάρχει ένας Λόγος τής φύσης καί κατά συνέπεια ένα δίκαιο του Λόγου γιά τόν άνθρωπο καί γιά τή θέση του στόν κόσμο.

Μιά τέτοια συζήτηση πρέπει νά οργανωθεί καί νά διεξαχθεί διαπολιτισμικά. Γιά τούς χριστιανούς θά αφορούσε τή δημιουργία καί τόν Δημιουργό. Γιά τόν ινδικό κόσμο θά αντιστοιχούσε στήν έννοια του Dharma, τής εσωτερικής νομοθεσίας του είναι, καί γιά τήν κινέζικη παράδοση στήν ιδέα τής ουράνιας τάξης.

4. Ή διαπολιτισμικότητα καί οί συνέπειές της

Προτού επιχειρήσω νά συναγάγω συμπεράσματα, θά ήθελα νά ακολουθήσω γιά λίγο τό ίχνος πού άφησα μόλις τώρα. Θεωρώ ότι ή διαπολιτισμικότητα συνιστά σήμερα μιά απαραίτητη διάσταση τής συζήτησης αναφορικά μέ τά θεμελιώδη ζητήματα τής ανθρώπινης ύπαρξης, συζήτησης πού δέν μπορεί νά διεξαχθεί αποκλειστικά εντός του χριστιανικού κόσμου ούτε αποκλειστικά στό πλαίσιο τής δυτικής παράδοσης του Λόγου.

Ή αυτοκατανόηση τόσο του χριστιανικού κόσμου όσο καί τής δυτικής παράδοσης του Λόγου τούς ωθεί νά διεκδικούν οικουμενική ισχύ, πού ενδέχεται καί νά τή διαθέτουν de jure. De facto όμως οφείλουν νά αναγνωρίσουν ότι υιοθετούνται άπό τμήματα μόνο τής ανθρωπότητας καί κατανοούνται πάλι άπό τμήματα μόνο της ανθρωπότητας. Ό αριθμός τών ανταγωνιστικών πολιτισμών είναι ασφαλώς πολύ μικρότερος άπό ό,τι φαίνεται έκ πρώτης όψεως. Προπάντων είναι σημαντικό νά πάψει νά υπάρχει ομοιομορφία στό εσωτερικό τών πολιτισμικών χώρων, άλλά όλοι οί πολιτισμικοί χώροι νά χαρακτηρίζονται άπό γόνιμη διάσταση απόψεων εντός της ίδιας τής πολιτισμικής τους παράδοσης. Στόν δυτικό κόσμο αυτό είναι πασίδηλο.

Ακόμη καί άν κυριαρχεί ό αυστηρός ορθολογισμός του κοσμικού πολιτισμού — όπως εντυπωσιακά μάς τόν περιέγραψε ό Γιούργκεν Χάμπερμας — ό οποίος αυτοχαρακτηρίζεται συνεκτικό στοιχείο, ή χριστιανική θεώρηση τής πραγματικότητας αποτελεί, όπως καί παλαιότερα, ενεργό δύναμη. Οί δύο αυτοί πόλοι άλλοτε προσεγγίζουν καί άλλοτε απομακρύνονται, μέ διάθεση είτε άλληλογνωριμίας είτε απόρριψης, περισσότερο ή λιγότερο κατηγορηματικής.

Ό ισλαμικός πολιτισμικός χώρος χαρακτηρίζεται επίσης άπό παρεμφερή διάσταση απόψεων άπό τόν φανατικό απολυταρχισμό του Μπίν Λάντεν ώς τή στάση πού παραμένει ανοιχτή στόν ανεκτικό ορθολογισμό διαγράφεται ένα ευρύ τόξο. Ό τρίτος μεγάλος πολιτισμικός χώρος, ό Ινδικός πολιτισμός, ή καλύτερα, οί πολιτισμικοί χώροι του ινδουισμού καί του βουδισμού, χαρακτηρίζονται επίσης άπό παρεμφερή διάσταση απόψεων, έστω καί άν δέν εκδηλώνεται, τουλάχιστον στά δικά μας μάτια, τόσο έντονα.

Καί αυτοί οί πολιτισμοί βλέπουν ότι είναι εκτεθειμένοι τόσο στίς αξιώσεις του δυτικού ορθολογισμού όσο καί στά αιτήματα τής χριστιανικής πίστης, αξιώσεις καί αιτήματα που συνυπάρχουν αφομοιώνουν λοιπόν καί τίς μέν καί τά δέ μέ διαφορετικούς τρόπους, επιδιώκοντας ωστόσο νά διαφυλάξουν τή δική τους ταυτότητα.

Τήν εικόνα συμπληρώνουν οί πολιτισμοί φυλών τής Αφρικής καί τής Λατινικής Αμερικής μετά τήν αφύπνιση τους άπό ορισμένες χριστιανικές θεολογίες. Αυτοί δείχνουν νά θέτουν ύπό αμφισβήτηση τόσο τόν δυτικό ορθολογισμό όσο καί τίς οικουμενικές αξιώσεις τής χριστιανικής αποκάλυψης.

Τί συμπεραίνουμε άπό όλα αυτά; Καταρχάς, νομίζω, συμπεραίνουμε ότι, έκ τών πραγμάτων, τά δύο μεγάλα πολιτισμικά ρεύματα τής Δύσης, τό ρεύμα τής χριστιανικής πίστης καί εκείνο του έκκοσμικευμένου ορθολογισμού, όσο ευδιάκριτη σφραγίδα καί άν αφήνουν, τό καθένα μέ τόν δικό του τρόπο, σέ όλο τόν κόσμο καί σε όλους τούς πολιτισμούς, δέν γνωρίζουν οικουμενική εξάπλωση.

Γιά τό λόγο αυτό, μου φαίνεται πώς έχει κάποια βαρύτητα τό ερώτημα του συναδέλφου άπό την Τεχεράνη, πού μνημόνευσε ό Γιούργκεν Χάμπερμας, τό ερώτημα δηλαδή μήπως, άπό τή σκοπιά της συγκριτικής ανθρωπολογίας καί τής κοινωνιολογίας της θρησκείας, είναι τελικά ή ιδιότυπη πορεία τής ευρωπαϊκής έκκοσμίκευσης εκείνη πού χρειάζεται κάποια διόρθωση.

Έγώ όμως δέν θά ανήγαγα τούτο τό ερώτημα στό πνεύμα πού διαπνέει τόν Κάρλ Σμίτ, τόν Μάρτιν Χάιντεγκερ καί τόν Λέο Στράους: μιάς Ευρώπης δηλαδή άποκαμωμένης άπό τόν ορθολογισμό. Γεγονός είναι πάντως ότι ό έκκοσμικευμένος ορθολογισμός μας, όσο καί άν πείθει τόν διαμορφωμένο στή Δύση Λόγο μας, δέν είναι κατανοητός σέ κάθε ratio, ότι ή προσπάθεια του νά γίνει πειστικός προσκρούει σέ κάποια όρια.

Ή πειστικότητά του συναρτάται έκ τών πραγμάτων άπό συγκεκριμένα πολιτισμικά συμφραζόμενα, καί οφείλει νά αναγνωρίσει πώς ύπ' αυτές τίς συνθήκες δέν μπορεί νά εμπεδωθεί άπό όλη τήν ανθρωπότητα, γιά νά γίνει στή συνέχεια οικουμενικά αποτελεσματικός. Μέ άλλα λόγια δέν υπάρχει ένας παγκόσμιος ορθολογικός, ηθικός ή θρησκευτικός κανόνας, ομόφωνα αποδεκτός, ό όποιος θά μπορούσε νά υίοθετηθεί στή συνέχεια άπό όλους. Πάντως πρός τό παρόν είναι ανέφικτος. Γι' αυτό, τό λεγόμενο παγκόσμιο ήθος παραμένει μία αφηρημένη έννοια.

5. Πορίσματα

Τί πρέπει λοιπόν νά γίνει; Όσον άφορα τίς πρακτικές συνέπειες, συμφωνώ σέ μεγάλο βαθμό μέ τίς απόψεις πού εξέθεσε ό Γιούργκεν Χάμπερμας γιά μιά μετα-μεταφυσική κοινωνία, γιά τή διάθεση άλληλογνωριμίας καί γιά τόν αυτοπεριορισμό έκ μέρους καί τών δύο πλευρών. Θά ήθελα νά συνοψίσω τή δική μου οπτική σέ δύο θέσεις καί έτσι νά κλείσω.

1. Είδαμε ότι εκδηλώνονται παθολογικά φαινόμενα στη θρησκεία, πού είναι άκρως επικίνδυνα καί μας υποχρεώνουν νά θεωρήσουμε τό θεϊκό φώς του Λόγου ώς ένα ελεγκτικό όργανο, όπως θά λέγαμε, πού οφείλει διαρκώς νά άποκαθαίρει καί νά ρυθμίζει τή θρησκεία, όπως έξαλλου τό φαντάζονταν καί οί Πατέρες τής Εκκλησίας.

Άπό τίς σκέψεις μας όμως φάνηκε συνάμα ότι υπάρχει (μολονότι ή ανθρωπότητα δέν τό έχει συνειδητοποιήσει έν γένει) καί ή παθολογία του Λόγου, ή ύβρις του Λόγου, πού δέν είναι λιγότερο επικίνδυνη άλλά πιό απειλητική, άν κρίνουμε άπό τή δυνητική καταστροφικότητά της: ατομική βόμβα, ό άνθρωπος ώς προϊόν.

Γι' αυτό, αντιστρόφως, πρέπει νά υπενθυμίσουμε καί στό Λόγο τά όριά του καί νά του μάθουμε νά τείνει ευήκοον ους στίς μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις τής ανθρωπότητας. Άν χειραφετηθεί εντελώς καί απορρίψει τούτη τή δεκτικότητα, τούτον τόν συσχετισμό, θά άποβεί καταστροφικός. Ό Κούρτ Χούμπνερ (Kurt Hiibner), διατυπώνοντας προσφάτως ένα παρεμφερές αίτημα, υποστήριξε ότι έν προκειμένω δέν τίθεται σέ καμία περίπτωση ζήτημα «επιστροφής στήν πίστη», άλλά τό θέμα είναι νά απαλλαγεί ό άνθρωπος άπό τήν παροδική τύφλωσή του - ή πίστη δέν λέει τίποτε στόν σημερινό άνθρωπο επειδή αντιβαίνει στήν ουμανιστική ιδέα του περί Λόγου, διαφωτισμού καί ελευθερίας.

Έγώ, ακολουθώντας τον, θά μιλούσα γιά τήν απαραίτητη δυνατότητα σχέσης ανάμεσα στό Λόγο καί τήν Πίστη, τό Λόγο καί τή θρησκεία, πού καλούνται σέ μιά αμοιβαία κάθαρση καί ίαση, καί έχουν ό ένας τήν ανάγκη του άλλου, κάτι πού πρέπει νά αναγνωριστεί καί άπό τίς δύο πλευρές.

2.Αυτός ό βασικός κανόνας πρέπει στή συνέχεια νά συγκεκριμενοποιηθεί έμπρακτα στό διαπολιτισμικό περιβάλλον τής εποχής μας. Δίχως αμφιβολία τά δύο βασικά μέρη πού πρέπει νά σχετιστούν είναι ή χριστιανική πίστη καί ό δυτικός κοσμικός ορθολογισμός. Αυτό μπορεί καί πρέπει νά ειπωθεί χωρίς κακώς εννοούμενο εύρωκεντρισμό.

Οί δύο τους καθορίζουν τήν κατάσταση του κόσμου όσο καμιά άλλη πολιτισμική δύναμη. Άλλά αυτό πάλι δέν σημαίνει πώς οί άλλοι πολιτισμοί μπορούν νά τεθούν στό περιθώριο ώς ένα είδος quantite negligeable (αμελητέας ποσότητας (Σ.τ.Μ.). Θά ήταν μιά ύβρις τής Δύσης, πού θά τήν πληρώναμε ακριβά καί έν μέρει ήδη τήν πληρώνουμε.

Είναι σημαντικό καί γιά τούς δύο ακρογωνιαίους λίθους του δυτικού πολιτισμού νά αποτολμήσουν μιά ακρόαση, νά σχετιστούν ειλικρινά μέ τούς υπόλοιπους πολιτισμούς. Είναι σημαντικό νά τούς συμπεριλάβουν στήν προσπάθεια μιας τέτοιας πολυφωνικής σχέσης, όπου άπό μόνοι τους θά ανοιχτούν στήν ουσιώδη συμπληρωματικότητα Λόγου καί πίστης.

Έτσι μπορεί νά ξεκινήσει μιά οικουμενική διαδικασία κάθαρσης, ή οποία ενδέχεται τελικά νά χαρίσει νέα λάμψη στίς θεμελιώδεις αξίες καί στους κανόνες, πού όλοι οί άνθρωποι γνωρίζουν κατά κάποιο τρόπο ή διαισθάνονται. Κατ' αυτόν τόν τρόπο ίσως αυτό πού συνέχει τόν κόσμο νά καταστεί έκ νέου ενεργός δύναμη γιά τήν ανθρωπότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: