23 Μαρτίου, 2011

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

EIKONA 001 Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Κ.κ. Ιερώνυμος, στον πρόλογό του, στον ως άνω Τόμο μεταξύ άλλων γράφει……. Σκεφθείτε δε πόσες σελίδες θα χρειάζονταν αν αναφερόμεθα στην ιστορία της Κωνσταντινουπόλεως, όχι μόνο τους νεότερους χρόνους αλλά και κατά το διάστημα 325-1453 μ.Χ. Ο πρόλογος αυτός μας έδωσε την αφορμή να σημειώσουμε κάποιες σκέψεις ευρύτερα για την Κωνσταντινούπολη. Η Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο 325-1453 δεν υπήρξε μόνο πρωτεύουσα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, αλλά και η πιο λαμπρή πόλη του τότε γνωστού κόσμου. Η επίδρασή της στους λαούς τον τότε γνωστού κόσμου ήταν καθοριστική και ακατάλυτη. Αλλά και μετά την άλωση της, συνέχισε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο να παραμένει σημείο αναφοράς για τους ορθόδοξους λαούς της ανατολικής, κυρίως, Ευρώπης, ενώ για άλλους λαούς ήταν το μήλον της έριδος. Σπάνια ηγέτες έχουν το προνόμιο να δικαιώνονται οι αποφάσεις τους από τις μετέπειτα εξελίξεις, όσο η κίνηση τον Μεγάλου Κωνσταντίνου να μεταφέρει την πρωτεύουσα του τότε ρωμαϊκού κράτους από την Ρώμη, στην αρχαία αποικία των Μεγαρέων, το Βυζάντιο. Δεν ήταν μόνο μια γεωγραφική μεταφορά, αλλά και μια μετακίνηση του κέντρου βάρους, μια αλλαγή της προοπτικής του τότε ρωμαϊκού κράτους.

Ο χριστιανισμός θα δώσει νέο νόημα στον τότε άνθρωπο, αλλά και στον τότε κόσμο. Στην Κωνσταντινούπολη, στο επίπεδο της φιλοσοφίας και της παιδείας, αλλά και στο επίπεδο του πολιτισμού και του κοινωνικού ήθους, θα εικονιστεί η βασική ορθόδοξη αντίληψη ότι ο άνθρωπος και ο κόσμος είναι κυρίως αυτό που θα γίνουν «εν τη εσχάτη ώρα». Ο αληθινός κόσμος είναι ο μεταμορφωμένος κόσμος. Αυτό το ήθος που πλέον έχει επικρατήσει να ονομάζουμε ευχαριστιακό, δεν ήταν και δεν είναι μια ιδέα, αλλά ένας τρόπος υπάρξεως, που είχε και έχει κοσμολογικό χαρακτήρα, δηλαδή που εκφράζεται μέσα από την χρήση της ύλης, τον κτιστού. Στην χρήση της ύλης, εν γένει τον κτιστού κόσμου, φανερώνεται η σχέση μας με τον Χριστό και διά Αυτού, εν Αγίω Πνεύματι, με τον Πατέρα. Η Κοινωνία με τον Χριστό εκδηλώνεται μέσα από τον λειτουργικό χρόνο και χώρο. Η Κωνσταντινούπολη, αναπτύχθηκε με κέντρο τον Ναό της τον Θεού Σοφίας.

Η Αγία Σοφία, η μεγάλη τον Χριστού Εκκλησία, ως λειτουργικός χώρος, κυρίως με την αρχιτεκτονική και ζωγραφική, αλλά και με το λειτουργικό και λατρευτικό τυπικό που αναπτύχθηκε εντός αυτής, ήταν και παραμένει μια κατηγορία αξεπέραστη για εμάς τους ορθοδόξους, αλλά και μια κληρονομιά για ολόκληρη την ανθρωπότητα που δεν αρκείται στα παρόντα. Όπως σημειώνει σύγχρονος θεολόγος «η Αγία Σοφία αποτελεί το μοναδικό παγκοσμίως οικοδόμημα που αποτύπωσε όλη την ορθόδοξη θεολογία, δηλαδή την ενότητα τον σύμπαντος κόσμου, την υπέρβαση κάθε διαχωρισμού ή χάσματος μεταξύ ουρανού και γης, έντεχνη αποτύπωση της οικουμενικότητας της εκκλησίας, την πιο πειστική αποτύπωση της εισόδου των εσχάτων μέσα στην ιστορία και την μεταμόρφωση της ιστορίας σε βασιλεία του Θεού». Αυτό μάλλον θα έζησαν οι αντιπρόσωποι του Ρωσικού λαού όταν παρακολούθησαν την Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία, με αποτέλεσμα να αναρωτιούνται αν βρίσκονταν στον ουρανό ή στην γη.

Στην Αγία Σοφία κατέστη δυνατόν να εικονισθεί το ερχόμενο δοξασμένο μέλλον του ανθρώπου και όλης της κτίσης, να δηλωθεί δηλαδή ότι το παρελθόν δεν δεσμεύει το μέλλον. Αντιλήψεις που αποτυπώθηκαν και στην κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας. Ως μια λειτουργία μετά την Θεία Λειτουργία. Όλοι καλούνται να μιμηθούν τον φιλάνθρωπο Χριστό, από τον πατριάρχη και τον αυτοκράτορα έως τον τελευταίο πιστό στην καθημερινότητα τους. Φιλανθρωπία που αγκάλιαζε όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτου καταγωγής. Έτσι ο τελευταίος στρατιώτης και ο πλέον άσημος καλόγερος μπορούσε να γίνει αυτοκράτορας ή πατριάρχης. Κάτι αδιανόητο για την νοοτροπία του τότε τουλάχιστον δυτικού κόσμου, που μόνον όσοι ανήκαν σε συγκεκριμένες τάξεις μπορούσαν να γίνουν βασιλείς ή πάπες. Η λατρεία της Εκκλησίας είναι μια τέχνη και η τέχνη είναι το μοναδικό μέσο για να περιγράψει ο άνθρωπος «την των μελλόντων κατάστασιν». Η Πόλη ανοικοδομείται με κέντρο τον Ναό της του Θεού Σοφίας, σιμά της το παλάτι και ο ιππόδρομος.

Σπουδαία τείχη θα την προστατεύουν. Θα την κάνουν θεοφρούρητη. Όλα τα χαρακτήριζε η συμμετρία και η αρμονία. Δεν υπάρχει τίποτα το τρομακτικό ή το υπερβολικό. Αρκεί κάποιος να συγκρίνει τον ναό τον Αγίου Πέτρου στην Ρώμη και την καθημαγμένη Αγία Σοφία, για να καταλάβει την διαφορετική αντίληψη για τον Θεό, τον άνθρωπο και την κτίση που εκφράζονται μέσα από το συγκεκριμένο τουλάχιστον οικοδόμημα. Βεβαίως η καθημερινότητα στην Πόλη δεν ήταν ιδανική, τα ανθρώπινα πάθη συχνά έπαιρναν και εδώ απίστευτες διαστάσεις και έκταση, όμως ποτέ η παρέκκλιση και η αστοχία τον αυτοκράτορα, ή τον πατριάρχη, ή τον λαού η αστάθεια, δεν θεσμοθετήθηκε ως το δέον. Η διαχρονικότητα της Πόλης δεν έγκειται λοιπόν τόσο σ εκείνο που ήταν στην καθημερινότητα της, αλλά σ εκείνο που έδειχνε και έτεινε μέσα από την λατρεία και τα δόγματα της Εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Κωνσταντινούπολη, ή στα περίχωρα της, συνήλθαν όλες σχεδόν οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Γι αυτό οφείλουμε πολλά σ εκείνους στους προπάτορές μας, για τον τρόπο που ερμήνευσαν τον Χριστό μέσα στην Ιστορία, για τον λόγο ότι δογμάτισαν με τέτοιο τρόπο που ταύτισαν την ελευθερία και την γνώση με την αγάπη.

Έτσι δεν θα οδηγηθούμε στο «σκέπτομαι άρα υπάρχω», αλλά στο «αγαπώ άρα υπάρχω», ή καλύτερα «αγαπώ άρα ζω», όπως σημειώνει σύγχρονος συγγραφέας. Αυτή η κοσμοαντίληψη, η προσωποκεντρική που οι Καππαδόκες πατέρες μας εισηγήθηκαν, είναι για εμάς όριο εκκλησιαστικότητας, όριο ανάμεσα στην ζωή και στο θάνατο. Αυτή η παράδοση η θεολογική διαποτίζει μέχρι σήμερα την Πόλη. Οι όποιοι κατακτητές θέλοντας και μη υποκλίνονται. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής δεν καταστρέφει την Αγία Σοφία, αλλά προσπαθεί να την οικειοποιηθεί. Το Ισλάμ επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό, αρκεί να σκεφθεί κανείς πως όλα τα τεμένη με πρώτο το Μπλε Τζαμί είναι προσπάθεια αντιγραφής της Αγίας Σοφίας. Αυτή η πίστη για το μέλλον, για την ερχόμενη Βασιλεία, που ο Παύλος το περιγράφει πολύ καλά ως «ελπιζομένων υπόστασις...», κρατά ζωντανή το Οικουμενικό πατριαρχείο και διά αυτού ζωοποιείται η Κωνσταντινούπολη και γίνεται μοναδική και μετά το 1453, μέχρι και σήμερα. Η ίδια η Πόλη έγινε ένα αξεπέραστο «σημαίνον».

Αυτό αξίζει να μην το λησμονούμε κυρίως εμείς οι Νεοέλληνες που, μετά την ανεξαρτησία, ξένα και ντόπια συμφέροντα μας συνέδεσαν μονομερώς μόνο με την αρχαία Ελλάδα ξεχνώντας, όπως λέγει ο Καβάφης, τον ένδοξο μας Βυζαντινισμό, με αποτέλεσμα να ζούμε πόλωσε μια μεγάλη σύγχυση αναφορικά με την ταυτότητα μας. Οπότε η Πόλη δεν είναι μόνο παρελθόν είναι και παρόν και κυρίως το μέλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γιάννης Σφακιανάκης την ονομάζει «πόλη του μέλλοντος». Όλα στην Πόλη αφηγούνται τα μη «ορώμενα», «μνημονεύουν το αεί στο νυν». Είναι η πόλη του μέλλοντος όχι από απόψεως εθνικής ή πολιτικής, αλλά από απόψεως κυρίως πνευματικής. Η Κωνσταντινούπολη, χάρη στην παράδοση που διασώζει το Οικουμενικό πατριαρχείο, έχει όλες τις προϋποθέσεις να δώσει το όραμα σε έναν κόσμο που καταρρέει. Συχνά εμείς οι Ρωμιοί περιοριζόμαστε στην χιλιόχρονη ιστορία τον ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, που το 1562 ο Γ. Βολφ μετονόμασε σε βυζαντινό. Η ιστορία όμως της Πόλης δεν σταμάτησε το 1453, απλώς το 1453, με έναν σκληρό τρόπο, μπαίνει σε μια άλλη φάση.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πόλη είναι ταυτισμένη με τον Χριστιανισμό και την Ρωμιοσύνη. Αυτές οι δυο κατηγορίες συνιστούν κυρίως την ταυτότητά της. Η κατάκτηση το 1453 από το Ισλάμ, όχι μόνο δεν κατάφερε να εξαφανίσει αυτή την πραγματικότητα, αλλά απεναντίας το Ισλάμ φιλοξενήθηκε σε μεγάλο βαθμό από αυτή την πραγματικότητα. Αλλά τι ήταν και τι είναι η Πόλις κυρίως στα νεότερα χρόνια, θα διαβάσουμε αναλυτικά στα κείμενα των μεγάλων προσωπικοτήτων τον παρόντος πονήματος. Περαίνοντας τον παρόντα πρόλογο οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τις «Εκδόσεις Καστανιώτη» και τον κ. Θανάση Νιάρχο που είχε την επιμέλεια και όλους όσους συνέβαλαν στην έκδοση τον τόμον που έχετε στα χέρια σας. Ενας τόμος που ενισχύει την σχέση μας με την Κωνσταντινούπολη. Ή που είναι ίσως αποτέλεσμα της ακατάλυτης σχέσης με ό,τι σημαίνει η Κωνσταντινούπολη και που η Εκκλησία μέσα από την λατρεία της και την ιστορία της διαρκώς μας υπομιμνήσκει.

Αρκεί να σκεφθείτε μόνο δύο περιπτώσεις, ότι πλέον χιλιοτραγουδισμένος ύμνος συνδεδεμένος έμμεσα με την πόλη των πόλεων είναι το «Τη υπερμάχω» και ότι το όνομα της Κωνσταντινουπόλεως έχει περάσει μόνιμα μέσα στην Θεία Λειτουργία, στην πιο επίσημη φανέρωση της Εκκλησίας. Η κατάληξη της κάθε θείας Λειτουργίας περιέχει την παρακάτω αναφορά την οποία παραθέτουμε ακριβώς:«...του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ον την Θεία Λειτουργία επιτελέσαμε...» Έτσι λοιπόν σε κάθε Θεία Λειτουργία, εμβαθύνουμε σ αυτό που είναι η Κωνσταντινούπολη, αλλά και η παρούσα έκδοση έρχεται να ανανεώσει και να επιβεβαιώσει την ακατάλυτη σχέση μας με την πόλη τον Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Ο Αθηνών Ιερώνυμος Β'

Δεν υπάρχουν σχόλια: