19 Νοεμβρίου, 2017

Η ΔΥΣΗ ΚΑΙ H ΤΟΥΡΚΙΑ

 

Kαμιά αμερικανική υπηρεσία δεν έχει πια εμπιστοσύνη στην Αγκυρα, αλλά κανείς στην Ουάσινγκτον δεν θέλει να χαθεί η Τουρκία για τη Δύση.

Αν και στις διεθνείς σχέσεις η περίοδος δύο ετών είναι εξαιρετικά μεγάλο διάστημα για τη διατύπωση προβλέψεων και στην ελληνική κοινή γνώμη έχει παγιωθεί η αντίληψη ότι η Δύση έχει ήδη «ξεγραμμένο» τον Ρ. Τ. Ερντογάν.

Η διπλωματική εικόνα που διαμορφώνεται στην Ουάσινγκτον και στις πρωτεύουσες των μελών της Ε.Ε. είναι ότι ο παρών κύκλος εξελίξεων στην Αγκυρα δεν θα κλείσει πριν από τις ταυτόχρονες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 2019.

Ασφαλώς, όπως και στην Ελλάδα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών στην Τουρκία το φθινόπωρο του 2018 ή την άνοιξη του 2019, αλλά σχεδόν κανείς (ο ίδιος ο Ερντογάν, η αντιπολίτευση και οι ξένες ενδιαφερόμενες χώρες) δεν επιθυμεί έναν αιφνιδιασμό που θα καθιστούσε ακόμα πιο ασταθή μια ευρεία περιοχή από τη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολία μέχρι τη Μεσόγειο.

Άλλωστε ως τότε θα υπάρχουν, έτσι κι αλλιώς, αρκετοί απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως η επιβαρημένη υγεία του κ. Ερντογάν, οι θύλακοι εναντίον του (αν και εξασθενημένοι μετά τις εκκαθαρίσεις στις ένοπλες δυνάμεις και στα υπουργεία) και η πίεση λόγω του Κουρδικού και του Μεταναστευτικού.

Σύμφωνα με ελληνικές και ξένες διπλωματικές πηγές, οι ΗΠΑ είναι οι πρώτες που δεν βιάζονται για την άσκηση πίεσης προς τον Τούρκο πρόεδρο, καθώς δεν θέλουν να ριψοκινδυνεύσουν απρόβλεπτες εξελίξεις, όπως αυτές από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 μέχρι πρόσφατα.

Οι προ μηνός συνομιλίες του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα και του υπουργού Εξωτερικών Ν. Κοτζιά στην Ουάσινγκτον ήταν επιτυχημένες υπό την έννοια της εδραίωσης επικοινωνίας με μια, μέχρι πρότινος, «αντιπαθή» αριστερή κυβέρνηση και της πιο ουσιαστικής ένταξης της Ελλάδας στον αμερικανικό στρατηγικό-αμυντικό σχεδιασμό, αλλά δεν πρόσφεραν κάτι νέο σε σχέση με την Αγκυρα.

Αντιθέτως, ο πρόεδρος Ντ. Τραμπ φέρεται να μη συμμερίζεται, στην πλήρη έκτασή του, τον οξύτατο προβληματισμό του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου.

Το συνοπτικό συμπέρασμα είναι ότι καμιά αρμόδια αμερικανική υπηρεσία δεν έχει πια εμπιστοσύνη στην Αγκυρα και, ιδιαίτερα, στον πρόεδρο Ερντογάν, αλλά κανείς στην Ουάσινγκτον δεν θέλει να χαθεί η Τουρκία για τη Δύση μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. 

Στο δε βραχυπρόθεσμο επίπεδο οι ίδιοι φορείς επείγονται για κρίσιμα ζητήματα, όπως η αντιτρομοκρατική συνεργασία με την Τουρκία, και αποφεύγουν ν’ ανοίξουν πολλά μέτωπα συζητήσεων.

Ως προς το Κυπριακό, που αποτελεί πάντοτε ζήτημα προβληματισμού, οι ΗΠΑ δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο πρωτοβουλίας του ΟΗΕ μετά την άνοιξη του 2018, αλλά η τουρκική πλευρά δεν ανοίγει τα χαρτιά της.

Ομοίως, οι συζητήσεις για την εξωτερική πολιτική του νέου κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας δείχνουν ότι θα τηρηθεί στάση αναμονής έναντι της Τουρκίας εδώ και μήνες, η προεκλογική ένταση θα αντικατασταθεί από μετεκλογική εκτόνωση.

Κύριοι άξονες της γερμανικής πολιτικής, μετά την ανάληψη καθηκόντων της νέας κυβέρνησης, θα παραμείνουν η αντίθεση στην πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. με ταυτόχρονη υποστήριξη της Κοινής Δήλωσης του Μαρτίου 2016 για το Μεταναστευτικό και της αναβάθμισης της τελωνειακής σχέσης.

Πρακτικά η κυρία Μέρκελ και οι εταίροι της θα προτιμήσουν ως τις τουρκικές εκλογές του 2019 αφενός να καλύψουν τα νώτα τους (κοινώς, ο κ. Ερντογάν να μην ανοίξει πολύ την «κάνουλα» του Μεταναστευτικού) και αφετέρου να εξασφαλίσουν οικονομικά οφέλη από την αύξηση των εμπορικών συναλλαγών.

Παρόμοια στάση κατά των αναβαθμισμένων ενταξιακών συνομιλιών της Τουρκίας και υπέρ της αναθεώρησης-βελτίωσης της τελωνειακής σχέσης έχει και η Γαλλία.

Το πολύ θετικό στοιχείο είναι ότι ο πρόεδρος Εμ. Μακρόν και ο υπουργός Εξωτερικών Ζ. Λε Ντριάν φέρεται, επίσης, ότι ενδιαφέρονται εντονότατα για την ενεργειακή συνεργασία με την Κύπρο, παρά τα μη ικανοποιητικά αποτελέσματα των πρώτων γεωτρήσεων από την TOTAL στην ΑΟΖ της Μεγαλονήσου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: