19 Αυγούστου, 2017

ΟΙ ΑΛΛΗΛΟΣΠΑΡΑΣΣΟΜΕΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Η ΡΩΜΑΪΚΗ «ΡΕΑΛΠΟΛΙΤΙΚ»

 

«Διαίρει και βασίλευε»: από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην Γερμανική Ευρώπη.Δανείστηκα ένα στοιχείο του τίτλου αυτού του άρθρου από το βιβλίο του Έρνστ Μπάντιαν (Ernst Badian), ενός ερευνητή ειδικευμένου σε θέματα αρχαίας ιστορίας της Ελλάδας και της Ρώμης.

Ο οποίος υπήρξε καθηγητής του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και εκλεγμένο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Στο έργο του «Titus Quinctius Flamininus-Philhellenism and Realpolitik», αποδίδει με τρεις μόνο λέξεις και με τον πιο συνοπτικό τρόπο, τα δυο βασικά στοιχεία (φιλελληνισμός και σκληρή, άκαμπτη και ρεαλιστική πολιτική).

Τη μεγαλοφυή στρατηγική του «διαίρει και βασίλευε» της Ρώμης στα κατακερματισμένα και αλληλοσπαρασσόμενα ελληνικά κράτη. Αυτή η στρατηγική οργανώθηκε αριστοτεχνικά από εξειδικευμένα επιτελεία της ρωμαϊκής συγκλήτου (ένα είδος think tanks της σημερινής εποχής) και εφαρμόστηκε στην τελειοποιημένη της μορφή με απόλυτη επιτυχία από τον ταλαντούχο ύπατο Τίτο Φλαμινίνο. 

Ήταν ένας πρωτοεφαρμοζόμενος τρόπος χάραξης συστηματικά μελετημένης μακροχρόνιας κρατικής πολιτικής, με χρήση εκτεταμένης προπαγάνδας για τη χειραγώγηση των πιο αδύναμων λαών. Αυτός ο τρόπος άσκησης εξουσίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, τελειοποιημένος και προσαρμοσμένος στις ειδικές συνθήκες κάθε εποχής.

Με τη χρήση και «του μαστιγίου και του καρότου», χρησιμοποιείται και σήμερα στα οικονομικά και γεωπολιτικά παιχνίδια των ισχυρών κρατών ή συμμαχίες κρατών, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Αυτή η Ένωση η οποία υπήρξε ένα από τα ευγενέστερα οράματα ειρήνης και αδελφοσύνης των ευρωπαϊκών λαών, μεταβλήθηκε τα τελευταία χρόνια σε μια δικτατορική «γραφειοκρατική σύγκλητο των Βρυξελλών» στην οποία, η χειραγώγηση των μαζών και τα συμφέροντα των ισχυρών, μετάλλαξαν τους συμμάχους σε «αλληλοσπαρασσόμενους εταίρους» σε έναν ανελέητο οικονομικό πόλεμο. 

Για να κατανοήσουν οι αναγνώστες τις επιδράσεις αυτών των στρατηγικών στη διαμόρφωση των ιστορικών εξελίξεων και ειδικότερα στα επεκτατικά σχέδια της Ρώμης για την κατάκτηση της Ελλάδας, θεωρώ πως είναι χρήσιμο να δώσουμε ένα απλό σημερινό παράδειγμα. 

Η στρατηγική της διαχείρισης των αντιθέσεων των κρατών και η οργανωμένη προπαγάνδα, αποτελούν ανέκαθεν βασικά στοιχεία ενδυνάμωσης της κυριαρχίας των ισχυρών στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.

Το 2010 όλοι οι λαοί της υφηλίου είχαν πεισθεί πως οι Έλληνες, ένας λαός τεμπέληδων και πονηρών, ζούσαν «χάρη στην οικονομική βοήθεια των εταίρων και σε βάρος των φορολογούμενων Ευρωπαίων». 

Τα ελεγχόμενα μεγάλα και πολυεθνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης (όπως στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία οι «opiniones præliorum», οι ομιχλώδεις φήμες και οι ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες από πράκτορες της Ρώμης) μιλούσαν για τους ζητιάνους που ζούσαν, χωρίς να ντρέπονται, χάρη στην καλοσύνη και τη φιλευσπλαχνία «των ακάματων μυρμηγκιών της αδιάκοπης εργασίας, αυτών των φιλάνθρωπων και αγαθών Βορειοευρωπαίων». 

Οι «συγκλητικοί» της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρησιμοποίησαν με επιτυχία τη στρατηγική της προπαγανδιστικής πειθούς των μαζών, για να επιρρίψουν τις ευθύνες της κρίσης του ευρώ, στο πιο ανοργάνωτο, στο πιο οικονομικά αδύνατο και (προφανώς) στο πιο «ηλίθιο συνεταιράκι τους». 

Τα χοντρά παραμύθια για τεμπέληδες, για βοήθειες σωτηρίας, για φιλεύσπλαχνους εταίρους που έκοβαν με χριστιανική καλοσύνη τη μπουκιά από το στόμα των πολιτών τους για να σώσουν από την πείνα τους ζητιάνους Έλληνες, έπεισαν τους πάντες. Ποιά όμως είναι η αλήθεια;

Από την αρχή της κρίσης το ιερατείο των Βρυξελλών γνώριζε πως «τα βιομηχανικά και πλούσια κράτη/μέλη της Βόρειας Ευρώπης» ξέφευγαν σιγά σιγά από την ευρωπαϊκή κρίση κερδίζοντας τεράστια ποσά από τους τόκους «της βοήθειας σωτηρίας». 

Κάποιοι υπολογίζουν πως τα κέρδη των δανειστών από τους τόκους των δανείων (από το 2010 και ως το 2015), έχουν ξεπεράσει το ιλιγγιώδες για τη μικρή ελληνική οικονομία ποσό των πενήντα δισεκατομμυρίων ευρώ και στην επόμενη δεκαετία αυτοί οι τόκοι θα είναι ακόμα μεγαλύτεροι. 

Η Γερμανία που ταπείνωσε και ξεφτίλισε τον ελληνισμό σε όλο τον κόσμο, κέρδισε από τόκους και κέρδη από εισροές ελληνικών κεφαλαίων, κατά την παραδοχή του καθηγητή οικονομίας στο πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ και διακεκριμένο μέλος της λεγόμενης Επιτροπής Σοφών της γερμανικής κυβέρνησης Πέτερ Μπόφινγκερ, ένα διψήφιο ποσό δισεκατομμυρίων. 

Μερικοί, σωστά ή λανθασμένα, κάνουν λόγο για ογδόντα δισεκατομμύρια ευρώ. Ακόμα και αυτή η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα της οικονομικής realpolitik, μεταβλήθηκε σε άγριο τοκογλύφο και κέρδισε από τη δευτερογενή αγορά ομολόγων (που η Ελλάδα εξόφλησε στο ακέραιο) ένα ποσό που εγγίζει τα έξι περίπου δισεκατομμύρια ευρώ. 

Να που ο ρωμαϊκός τρόπος διαχείρισης της τύχης των λαών εφαρμόζεται τελειοποιημένος και σήμερα από τους ισχυρούς, σε μια ευρύτερη γκάμα ρεαλιστικών στρατηγικών. 

Για τις μεγάλες λαϊκές μάζες της Ευρώπης που αποδέχονται τα πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά γεγονότα όπως «τους τα σερβίρουν» οι μηχανισμοί παραπληροφόρησης, οι τοκογλύφοι και οι χρηματιστές μοιάζουν με φωτοστεφανωμένους Αγίους. Ας επανέλθουμε όμως στο κύριο θέμα μας.

«Διχόνοια:Η διαχρονική ασθένεια του ελληνισμού».  
Μια σύντομη αναδρομή στις διενέξεις των Ελλήνων προς το τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα, όταν πλέον φάνηκαν καθαρά τα επικίνδυνα «από εσπέρας νέφη» (κατά την έκφραση του στρατηγού Αγέλαου). 

Μέχρι τότε οι Ρωμαίοι δεν είχαν, επίσημα τουλάχιστον, εκφράσει κάποια σκέψη ή πρόθεση για επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των ελληνικών κρατών. Ο δεύτερος καρχηδονιακός πόλεμος βρισκόταν στην κρισιμότερη φάση της εξέλιξης του και οι Ρωμαίοι, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Πολύβιος, «είχαν τρομοκρατηθεί». 

Ο κίνδυνος από την ισχυροποίηση της Καρχηδόνας, μετά κυρίως τη φονική μάχη στον ποταμό Τρεβία (Δεκέμβριος 2018) και τη μάχη των Καννών (περιοχή της Απουλίας, στη νοτιοανατολική Ιταλία) τον Αύγουστο του 216 π.Χ. 

Στην οποία ο Αννίβας κατατρόπωσε τις ρωμαϊκές λεγεώνες, περιόρισε προσωρινά τις δυνατότητες της Ρώμης να επεκτείνει δυναμικά τα σύνορά της προς τα Ανατολικά και κυρίως σε ελληνικά εδάφη, με εξαίρεση κάποιες στρατιωτικές βάσεις στην Ιλλυρία. 

Μάλιστα, ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε’, θέλοντας να εκμεταλλευθεί τις επιτυχίες των Καρχηδονίων και να περιορίσει τις φιλοδοξίες των Ρωμαίων για κατάληψη νέων εδαφών της συμμάχου του Ιλλυρίας, συνήψε μαζί τους μυστική συμφωνία. Κατά την επιστροφή τους οι μακεδόνες διαπραγματευτές συνελήφθησαν από άνδρες του ρωμαϊκού στόλου και βρέθηκαν πάνω τους τα έγγραφα της συμφωνίας. 

Η Ρώμη αναστατώθηκε από την προοπτική μιας στρατιωτικής συμμαχίας Καρχηδόνας και Μακεδονίας. Γι’ αυτό ίσως, αν και ο πόλεμος αυτός δεν είχε ακόμα λήξη και ο Αννίβας εξακολουθούσε να σημειώνει επιτυχίες στη Νότια Ιταλία, η ρωμαϊκή σύγκλητος αποφάσισε μια κάπως απελπισμένη και διστακτική, στην αρχή, κίνηση για να ανατρέψει τα σχέδια του μακεδόνα βασιλιά. 

Ήταν η απαρχή του Α’ Μακεδονικού Πολέμου σε μια προσπάθεια της Ρώμης να αποτρέψει τη συνένωση των ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων της Καρχηδόνας και της Μακεδονίας στο ιταλικό έδαφος. Οι Ρωμαίοι γνώριζαν πως δεν ήταν ικανοί, στην κρισιμότερη εκείνη στιγμή της ιστορίας τους, να συγκρουστούν με τον ενωμένο στρατό μιας τέτοιας συμμαχίας. 

Έτσι, προσπάθησαν να εξασθενίσουν και να απομονώσουν τη Μακεδονία στον ελλαδικό χώρο, ώστε να καταστήσουν αδύνατη τη μετακίνηση μακεδονικού στρατού προς τη νότια Ιταλία. Την ευκαιρία τους την έδωσαν οι μετά τον Αγέλαο ανεύθυνοι ηγέτες της Αιτωλικής Συμπολιτείας και ο φανατικά φιλορωμαίος συμβουλάτοράς τους, ο Άτταλος Α’, ηγεμόνας του ελληνιστικού βασιλείου της Περγάμου. 

Αυτός μεσολάβησε ώστε η ρωμαϊκή σύγκλητος να πεισθεί και να δώσει εντολή στον πραίτορα Μάρκο Βαλέριο Λαιβίνο (M. Valerius Laevinus) για να αρχίσει τις μυστικές διαπραγματεύσεις μιας «αντιμακεδονικής» συμφωνίας με τον Δορύμαχο, ένα από τα ηγετικά στελέχη της Αιτωλικής Συμπολιτείας. 

Ήταν ένας αλλοπρόσαλλος φιλορωμαίος πολιτικός που μισούσε τους Αχαιούς, τους Σπαρτιάτες και τους Μακεδόνες και με τους τυχοδιωκτικούς πολέμους του οδήγησε στο δεύτερο συμμαχικό πόλεμο του 220 π.Χ. Μετά τη συντριπτική ήττα τους οι Αιτωλοί εξέλεξαν στρατηγό και ηγέτη τους τον Αγέλαο, ο οποίος εντυπωσίασε με τον ενωτικό του λόγο τους Έλληνες στο Συνέδριο της Ναυπάκτου το 217 π.Χ. 

Όμως, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, η συμφωνία για την ομόνοια και ενότητα όλων των Ελλήνων παραβιάστηκε από πολλά ελληνικά κράτη και οι φιλοπόλεμοι και φιλορωμαίοι επανήλθαν στα ηγετικά πόστα εξουσίας της Συμπολιτείας. Το Σεπτέμβρη του 212 ο Μ. Β. Λαιβίνος προσκλήθηκε από το Σκόπα, τον ανώτατο άρχοντα της Αιτωλικής Συμπολιτείας και παραβρέθηκε, ως τιμώμενο πρόσωπο, στην Παναιτωλική Συνέλευση. 

Η μοίρα του ρωμαϊκού στόλου που διοικούσε ο Λαιβίνος κατέπλευσε στο λιμάνι της Ναυπάκτου. Από πλευράς Ρωμαίων, βασικός στόχος της συμφωνίας που υπογράφτηκε ήταν η παρεμπόδιση, με κάθε μέσον, του βασιλιά Φίλιππου Ε’ να βρει συμμάχους στην Ελλάδα και η εξασθένιση κάθε ελπίδας επιτυχίας των συμφωνιών του με την Καρχηδόνα. 

Παρά το γεγονός πως η επικύρωση της συμφωνίας από τη Σύγκλητο καθυστέρησε δυο περίπου χρόνια (για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, ώστε να αιωρείται κάποια αβεβαιότητα), οι πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Μακεδόνων άρχισαν σχεδόν αμέσως, εγκαινιάζοντας την πρώτη ανάμειξη της Ρώμης στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις των Ελλήνων και δημιουργώντας εστίες πολέμου. 

Με τη συμμετοχή και ρωμαϊκού στρατού, σε ελληνικά εδάφη. Ο Βαλέριος Λαιβίνος ανέλαβε την ευθύνη της οργάνωσης των συγκρούσεων με τους Μακεδόνες και τους συμμάχους τους στη θάλασσα, ενώ ο ύπατος Σουλπίκιος Γάλβας, ο οποίος με τη λεγεώνα του βρισκόταν στη στρατιωτική ρωμαϊκή βάση της Ιλλυρίας που είχε συμμαχήσει με τη Ρώμη, ανέλαβε δράση στην ξηρά. 

Τρεις μήνες μετά την Αιτωλορωμαϊκή στρατιωτική συμφωνία, το Δεκέμβρη του 212 π.Χ., ο Λαιβίνος εξουδετέρωσε τη μακεδονική φρουρά στη Ζάκυνθο και αφού κατέλαβε τα Ιόνια Νησιά ξεχειμώνιασε στην Κέρκυρα. Ταυτόχρονα ο Σ. Γάλβας, με έναν παραπλανητικό ελιγμό εντυπώσεων.

Και χωρίς να έχει την πρόθεση να συγκρουστεί με τις ισχυρές μακεδονικές φάλαγγες, πέρασε από τη βορειοδυτική Μακεδονία, στην περιοχή της σημερινής Καστοριάς και κατηφόρισε προς τη Στερεά Ελλάδα για να ενωθεί με τις φιλορωμαϊκές ελληνικές δυνάμεις της Αιτωλίας, της Ηλείας, της Σπάρτης και μιας στρατιωτικής μονάδας του Άτταλου της Περγάμου. 

Οι Σπαρτιάτες ήταν στην αρχή επιφυλακτικοί ως προς τη συμμετοχή τους στην Αιτωλορωμαϊκή συμμαχία, αν και μισούσαν θανάσιμα τους Μακεδόνες οι οποίοι στην εποχή του βασιλιά Κλεομένη Γ’ συμμάχησαν με την Αχαϊκή Συμπολιτεία του Άρατου (του πρεσβύτερου) και τσάκισαν τα όνειρα των Λακεδαιμονίων για μια απόλυτη κυριαρχία τους στην Πελοπόννησο. 

Πριν οι Αιτωλοί επιτεθούν με τους συμμάχους τους στην Αχαΐα, κατέλαβαν κάποια εδάφη της γειτονικής Ακαρνανίας η οποία ήταν σύμμαχος των Μακεδόνων. 

Και οι Ακαρνάνες αλλά και οι Αιτωλοί επιζητούσαν τη συμμαχία της Σπάρτης και γι’ αυτό έστειλαν το 211 π.Χ. ταυτόχρονα αντιπροσώπους, με τον πρέσβη της Ακαρνανίας Λυκίσκο να προσπαθεί να εξασφαλίσει την ουδετερότητα των Σπαρτιατών. 

Ο αντιπρόσωπος των Αιτωλών Χλαινέας κατηγορούσε τους Μακεδόνες για «δεσποτική κυριαρχία σε όλη την Ελλάδα», ενώ ο Λυκίσκος κατηγόρησε τους Αιτωλούς «για τη συμμαχία τους με μια ξένη δύναμη, παραβλέποντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την Ελλάδα». 

Όμως, οι παρανοϊκές αντιθέσεις των ελληνικών κρατών οδήγησαν σε ακατανόητες συμμαχίες που, σταδιακά, τους έφθειραν και μοιραία διευκόλυναν τη Ρώμη να φτάσει ευκολότερα στους στόχους της. Στην αρχή οι Ρωμαίοι μπλέχτηκαν κι’ αυτοί στα προσωπικά παιχνίδια εξουσίας των ελλήνων ηγετών. 

Συνωμοτούσαν, προκαλούσαν αδικαιολόγητες καταστροφές στην ύπαιθρο και στις πόλεις ή σχημάτιζαν ευκαιριακές συμμαχίες, με εξαίρεση τους Αιτωλούς και το Βασίλειο της Περγάμου που υπήρξαν τα βασικά τους στηρίγματα για να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην Ελλάδα. 

Ο Σ. Γάλβας είχε το 210 διορισθεί ανθύπατος Αχαΐας και με την αλλοπρόσαλλη στάση του προκαλούσε την οργή των περισσότερων Ελλήνων της Νότιας Ελλάδας. Μάλιστα, χωρίς ιδιαίτερη σκοπιμότητα από στρατιωτικής πλευράς, κατέστρεψε εκ θεμελίων την ουδέτερη και φιλελεύθερη Δύμη, μια πόλη στην περιοχή των Πατρών.

Η ρωμαϊκή πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» σε στρατηγική και ας μας επιτραπεί να πούμε σε επιστημονική βάση, έλαβε σάρκα και οστά όταν έφθασε στην Ελλάδα, με την έναρξη του Β’ Μακεδονικού Πολέμου, ο ύπατος Τίτος Κόιντος (λατ.Quinctius) Φλαμινίνος. Διορίστηκε ύπατος το 198 π.Χ. σε ηλικία 30 ετών και αντικατέστησε, ως γενικός αρχιστράτηγος των ρωμαϊκών λεγεώνων στην Ελλάδα, τον Πόπλιο Σουλπίκιο Γάλβα. 

Αυτός ο ύπατος με τις αναγνωρισμένες στρατιωτικές και διπλωματικές του ικανότητες, με τα άψογα ελληνικά του και τη διατυμπανιζόμενη «φιλελληνικότητά» του, υπήρξε ο πραγματικός θεμελιωτής και κυρίαρχος συγκλονιστικών ιστορικών γεγονότων.

Όπου οδήγησαν σταδιακά, σε μισό αιώνα, την Ελλάδα στην απόλυτη υποταγή και στην ένταξή της, ως επαρχίας, στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αλλά για το Φλαμινίνο θα χρειασθεί ίσως να ασχοληθούμε εκτενέστερα σε άλλο άρθρο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: