28 Νοεμβρίου, 2014

ΟΙ ΞΥΠΟΛΗΤΟΙ "ΗΓΕΤΕΣ" ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΡΟΚΕΦΑΛΟ ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ

 

Προς 
Τον Μητροπολίτη Πέτρας και Χερσονήσου κ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΝ

Σεβασμιώτατε,

Την 25ην Νοεμβρίου 2014 είδε το φως της δημοσιότητας απόσπασμα της ομιλίας σας από την Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης στο Κολυμπάρι με θέμα ΕΓΚΛΗΜΑ Η ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. Το ύφος και η ποιότητα του Εκκλησιαστικού και δημόσιου λόγου σας, για θέματα Εκκλησιαστικά όπως για το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν απέχει και πολύ από την ποιότητα του λόγου στους καφενέδες της επικράτειας.

Αποκαρδιωτική η ομιλία σας, θυμίζει μισαλλοδοξία και τροφοδότρια γεννήτρια αυτού του Εκκλησιαστικού - Δημόσιου λόγου όπου εξυπηρετεί συγκεκριμένα σχέδια Φαναριώτικου σχεδιασμού. Ο λόγος σας αυτός κ. Νεκτάριε όχι μόνο δεν έχει διείσδυση πλέον σε ευρύτερα Εκκλησιαστικά - Κοινωνικά στρώματα αλλά προκαλεί ντροπή και αποστροφή για υμάς και τους ομοϊδεάτες σας του Φαναρίου. 

Ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίος θα πρέπει να γνωρίζετε κ. Νεκτάριε πως είναι άμετρος και έχει δημιουργήσει μεγάλο κακό στην Ορθοδοξία όχι μόνο με τις Παπικές του συναναστροφές  αλλά και στους Προκαθημένους άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών που δεν συμφωνούν μαζί  του για διάφορα ατοπήματά του όπως:

Με τον πρ. Αμερικής Σπυρίδων, τον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας κ. Στυλιανό, τον Μακαριστό Θυατείρων κυρό Μεθόδιο και άλλους.... Δυστυχώς κ. Νεκτάριε ο κ. Βαρθολομαίος εζήλωσε το Πρωτείο του Πάπα. Εσείς όμως δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν εκχωρείται πια σε κανέναν! Αφήστε λοιπόν εσείς και ο κ. Βαρθολομαίος τα καμώματά σας.

Επειδή όμως σας έχουν πάρει τα χρόνια και έχετε ξεχάσει τα περί Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος καλόν θα ήτο να αναζητήσετε και να διαβάσετε με μεγάλη προσοχή κείμενα που έχουν σταλεί στο Φανάρι και  αφορούν την Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος όπως των:  

Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Ιερωνύμου Κοτσώνη, την Εισήγηση του Μακαριστού Μητροπολίτη Μεσσηνίας κυρού Χρυσοστόμου Θέμελη, του νυν Μητροπολίτη Καισαριανής κ. Δανιήλ και άλλων Καθηγητών Πανεπιστημίων σχετικά με το θέμα. 

Εμείς σήμερα σας επισυνάπτουμε τέσσερα κείμενα που αφορούν,

α) το Αυτοκέφαλο, 
β) την Πράξη του 1928  
γ)περί των Νέων Χωρών και  
δ)την Μνημόνευση του Πρώτου πιστεύοντας ότι θα φρεσκάρουμε την μνήμη σας και θα γίνετε πιο αντικειμενικός και δεν θα παραμείνετε στην ξεροκεφαλία σας!

Π.ΒΟΙΩΤΟΣ

Α.)ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ.

Σοβαρότατον Εθνικοθρησκευτικό πρόβλημα προμηνύεται ότι θα αντιμετωπίσει η Αυτοκέφαλη Εκκλησία μας. (από το 1850). Το σοβαρότατον αυτό Εθνικοθρησκευτικό εκκλησιαστικό πρόβλημα έγκειται στην, από το Φανάρι, κατάφορη παραβίαση και τον ευτελισμό των δικαιωμάτων του χορηγηθέντος Αυτοκεφάλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. και αφ' ετέρου στην εν συνεχεία, ως φημολογείται Σατανική μεθόδευση με υπόγειες διαδρομές στην πλάτη της Εκκλησίας και της Πολιτείας, περαιτέρω συρρίκνωση του ήδη χωρηθηθέντος Εκκλησιαστικού Αυτοκεφάλου, με κίνδυνο μάλιστα πρόκλησεις και Εθνικής ζημίας.

Και τούτο θα συμβεί αν δεν δοθεί εγκαίρως η δέουσα προσοχή και η Εθνικοκανονική αντιμετώπιση ενός «ερμαφρόδιτου» Εκκλησιαστικού Διοικητικού συστήματος έξω και πέρα από τα Κανονικά και Εθνικά δίκαια που ταλανίζει εδώ και χρόνια, ως μη όφειλε, την Αυτοκέφαλη ορθόδοξη Εκκλησία μας και το Κράτος μας. Την ταλαιπωρία αυτή της Εκκλησίας και της Ελληνικής Πολιτείας έφερε η από το 1928 εκδοθείσα αντικανονική και επιζήμια Εθνικά Πατριαρχική Πράξη., η οποία από την έκδοση της αποτελεί την πέτρα του όλου εκκλησιαστικού σκανδάλου και επιτρέπει στο Σατανά να χορεύει «τσάμικο» εφευρίσκοντας κάθε φορά και τα ανάλογα με τις καταστάσεις Σατανικά τερτίπια σε βάρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας και του Ελληνικού Κράτους. 

Το ερμαφρόδιτο του διοικητικού εκκλησιαστικού αυτού συστήματος συνίσταται, στο ότι, στο πνευματικό Κανονικό διοικητικό εύρος του Κανονικού Αυτοκεφάλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, συνυπάρχουν, κατά λίαν αντικανονικό τρόπο πέντε Εκκλησιαστικές Διοικήσεις: Των Αθηνών της Κρήτης, των Δωδεκανήσων, του Αγίου Όρους, και σε όλον αυτόν τον αντικανονικό κανιβαλισμό και το κακό συναπάντημα, της ανοησίας της Επιτροπικής διοίκησης των Επαρχιών των Μητροπόλεων της Μακεδονίας και της, Θράκης. Και δεν έφταναν όλα αυτά, τώρα λέγεται, ότι το πολλάκις και νυν χαϊδεμένο Φανάρι μεθοδεύει την περαιτέρω συρρίκνωση της Εκκλησίας μας δημιουργώντας εν αγνοία της Εκκλησίας και της Ελληνικής Πολιτείας, όλως αυθαίρετα, Αρχιεπισκοπές εντός του Ελλαδικού χώρου, με απώτερο σκοπό την υπαγωγή της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Φανάρι, με το ότι αυτό συνεπάγεται. 

Η χορήγηση του ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ σε μια Ορθόδοξη αδελφή Εκκλησία, κατά το Κανονικό Δίκαιο και την Ορθόδοξη Εκκλησιολογική ορολογία, σημαίνει ότι η αδελφή αυτή Εκκλησία του Κράτους είναι ανεξάρτητη από την Πατριαρχική δικαιοδοσία, και από την προστασία των Θείων και Ιερών Κανόνων,«κέκτηται εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν, και ασκεί ολοκληρωτικήν πνευματικήν διοίκηση εντός των Κρατικών γεωγραφικών αυτού ορίων και ουδεμία άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία δύναται να επεμβαίνει εις τα εσωτερικά, ζητήματα μιας, άλλης Εκκλησίας», (ΘΗΕ, τόμ. 9ος σελ. 951).Υπό το βάρος αυτό των Κανονικοεθνικών δικαίων, ήτοι: «...τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις, και των εκκλησιαστικών πραγμάτων η τάξις ακολουθείτω», (Καν. 17ος της Δ' Οικ. Συνόδου). 

Ο Οικουμενικός θρόνος υποχρεώθηκε να χορηγήσει το Κανονικό ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΝ στην Εκκλησία του τότε Βασιλείου της Ελλάδος, όταν τούτο περιχαρακώθηκε με εθνικά και διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα, μετά την παλιγγενεσία του 1821, με το Κανονικό πλέον δικαίωμα η Εκκλησία μας να επεκτείνει την πνευματική και διοικητική της εξουσία σε όλο το γεωγραφικόν ΕΥΡΟΣ του τότε Ελληνικού Κράτους, όπως ήδη έχει αναφερθεί ανωτέρω. Κάτω από αυτές τις Νομοκανονικές προϋποθέσεις ο Συνοδικός Πατριαρχικός Τόμος του 1850 αναφερόμενος στις ρητές και κατηγορηματικές διατάξεις του ως άνω 17 Ιερού Κανόνα της Δ' Οικ. Συνόδου, οτι δηλαδή τις πολιτικές αλλαγές υποχρεωτικά ακολουθούν και οι Θρησκευτικές, χορήγησε στην Εκκλησία του Ελληνικού τότε Βασιλείου το ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ άνευ ουδεμιάς εκκλησιαστικής δεσμεύσεως:

«...Επί ταύτη τη βάσει ανέκαθεν η του Χριστού Εκκλησία, ήτοι αι σεπταί Οικουμενικαί Σύνοδοι... ωρίσαμεν τη δυνάμει του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος, όπως η τε αγία ημών Πίστις διατηρηθή εσαεί αλώβητος και οι Κανόνες των θείων Πατέρων απαραβίαστοι και απαρασάλευτοι... δια του παρόντος Συνοδικού Τόμου... η εν των Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξος Εκκλησία υπάρχει του λοιπού Κανονικώς αυτοκέφαλος... διοικούσα τα της Εκκλησίας κατά τους θείους και ιερούς Κανόνας».   

Στην ίδια ακριβώς Κανονική αυτή γραμμή του Πατριαρχικού Συνοδικού Τόμου του 1850 κινήθηκαν και οι μετέπειτα Πατριαρχικές, Συνοδικές Πράξεις που ακολούθησαν, του 1866 και 1882, με τις παραχωρήσεις των Ιωνίων Νήσων, και της Θεσσαλίας και Ηπείρου. Η αμαρτωλή Πατριαρχική Συνοδική Πράξη του 1928, αν και τονίζει με έμφαση ότι: 

«Ακλόνητον την βάσιν της, Κανονικής τάξεως έχουσα και διαφυλάττουσα η Αγία του Χριστού Εκκλησία εν τη της εκκλησιαστικής διοικήσεως οικονομία...», εν τούτοις είναι εντελώς έξω και πέρα από την Κανονικόεθνική διοικητική τάξη, όταν προς τούτο έσφαλε καίρια, (γιατί άραγε;), από Κανονικής επόψεως, ως προς την παραχώρηση των επαρχιών Μακεδονίας και Θράκης, φαλκιδεύοντας ταυτόχρονα, κατάφορα με την Φαναριώτικη διαλεκτό της τα εκκλησιαστικά δικαιώματα ενός Νομοκανονικά χορηγούμενου ΑΥΤΌΚΕΦΑΛΟΥ αδελφής Εκκλησίας κυρίαρχου Κράτους. 

Δηλαδή, με τη Συνοδική αυτή Πράξη του 1928 ο Οικουμενικός θρόνος, «γυμνή τη κεφαλή», αγνοεί, ετσιθελικά και συμφεροντολογικά, τις ρητές, κατηγορηματικές και απαραχάρακτες διατάξεις των Θείων και ιερών Κανόνων, τα Εθνικά δίκαια ενός κυρίαρχου Κράτους και της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας του, την Πατριαρχική Πράξη του Συνοδικού Τόμου του 1850 και τις Πατριαρχικές Αποφάσεις του 1866 και 1882, και χορηγεί τις Επαρχίες Μακεδονίας και Θράκης με το «Σόλοικον» σύστημα διοίκησης της «Επιτροπείας»

Δηλαδή κατά τον παραλογισμόν του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» δηλώνει, όλως ανερυθρίαστα έναντι των Εθνικόκανονικών ισχυόντων ότι: «...η διοίκησις εν τις επί μέρους των επαρχιών τούτων να διεξάγηται εφεξής επιτροπικώς υπό της πεφιλημένης αγιωτάτης αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος». 

Η διοίκηση υπό «επιτροπίαν» χορηγείται μόνο σε ένα πλήθος ανθρώπων που δεν έχουν Νόμους και Δικαιοσύνη. Επ' αυτού ο Πλάτων είναι λίαν σαφής και κατηγορηματικός: «ου γαρ οίον τε ανθρώπους άνευ νόμων και δίκης ζην. Όταν ουν ταύτα τα δύο εκ του πλήθους εκλίπη, ότε νόμος και η δίκη, τότε ήδη εις ένα αποχωρείν την επιπροπίαν τούτων και φυλακήν» (Πλάτων Νόμοι). 

Δηλαδή, κατά την ως άνω Πατριαρχική Πράξη του Φαναρίου το 1928 η Εκκλησία μας, η Εκκλησία του Χριστού «ην περιεποιήσατο δια του αίματος του ιδίου», (Πράξ. 20,28 ), η Εκκλησία της Ελλάδος είναι ένα «ξέφραγο αμπέλι;» Δεν είναι περιχαρακωμένη με Δόγματα (=Εκφράσεις Ορθοδόξου Πίστεως), με Εκκλησιολογία (περί Εκκλησίας Ορθόδοξη διδασκαλία και κήρυγμα), με αμετάθετους και απαραχάρακτους Κανόνες (=το καθόλου εκκλησιαστικό Δίκαιο), και με εκκλησιαστικούς Νόμους. 

Δηλαδή, κατά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στο Ελληνικό Κράτος και την Εκκλησία του ισχύει το «μπάτε σκύλοι αλέστε...;», και για το λόγο αυτό θέλει, μεταξύ των πολλών άλλων να «αποσχίσει από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος Μητροπόλεις από τα Δωδεκάνησα, να τις υπαγάγει στο Πατριαρχείο με το καθεστώς της ημιαυτονομίας, όπως της Κρήτης; 

Με την απόφασή του αυτή, της ημιαυτονομίας, αλλά και της διοικήσεως «επιτροπικώς» των Επαρχιών Μακεδονίας και Θράκης, ο Οικουμενικός θρόνος πέραν της καταπάτησης των Θείων και Ιερών Κανόνων, περιπίπτει και στο σοβαρό Κανονικό παράπτωμα της «εισπήδησης στα εσωτερικά άλλης αδελφής Εκκλησίας», κάτι που, κατά τα ανωτέρω, απαγορεύουν λίαν αυστηρώς οι Θείοι και ιεροί Κανόνες και αυτό τούτο το εκκλησιαστικό ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΝ. Και Eυλόγως τίθεται το βασανιστικό ερώτημα: 

Αν και κατά πόσον, η απόσχιση των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου για την δημιουργία «ημιαυτόνομης Εκκλησίας», η «υπό επιτροπείαν» διοίκηση που Εντέλλεται ο Οικουμενικός θρόνος των Επαρχιών Μακεδονίας Θράκης, και δεν ξέρει κανείς τί άλλο μπορεί να σκεφθεί για να πλήξει την Εκκλησία μας και την Πολιτεία μας, αν όλα αυτά έχουν Εθνικό. Εκκλησιολογικό και Nομοκανονικό κύρος και ισχύ. 

Εν προκειμένω πρέπει να τονιστεί με έμφαση, ότι vαι μεν το Ελληνικό Κράτος συμπεριέλαβε την Πράξη του 1928 στο άρθρ. 3 του Συντάγματος, αλλά με τις διατάξεις μόνων των Κανονικών και Εθνικών Όρων που προβλέπει ένα εκκλησιαστικό ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΝ. (ν.3615/1928). 

Απόδειξη, επ' αυτού, αποτελεί ο εν ισχύει ν.590/77, «Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος», όπου, λόγω του ότι η Πατριαρχική Πράξη, που εκδόθηκε μετά από δύο μήνες του ν. 3615/1928 του Ελληνικού Κράτους και, εν αγνοία και της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας του, πρόστεσε οκτώ (8) ακόμη όρους, λίαν σαφώς τους αγνοεί και αναφέρεται μόνον:  

αα')Στη συγκρότηση της Διαρκούς, Ιεράς Συνόδου (ΔΙΣ)  

ββ')Στη σύνθεση και αρμοδιότητες της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας  

γγ΄)Στα της εκλογής Μητροπολιτών ολοκλήρου της Επικράτειας, του Ελληνικού Κράτους (v.590/1977 άρθρ. 23-24). 

Δεν είναι ποτέ δυνατόν να αποδεχθεί ένα Κυρίαρχο Κράτος, και εν προκειμένω το ένδοξο Ελληνικό Κράτος, ότι έχει αμφισβητούμενα Εθνικά ΣΥΝΟΡΑ, ούτε και περιορισμούς του εκκλησιαστικού ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ της Εκκλησίας του βάσει του οποίου η Αυτοκέφαλη αυτή Εκκλησία της Ελλάδος δικαιούται και οφείλει να εκτείνει την εκκλησιαστική πνευματική διοίκησή της σε όλο το γεωγραφικό μήκος και τo πλάτος της Κρατικής κυριαρχίας, γιατί «Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εαυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν» (Καν. ΛΔ Αγ. Αποστόλων). 

Kατόπιν των όσων εξετέθησαν ανωτέρω συνάγεται αβίαστα, ότι η φημολογούμενη αυτή πανταχόθεν απαράδεκτη πρόσφατη ενέργεια του Φαναρίου και η Πράξη του 1928 πάσχουν σοβαρώς, από Κανονικοεθνική έποψη, διό και τα διφορούμενα εκείνα σημεία τους που θα προκαλέσουν θρησκευτικές και Εθνικές τριβές αποσαφηνίζονται με τον εκκλησιαστικό νόμο του Κράτους 590/77 «Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας», και συνεπώς, με τα όσα αντικανονικά και Αντεθνικά αναφέρουν σχετικά τις ημιαυτόνομες Εκκλησίες και την «Επιτροπικήν συνδιοίκησιν» των Επαρχιών Μακεδονίας και Θράκης, αλλά και με όσα Εθνικά και θρησκευτικά επιζήμια «εν κρυπτώ και παραβύστω» μεθοδεύει σε βάρος των Εθνικοθρησκευτικών δικαίων ενός Κυρίαρχου Κράτους και σε μιά αδελφή Αυτοκέφαλη Εκκλησία του, θα πρέπει να προσέξουμε πολύ και να λάβουμε, ευθύς αμέσως, τα κατάλληλα Εθνικοθρησκευτικά μέτρα, πριν είναι αργά, γιατί το Φανάρι μεθοδεύει, υπούλως, την αναμόρφωση του ισχύοντος Εθνικοθρησκευτικού καθεστώτος σε Αιγαίο και Μακεδονία Θράκη.

Είναι  όμως ορατός ο κίνδυνος, από ενδεχομένη αδράνεια εκ μέρους της Εκκλησίας και της Πολιτείας, να προκληθεί σοβαρή ΕθνικοΘρησκευτική ζημιά. Οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες, απώτερο σκοπό έχουν, να εξασφαλίζουν την Τάξη και την Ειρήνη μεταξύ των Ομόδοξων Εκκλησιών, γιατί ο Θεός που πιστεύουμε, δεν είναι, «Θεός ακαταστασίας, άλλα (τάξεως και) ειρήνης» (Α' Κορ. 14,33), και ακριβώς οι Ιεροί Κανόνες προβλέπουν και τις περιπτώσεις εκείνες που θα προκύψουν, όταν μια Επαρχία προσαρτάται Εθνικά σε μια άλλη Αυτοκέφαλη αδελφή Εκκλησία, και ορίζουν, επακριβώς, και με πλήρη σαφήνεια τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ότι:«...τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις, και των εκκλησιαστικών παροικιών η τάξις ακολουθείτω» (Καν ΙΖ΄,Δ'Οικ. Συνόδου). 

Ερμηνεύοντες τον Ιερό αυτό Κανόνα οι μεγάλοι Βυζαντινοί Κανονολόγοι: Ζωναράς Βλάσταρις και Αριστηνός ορίζουν: «... ό δε λέγει τούτον στην... ει δε βασιλεύς πόλιν εκ νέου εκαίνισεν, ή και αύθις καινίσοι, ου φιλονεικησεί περί αυτής ο γειτνιάζων Επίσκοπος και... υπό την παροικίαν αυτού ποιήσαι ταύτην επεγκαλέσει, αλλά τοις πολτικοίς και δημοσίοις τύποις ακολουθήσει, ώστε εκείνη της επαρχίας ή παροικίας τον επίσκοπον ταύτην υφ' αυτόν έχειν, εις ην αύτη εναπεγράφη και υπετέθη τελείν... 

Μονονουχί τούτον των Πατέρων λεγόντων, ότι, επεί τη βασιλική εξουσία αντιπίπτειν ου δεδυνήμεθα, τοις τυπουμένοις παρά των βασιλέων, εν τούτοις ακολουθείτω και η εκκλησιαστική τάξις». (Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, Γ. Ράλλη - Μ Ποτλή, τόμ. Β' σελ 258-263). 

Συγκεκριμένα σχετικά με την πέτρα του όλου σκανδάλου, Πατριαρχική Πράξη του 1928, θα πρέπει να λεχθούν και τα εξής ιστορικώς αξιοσημείωτα. Ότι την ύπουλη αυτή Πράξη του Οικουμενικού Θρόνου, ως έχει, η Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος δεν την αποδέχτηκε από την αρχή, παρά μόνον «ως προσωρινή λύση Οικονομίας, και τούτο προς χάριν του Πατριαρχείου».  

Επ’ αυτού ο Αρχιεπίσκοπος τότε ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ στηριζόμενος στις διατάξεις των Θείων και Ιερών Κανόνων εισηγείται στα μέλη της Ιεράς Συνόδου, ότι πρέπει αυτές οι Μητροπόλεις, Μακεδονίας - Θράκης, να «διακόψουν κάθε δεσμό με το Πατριαρχείο», αλλά διότι τότε ο Οικουμενικός Θρόνος διήρχετο κρίση, και έπρεπε οπωσδήποτε να προστατευθεί, ζήτησε να εγκρίνουν την «κατ Οικονομίαν ποοσωρινήν λύσιν». χωρίς βεβαίως τούτο, ποσώς, να βλάψει, ούτε στο ελάχιστον, το AΥTOKEΦΑΛΟΝ της. 

Εδώ η Εκκλησία της Ελλάδος στήριξε με γενναιότητα το ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ της και ως αδελφή Εκκλησία χαρίστηκε, «προσωρινά», στο Πατριαρχείον μας. Και τώρα το Φανάρι ξεχνά αυτή και άλλες θυσίες της αδελφής Ελλαδικής Εκκλησίας και απεργάζεται, χωρίς εντροπή, την συρρίκνωση της; Δηλαδή, κατά την σοφία του λαού, «...εκεί που μας χρωστάγανε, μας παίρνουν και βόδι!!».  

«Ελήλυθεν  λοιπόν η ώρα», να βροντοφωνάξουμε, στο κάθε τυχάρπαστο και ύποπτο μειωμένου Ορθοδόξου φρονήματος και στους κολαούζους του που επιβουλεύονται την ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑ της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και τα Εθνικά μας Κανονικά δίκαια. 

Οι Άγιοι Πατέρες μας καλούν να τους βροντοφωνάξουμε με στεντορείαν φωνή, ότι εμείς οι ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ Έλληνες Χριστιανοί γι' αυτή την Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας μας και τα Εθνικά δίκαια της Πολιτείας μας, έχουμε φωνές αγίων Πατέρων και απαραχάρακτες διατάξεις θείων και Ιερών Κανόνων, αλλά και «πολιτικούς και δημόσιους τύπους», και οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί και να τους προστατεύουμε «ως κόριν οφθαλμού», αλλά και να φροντίζουμε για την πιστή εφαρμογή τους, (ΒΕΠΕΣ, τομ 2ος σελ 180).  

«Αλλότριες φωνές τυχάρπαστων δαιμονικών σαλταδόρων» δεν γνωρίζουμε, και τις αποστρεφόμαστε μετά βδελυγμίας και αγανακτήσεως, οποθενδήποτε και αν προέρχονται. Η Εκκλησία του Χριστού, της Ορθόδοξης Ελλάδος, πορεύεται και θα πορεύεται με γνώμονα πάντα την Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Κανονική Τάξη και Πράξη, υποχρεούμενη όμως «εν’ ταυτώ», να υπεραμύνεται, σθεναρώς, των Νομοκανονικών Κυριαρχικών πνευματικών διοικητικών δικαιωμάτων του Αυτοκέφαλου της επί ολοκλήρου του γεωγραφικού ΕΥΡΟΥΣ του κυρίαρχου Κράτους, όσο και αν «εκκλησιαστικές Ηρωδιάδες με μειωμένο Ορθόδοξο Φρόνημα. μαίνονται και ταράττονται», γιατί η Ορθόδοξη Πίστη και η Κανονική Τάξη και Πράξη πάντοτε φανερώνουν τον βαθύτατο χαρακτήρα της ζωής της Μιάς, Αγίας, Καθολικής, και Αποστολικής Εκκλησίας του Θεάνθρωπου Σωτήρα Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Β.)Η ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ 1928.

1)Ο γεωγραφικός χάρτης του σημερινού Ελληνικού Κράτους υπήρξε Επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπό την εξάρτηση και εκκλησιαστική δικαιοδοσία και προστασία της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, και μετά τους απελευθερωτικούς αγώνες από τον Τουρκικό ζυγό (1821), κατέστη Κράτος με σύνορα διεθνή. Επειδή, από το Κανονικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κάθε Χριστιανικό Κράτος δικαιούται να έχει και Αυτοκέφαλη Εκκλησία, το νεοσύστατον Ελληνικό Κράτος ζήτησε από το Φανάρι (=Οικ.Θρόνος), το «Αυτοκέφαλον» της Ορθοδόξου Εκκλησίας του δικαίωμα που του παρέχουν οι θείοι και Ιεροί Κανόνες:«...τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις, και των εκκλησιαστικών παροικιών η τάξις ακολουθείτω», (Καν. ΙΖ' της Δ' Οικ. Συν. πρβλ. Καν. ΛΗ' ΣΤ' Oικ Συν). 

Επί των διατάξεων του ιερού τούτου Κανόνα οι μεγάλοι Βυζαντινοί Κανονολόγοι αποφαίνονται ρητά και κατηγορηματικά: «...ο δε λέγει τούτο εστίν... ο δε βασιλεύς πόλιν, εκ νέου εκαίνισεν, ή και αύθις καινίσοι, ου φιλονικήσει περί αυτής ο γειτνιάζων επίσκοπος και υπό την παροικίαν αυτού ποιήσαι ταύτην επεγκαλέσει, αλλά τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις ακολουθήσει ώστε εκείνης της επαρχίας ή παροικίας τον επίσκοπον ταύτην υφ' εαυτόν έχειν, εις ήν αυτή εναπεγράφη και εναπετέθη τελείν.... Μονονουχί τούτο των Πατέρων λεγόντων, ότι επί τη βασιλική εξουσία αντιπίπτειν ου δυνάμεθα τοις τυπουμένοις παρά των Βασιλέων εν τούτοις ακολουθήτω η εκκλησιαστική τάξις...» (Σύνταγμα Θείων & Ιερών Κανόνων. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, τόμ. Β', σχόλια Βυζαντινών Κανονολόγων: I. Ζωναράς, Θ. Βαλσαμώνο, Αλ Αριστηνός. σελ 258-263). 

Τo Φανάρι μη δυνάμενο «να πράξει άλλως, υποχρεώθηκε, κάτω από το βάρος των Κανονικών διατάξεων, να παραχωρήσει το «Αυτοκέφαλον»  στην Εκκλησία της Ελλάδος με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 ο οποίος ορίζει με κατηγορηματικότητα, ως και οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες διακελεύουν: 

«...Δια του  παρόντος Συνοδικού Τόμου ίνα η εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξος Εκκλησία, αρχηγόν έχουσα και κεφαλήν, ως και πάσα η καθολική και Ορθόδοξος Εκκλησία, τον Κύριον και Θεόν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, υπάρχη του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος, υπερτάτην εκκλησιαστικήν αρχήν γνωρίζουσα Σύνοδον διαρκή συνισταμένην εξ αρχιερέων, προσκαλουμένων αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας πρόεδρον έχουσαν τον κατά καιρόν ιερώτατον Μητροπολίτην Αθηνών  και διοικούσαν τα της Εκκλησίας κατά τους θείους και ιερούς κανόνας, ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως... δαψιλεύομεν δε αυτή και πάσας τας προνομίας και πάντα τα κυριαρχικά δικαιώματα τα τη ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή παρομαρτούντα... 

Eπ' αυτοίς ουν τοις όροις αναγορεύει και κηρύττει την εν Ελλάδι Εκκλησία αυτοκέφαλον και την εν αυτή Σύνοδον αδελφήν εν Πνεύματι εαυτής τε και πάσης άλλης ανά μέρος Ορθοδόξου Εκκλησίας... και άγρυπνον προσοχήν εις την ορθόδοξον διδασκαλία» του ποιμνίου, εις ό το Πνεύμα το άγιον επέστησε ποιμαίνειν.. ».

2)Το έτος 1866 ο Οικουμενικός Θρόνος για τον ίδιο ακριβώς Κανονικό λόγο επέτρεψε και πάλιν «άνευ όρων»  ήτοι: «ολοσχερώς… από πάσης εξαρτήσεως του Οικουμενικού Θρόνου… από τούδε και εις τον εξής άπαντα χρόνον» την ενσωμάτωση στην Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, τις Εκκλησίες των Επαρχιών της Επτανήσου επί των οποίων «εκέκτητο προνόμια». Συγκεκριμένα αποφαίνεται, αναφερόμενος και στις διατάξεις του βασικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου που παραχωρεί στην Εκκλησία της Ελλάδος το Αυτοκέφαλον

«...Ταύτα φαμέν...η μετριότης ημών, διασκεψαμένη μετά της περί αυτήν Αγίας και Ιεράς Συνόδου, επειδή κατείδομεν την περί ής ο λόγος ένωσιν της Εκκλησίας της Επτανήσου προς την της Ελλάδος. Εύλογον μεν άλλως και, ως ειπείν, φυσικήν ούσαν συνέπειαν τοις εν τοις πολιτικοίς πράγμασιν αφομοιώσεως, ομολογουμένως εναπαιτούσης και την των εκκλησιαστικών... διά ταύτα απεδεξάμεθα κοινή συνοδική γνώμη την αίτησιν και αξίωσιν της εν Χριστώ αγαπητής ημών αδελφής αγιωτάτης Συνόδου, ως σύμφωνον της αξιοχρέω εκκλησιαστική ημών μερίμνη... και ευχαρί σννεπινεύσει συναποφηνάμενος την χειραφέτησιν των ειρημένων επαρχιών από πάσης εξαρτήσεως αυτών προς τον καθ' ημάς αγιώτατον Οικουμενικόν Θρόνον.

Απενείμαμεν και μετεβιβάσαμεν αυτάς τη κανονική προστασία, της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, αφοσιώσαντες και αναθεμένοι ολοσχερώς τη πνευματική και εκκλησιαστική αυτής δικαιοδοσία... ίνα αι ανωτέρω ονομαστί απαριθμησθείσαι αγιώταται επαρχίαι της Ιονικής Επτανήσου υπάρχωσιν από τούδε και εις τον εξής άπαντα χρόνον και λέγονται και παρά πάντων γιγνώσκωνται συνηνωμέναι και συνημμέναι τη Ορθοδόξω Αυτοκεφάλω Εκκλησία της Ελλάδος και μέρος αυτής αποτελούσαι αναπόσπαστον υπαγόμεναι υπό την δικαιοδοσίαν και προστασίαν της αγιωτάτης Συνόδου της Εκκλησίας ταύτης και προς αυτήν αναφερόμεναι και άμεσον έχουσαι την σχέσιν και αναφοράν εν πάσαις ταις εμπιπτούσαις πνευματικαίς και εκκλησιαστικαίς υποθέσεσι συν τω μνημοσύνω και του ονόματος αυτής... »

3)Το έτος 1882 και πάλιν ο Οικ. Θρόνος υπήγαγε, «άνευ όρων» τις Επαρχίες Ηπείρου και Θεσσαλίας στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος αποφαινόμενος: «Ό δη και ο ιερώτατος Φώτιος εδήλου άλλοτε, λέγων, τα εκκλησιαστικά, και μάλιστα γε τα περί των ενοριών δίκαια ταις πολιτικαίς επικρατείαις και διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθεν... ανηνέχθημεν δε τη καθ' ημάς αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία...όπως κατά την ανέκαθενεν τη Εκκλησία κρατήσασαν τάξιν αι ειρημέναι παροικίαι απολυθώσι και εκκλησιαστικώς από τον καθ' ημάς αγιωτάτου Οικουμενικού Πατριαρχικού θρόνου και προσαρτηθώσι τη αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος, αποτελούσαι του λοιπού μέρος ταύτης αδιάσπαστον και αχώριστον... επειδή κατείδομεν ότι η υπό του αγιωτάτου Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου απόλυσις των ειρημένων εκκλησιαστικών παροικιών και η τούτων εκχώρησις τη αγιωτάτη αυτοκεφάλω Εκκλησία της Ελλάδος αναγκαίως εναπαιτείται ένεκα της επ' εσχάτων επελθούσης πολιτικής αυτών ενώσεως μετά του θεοφρουρήτου Βασιλείου της Ελλάδος, και πρέπουσα άμα και λυσιτελής καθόλου αποβαίνει εις τα πνευματικά αυτών συμφέροντα, προθύμως απεδεξάμεθα την αίτησιν κοινή και ομοφώνω γνώμη συνευδοκήσαντες. 

Και δή γράφοντες αποφαινόμεθα αγίω Πνεύματι. τας εν ταις πολιτικώς τω Βασιλείω της Ελλάδος άρτι εκχωρησθείσαις χώραις κειμένας τη καθ' ημάς δε αγία του Χριστού Εκκλησία μέχρι του νυν κανονικώς υπαγομένας μητροπολιτικάς και επισκοπικάς παροικίας.Ως και τας εν αυταίς υπαρχούσας ιεράς Πατριαρχικάς και σταυροπηγιακάς μονάς είναι δια παντός του λοιπού και λέγεσθαι και παρά πάντων γιγνώσκεσθαι και εκκλησιαστικώς ηνωμένας, και συνημμένας αναποσπάστως τη αγιωτάτη αυτοκεφάλω Εκκλησία της Ελλάδος και υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας ταύτης διακυβερνάσθαι, προς αυτήν τε έχειν την κανονικήν και άμεσον υποταγήν και αναφορά», και του ονόματος αυτής μνημονεύειν... ».

4)To έτος 1928, ότε υπήχθησαν στο Ελληνικό Κράτος οι επαρχίες της Μακεδονίας και της Θράκης και η Ελληνική Πολιτεία, με το αυτό Νομοκανονικό Δικαίωμα που έχει, ζήτησε και πάλι τη θρησκευτική υπαγωγή των επαρχιών αυτών στο βασίλειο της Ελλάδος, το Φανάρι «σφύριξε, αρχικά, αδιάφορα», όμως στη συνέχεια κατενόησε, ότι δεν μπορεί να μείνει στην αδιαφορία, «την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενο», καταπατώντας, ετσιθελικά την επικρατούσα απαράβατη Κανονική Τάξη της Εκκλησίας του Χριστού, (την οποία τήρησαν κατά γράμμα και με θρησκευτική ευλάβεια, ο Πατριαρχικός Συνοδικός Τόμος του 1850, και οι μετέπειτα Πατριαρχικές Σύνοδοι, του 1866 και 1882, όσον αφορά τις επαρχίες της Δωδεκανήσου της Ηπείρου και της Θεσσαλίας) και κατά το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», αλλά και με περισσή αυθαιρεσία, δεσποτισμό, αδιαφορία, ασυδοσία, απύθμενο ψεύδος, άκρατο βαρβαρισμό, και με μονομερή και δαιμονιώδη αναμόχλευση αναιρεί τα πάντα, και κατά τη λογική του άρχοντα του θεάτρου σκιών, «και τα δικά σου δικά μου» με στυγνή και ξύλινη «Φαναριώτικη γλώσσα», αλλά και με τη «λογική» του «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει», αποφασίζει αδίστακτα και «γυμνή τη κεφαλή» τα εξής τραγελαφικά: 

«Ακλόνητον την βάσιν της Κανονικής τάξεως έχουσα και διαφυλάττουσα η Αγία του Χριστού Εκκλησία εν τη της εκκλησιαστικής διοικήσεως... τηρουμένου τον επί των επαρχιών τούτων ανωτάτου Κανονικού δικαιώματος του αγιωτάτου πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου, η διοίκησις εν τοις επί μέρους των επαρχιών τούτων διεξάγηται εφεξής επιτροπικώς υπό της πεφιλημένης αγιωτάτης αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος, προφρόνως αποδεξαμένης, συναινούσης και κυρούσης και της εντίμου Ελληνικής Πολιτείας, όπως κατά την παράκλησιν της Μητρός Εκκλησίας αναλάβη την εντολήν ταύτην ενεργουμένην επί τοις εξής κυρωθείσιν εκκλησιαστικώς τε και πολιτικώς γενικοίς όροις ». Τα αναφερόμενα στην ως άνω Πατριαρχική Πράξη του 1928 δεν ανταποκρίνονται, ποσώς, στην αλήθεια.  

Το Φανάρι,  «γυμνή τη κεφαλή», έναντι των κατηγορηματικών και απαράβατων διατάξεων των Θείων και Ιερών Κανόνων, των τελεσίδικων και απαράβατων ΟΡΩΝ του βασικού Πατριαρχικού Συνοδικού Τόμου του 1850, των Πατριαρχικών Αποφάσεων του 1866 και 1882, της Τάξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, δεν υπηρετεί, ποσώς, την αλήθεια, αλλά ψεύδεται και μάλιστα ασυστόλως!! 

 ΔΙΟΤΙ:α)Στην Απόφασή του αυτή το Φανάρι δηλώνει ενσυνείδητα και με κατηγορηματικότητα ότι: όσα περιλαμβάνει στην πράξη του αυτή. έχει ως γνώμονα την: «Ακλόνητον βάσιν της Κανονικής τάξεως...».

Ω της αποκοτιάς!  
Ώ της παραφροσύνης, 
Ώ του ψεύδους. 

Ουδέν αναληθέστατον τούτων. Αντίθετα, τo Φανάρι παραβιάζει βάναυσα, ποδοπατεί ασύστολα, και βαρβαρίζει με κυνικότητα, όχι μόνον επί της Κανονικής τάξεως της Εκκλησίας του Χριστού, αλλά ασχημονεί ενσυνείδητα, και επί των ΟΡΩΝ του βασικού και απαραβίαστου Συνοδικού Τόμου του 1850, και των μεταγενεστέρων Συνοδικών Πατριαρχικών Αποφάσεων του 1866, και 1882, ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω.

β)Ισχυρίζεται επίσης το Φανάρι, όλως ανερυθρίαστα, ότι τηρεί«Το ανώτατο κανονικό δικαίωμα του Πατριαρχικού Οικουμενικού θρόνου», χωρίς και να αναφέρει συγκεκριμένα και αυτολεξεί, ως τούτο απαιτείται, σε ποίους ακριβώς Θείους και ιερούς Κανόνες αναφέρεται και εδράζεται αυτό τo ανύπαρκτο ανώτατο κανονικό Πατριαρχικό του δικαίωμα; Αγνοεί, άραγε, το Φανάρι, ότι έναντι των διατάξεων των Θείων και Ιερών Κανόνων δεν επιτρέπονται ποσώς διακρίσεις και προσωληψίες; 

Οτι όλες οι ομόδοξες Ορθόδοξες εκκλησίες έναντι των Θείων και Ιερών Κανόνων και της ισχύουσας Εκκλησιολογικής Τάξεως έχουν τα αυτά και ίσα Κανονικά δικαιώματα, απαιτήσεις, και υποχρεώσεις, σε οτιδήποτε, και για οτιδήποτε; «Μονονουχί τούτο των Πατέρων λεγόντων».

γ)Ακόμη δεν είναι αλήθεια το υποστηριζόμενον από το Φανάρι, ότι αποδέχτηκε η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, και η Ελληνική Πολιτεία, ότι η διοίκηση των επαρχιών αυτών θα «διεξάγεται επιτροπικώς» γιατί είναι τοις πάσι γνωστόν, ότι η επιτροπεία δίνεται μόνον σε κοινωνίες, που δεν έχουν νόμους και Δικαιοσύνη: «ου γαρ οίον τε ανθρώπους άνευ νόμων και δίκης ζήν, όταν ουν ταύτα τα δυο εκ του πλήθους εκλίπη, ό τε νόμος και η δίκη, τότε ήδη εις ένα αποχωρείν την επιτροπίαν τούτων και φυλακήν» (Πλάτων, Προτρεπ.).

Όμως, σε ένα κυρίαρχο Κράτος με διεθνή σύνορα, νόμους, και δικαιοσύνη, το Κανονικόν Αυτοκέφαλον της Εκκλησίας δίνεται χωρίς καμίαν απολύτως δέσμευση, «άνευ όρων», και οι προσαρτώμενες Επαρχίες και παροικίες σ' αυτό είναι υπό την πλήρη εκκλησιαστική δικαιοδοσία της, εντός των γεωγραφικών ορίων του κυρίαρχου Κράτους Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, και ουδεμία άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία δύναται να επεμβαίνει στα εσωτερικά της ζητήματα!! 

Δύο «κεφαλές» σε μια Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία δεν χωράνε, γιατί: «Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρή τον εαυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν», (Καν. Δ' Αγίων Αποστόλων).Επ' αυτού είναι γνωστή η άμεση, σθεναρή, και σκληρή αντίδραση και Απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος επί Αρχιεπισκόπου αείμνηστου κυρού ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ο οποίος εισηγήθηκε στην τότε Ιερά Σύνοδο, ότι: «πρέπει να διακόψουν κάθε δεσμό οι Μητροπόλεις Μακεδονίας Θράκης με το Πατριαρχείον», αλλά διότι τότε το Πατριαρχείον αντιμετώπιζε προβλήματα, ζήτησε «να εγκρίνουν οικονομίαν προσωρινής λύσης». 

Η γενναία αυτή αντίδραση έγινε, αμέσως, όταν έγιναν γνωστοί οι εν αγνοία της Αυτοκέφαλης Ελλαδικής Εκκλησίας, και της Πολιτείας, εκδοθέντες αντικανονικοί και αντεθνικοί απαράδεκτοι αυτοί ΟΡΟΙ του Φαναρίου, που κατέστησαν ανυπόληπτη πλέον την Πράξη του 1928. Απόδειξη τούτου αποτελεί και το γεγονός, ότι η Πράξη αυτή του 1928. ούτε η Εκκλησία, ούτε και η Ελληνική Πολιτεία δέχτηκαν, ως έχει, να συμπεριληφθεί στον.590/77, «Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος». 

Και τούτο σημαίνει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η Πατριαρχική αυτή Πράξη του Φαναρίου, ως έχει είναι άνευ Νομοκανονικής, Εκκλησιολογικής, και Εθνικής ισχύος, και συνεπώς ευρισκόμενη υπό σοβαράν αμφισβήτηση, δεν πρόκειται οι όροι της αυτοί να γίνουν ΠΟΤΕ αποδεκτοί ως έχουν ακριβώς από την Ελληνική Πολιτεία και την Αυτοκέφαλη ΟΡΘΟΔΟΞΗ Εκκλησία του. Το υποστηριζόμενον, επίσης, από το Φανάρι, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος και η Πολιτεία «συναίνεσαν στην κύρωση» των υπό αμφισβήτηση όρων της Πράξεως του 1928, δεν ανταποκρίνεται διόλου στην αλήθεια. 

Η Πολιτεία ζήτησε την υπαγωγή των Επαρχιών αυτών, (Μακεδονίας-Θράκης), στην δικαιοδοσία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως ακριβώς το ζήτησε και για τις ως άνω επαρχίες, Επτανήσου, Ηπείρου, και Θεσσαλίας, με το Εθνικοκανονικό δικαίωμα που έχει, και το αίτημά της αυτό έγινε επανειλημμένως αποδεκτό από τον Οικουμενικό Θρόνο, και μάλιστα, «άνευ όρων», γιατί γνώριζαν, τα τότε Συνοδικά μέλη του Οικ. Θρόνου, ότι το «Αυτοκέφαλον», σε μια Εκκλησία κυρίαρχου Κράτους δεν δίνεται με όρους, «κουτσουρεμένο», αλλά «αυτούσιο» και με το δικαίωμα να εκτείνεται η δικαιοδοσία τούτου σε όλη την έκταση της Ελληνικής Επικράτειας, χωρίς την επέμβαση άλλης Ορθοδόξου Εκκλησίας στα ζητήματά της. 

Οφείλει λοιπόν, το Φανάρι, αν σέβεται τους Θείους και Ιερούς Κανόνες, και τον Θεσμόν που εκφράζει, να απόσχει από κάθε επέμβαση στα εσωτερικά της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, και αποδεχόμενο το Κανονικό και αναφαίρετο αυτό δικαίωμά της, να εκτείνεται η δικαιοδοσία της σε όλο τo μήκος και το πλάτος του Ελληνικού Κράτους, να περιοριστεί εστιάζοντας την προσοχή του, στις υπ' αυτό Εκκλησίες: της Ευρώπης, Αμερικής, Αυστραλίας, Καναδά, και γενικώς στο Δυτικό Ορθόδοξο κόσμο, (τον απόδημο Ελληνισμό), και να αφήσει ήσυχη την Ελλαδική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, ώστε ανεπηρέαστη να επεκτείνει την διοικητική της πνευματική δραστηριότητα και Εξουσία: σε Κρήτη, Δωδεκάνησα και Άγιον Όρος. 

Σε όλο δηλαδή το εύρος των γεωγραφικών διεθνών συνόρων της Ελληνικής Επικράτειας, όπως ακριβώς τούτο προστάζουν και απαιτούν οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες, της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, αλλά και ο Οικ. θρόνος που κατ' επανάληψη έχει συνταχθεί ανεπιφύλακτα προς τούτο άνευ ουδεμιάς αντιλογίας ή προβολής όρων, (Συνοδικός Τόμος του 1850, και Πατριαρχικές Πράξεις του 1860 και 1882).

ε)Οι υπό αμφισβήτηση Όροι στην Πράξη του 1928, προστέθηκαν από το Φανάρι, μονομερώς και εν αγνοία της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Πολιτείας δύο μήνες μετά (4-9-1928), από την έκδοση του σχετικού αιτήματος από το Ελληνικό Κράτος, (ν.3615/4-7-1928), διό και δεν έχουν γίνει, ούτε και θα γίνουν αποδεκτοί ποτέ, όχι μόνο γιατί είναι αντίθετοι προς τις ρητές και κατηγορηματικές Κανονικές και Εκκλησιολογικές αποφάσεις του Συνοδικού Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και των μετέπειτα Πατριαρχικών Συνοδικών Αποφάσεων, αλλά γιατί είναι και. Εθνικά, απαράδεκτοι, και από Κανονικής και Εκκλησιολογικής επόψεως, εντελώς διάτρητοι.

στ)Βέβαια το ισχύον Σύνταγμα της Χώρας έχει συμπεριλάβει την Πράξη του 1928, όμως τούτο δεν σημαίνει τίποτε, γιατί το Σύνταγμα αναφέρεται λίαν συγκεκριμένως, μόνον ως προς το μέρος εκείνο, της διοίκησης της Εκκλησίας από τους «εν ενεργεία Αρχιερείς της  Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος», και ως προς τη Συγκρότηση της «Διαρκούς ΙεράςΣυνόδου» (άρθρ.3), «προσκαλουμένων αλληλοδιαδόχως τα πρεσβεία χειροτονίας» σε εκτέλεση βεβαίως των αυστηρών και απαραχάρακτων ρητών και κατηγορηματικών διατάξεων, στο διηνεκές του Συνοδικού Τόμου του 1850 συμφωνούντων σε όλα απόλυτα, και των μετέπειτα Πατριαρχικών Συνοδικών Αποφάσεων του 1866 και 1882.

Κατόπιν των όσων, λίαν αποκαλυπτικών, εξετέθησαν ανωτέρω, ερωτάται το Φανάρι, και οι ένιοι εκείνοι υποστηρικτές του, Ελλαδίτες Επίσκοποι:

α)Για ποία ακριβώς Κανονικά του δικαιώματα, που παραβιάζονται από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, κάνει λόγο το Φανάρι;

β)Βάσει ποίων ακριβώς Θείων και Ιερών Κανόνων ζητεί, η διοίκηση των Εκκλησιών Μακεδονίας και Θράκης να γίνεται επιτροπικώς; 

γ)Ποίους, ακριβώς, Θείους και Ιερούς Κανόνες παραβαίνει η Αυτοκέφαλη αδελφή Εκκλησία της Ελλάδος;

δ)Από πού εξάγει το συμπέρασμα το Φανάρι, ότι, η συμπεριφορά αυτή της Ελλαδικής Εκκλησίας, έναντι της εν λόγω, ανυπόληπτης, Πατριαρχικής Πράξεως του 1928, χαρακτηρίζεται ως πραξικόπημα;

ε)Ποίοι είναι εκείνοι, ακριβώς, οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες, και η Τάξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας που παραβιάζονται από την Ελλαδική Εκκλησία, και που δίνει το Κανονικό δικαίωμα στο Φανάρι να επιβάλλει Κανονική ποινή, αν δεν τηρηθούν επακριβώς οι μονομερώς,(εν αγνοία της Πολιτείας, και της Αυτοκέφαλου Εκκλησίας), και πανταχόθεν, ανίσχυροι, διάτρητοι, και λίαν απαράδεκτοι Νομοκανονικά, Εκκλησιολογικά, και Εθνικά αυτοί Όροι;

στ)Με ποίο ΟΡΘΟΔΟΞΟ εκκλησιαστικό δικαίωμα το Φανάρι απειλεί, με ιταμότητα, και υβρίζει χυδαίως πρόσωπα, ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ BEΛΗΝΕΚΟΥΣ, που «παραβλάπτουν, δήθεν μονομερώς, τα δίκαια προνόμια του Οικουμενικού Θρόνου…(και ότι θα αναγκαστεί), όπως λάβη και πρόσθετα κανονικά μέτρα…; ».

ζ)Με ποίον θείο και Ιερό Κανόνα μπορεί το Φανάρι να προβεί σε ακύρωση χειροτονιών Μητροπολιτών σε Επαρχίες Αυτοκέφαλης αδελφής Εκκλησίας, και κυρίαρχου Κράτους; Αν, εν προκειμένω, έχει υπόψη του το Φανάρι την μονομερή Πράξη του 1928, τότε «πυκτεύει εις αέρα δέρων».

η)Με ποίο Κανονικό δικαίωμα το Φανάρι επεμβαίνει (=εισπηδά) στα εσωτερικά θέματα άλλης αδελφής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας; Η πέτρα του σκανδάλου. Πατριαρχική Πράξη του Φαναρίου του 1928, ενέχει πολλά και αδυσώπητα ερωτηματικά, που την καθιστούν ανυπόληπτη και πάσχουσαν από ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΗΝ NOMOKANΟNIKHN ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ.

Οφείλει λοιπόν το Φανάρι, να τα λάβει, όλα αυτά, σοβαρώς υπόψη, και ταπεινούμενον άμα δε και υποκλινόμενον ενώπιον των Θείων και Ιερών Κανόνων, της Εκκλησιολογικής Τάξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και των Εθνικών δικαίων, να αλλάξει «ρότα 180 μοιρών». Το Ελληνικό Κράτος και η Ορθόδοξη Ελλαδική Εκκλησία δεν είναι, ούτε θα γίνουν ποτέ, «ξέφραγο αμπέλι ή Μπανανία». 

Αν λοιπόν το Φανάρι, και ύστερα από αυτή την αδιάψευστη ιστορικό κανονικό Πατριαρχική αναδρομή, και τις εν γένει ΝομοκανονικοεκκλησιολογικοΕθνικές επισημάνσεις, δεν θελήσει να υποταχθεί κάτω από τις ρητές και κατηγορηματικές διατάξεις των Θείων και Ιερών Κανόνων, την Εκκλησιολογική Τάξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και των Εθνικών δικαίων της Ελληνικής Πολιτείας, των οποίων οφείλει να είναι Ο θεματοφύλακας, και συνεχίσει στην αποκοτιά του, ζητώντας την ικανοποίηση των πανταχόθεν, παράλογων και Κανονικώς διάτρητων απαιτήσεών του και  ίσως προσέτι ότι μόνο με το εκβιαστικό βάρος του τίτλου «Οικουμενικός» θα κατορθώσει τελικά την ικανοποίηση των αντορθόδοξων, παράλογων και παράτολμων αυτών αιτημάτων του τότε «δικαιούται να ηγείται  του παραλόγου».

Γ.)ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ ΤΩΝ «ΝΕΩΝ ΧΩΡΩΝ» ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ 1928. 

Τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον διεμόρφωσε τήν πολιτικήν του επί του θέματος των Εκκλησιαστικών Επαρχιών, αί όποίαι περιελαμβάνοντο εις τά αποσπώμενα από την Όθωμανικήν Αυτοκρατορίαν εδάφη, βάσει της απαντήσεως του Ιερού Φωτίου πρός τόν Πάπαν Νικόλαον Α' τό 861: «Τά εκκλησιαστικά καί μάλιστα γε τά τών ενοριών δίκαια ταις πολιτικαίς έπικρατείαις τε καί διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθεν». Δηλαδή αί έκκλησιαστικαί δικαιοδοσίαι, καί μάλιστα αί σχετικαί μέ τά επισκοπικά όρια, έχει επικρατήσει νά μεταβάλλωνται μαζί μέ τάς πολιτικάς επικρατείας καί διοικήσεις. 

Αυτοί οί λόγοι του Φωτίου στηρίζονται εις τους κανόνας 17 της Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου καί 39 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Κατ' αυτήν τήν πρακτικήν τό Πατριαρχείον απέδωσε τήν Αυτοκεφαλίαν εις όλας τάς Εκκλησίας τών Βαλκανικών Χωρών, αί όποίαι προηγουμένως ανήκον εις τήν δικαιοδοσίαν του.Πρώτη έλαβε τήν Αυτοκεφαλίαν ή Εκκλησία της Ελλάδος, διά του Πατριαρχικού καί Σννοδικού Τόμου του 1850. Περιελάμβανε δέ ή Εκκλησία αυτή τάς επισκοπικάς επαρχίας τών τότε έλευθέρων περιοχών. 

Έν σννεχεία υπήχθησαν εις αυτήν ως αναπόσπαστα τμήματα αυτής δι' ιδίων πράξεων αί έπισκοπαί της Έπτανήσου καί τής Θεσσαλίας μετά τμήματος τής Ήπείρου, ευθύς μετά τήν προσάρτησίν των εις τό Έλληνικόν Κράτος. Μετά τήν άπελενθέρωσιν τών «Νέων Χωρών», όπως λέγονται (Ήπείρου, Μακεδονίας, Δυτικής Θράκης, Νήσων Αιγαίον), κατά τά έτη 1912, 1913 καί 1918, τό Πατριαρχείον, αν καί λόγω τών συνθηκών δέν ήτο εις θέσιν νά διοίκηση τάς εκκλησιαστικάς των επαρχίας, δέν προέβη εις τήν έκδοσιν πράξεων περί αποδόσεώς των εις τήν Έκκλησίαν τής Ελλάδος, όπως είχε συμβή προηγουμένως, προφανώς ή παράλειψις οφείλεται εις τήν άναμονήν εξελίξεων, αί όποίαι δυνατόν νά καθιστών περιττήν τοιαύτην διευθέτησιν.

Αλλ΄ αί εξελίξεις απέβησαν αντίστροφοι. Τό 1928, κατόπιν συνεννοήσεως μεταξύ τής Ελλαδικής Εκκλησίας καί του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξεδόθη πρώτον μέν ό Νόμος 3615 του 1928, έπειτα δέ ή Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξις του 1928. Αυτή ή Πράξις διαφέρει από τάς προηγούμενας κατά τούτο, ότι έκείναι μέν μετεβίβαζον τάς έν αναφορά επαρχίας εις τήν κανονικήν διοίκησιν τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, ενώ αυτή αναθέτει «έπιτροπικώς» τήν διοίκησιν τών επαρχιών τών «Νέων Χωρών» εις τήν Έκκλησίαν τής Ελλάδος. Υπάρχουν δύο σημαντικαί παρανοήσεις έπί του προκειμένου, αί όποίαι χρειάζονται έξέτασιν.

Ή πρώτη είναι ότι δήθεν ή άνάθεσις τών επαρχιών τούτων εις τήν Έλλαδικήν Έκκλησίαν είναι προσωρινή καί συμφώνως πρός τό διαρκώς έπαναλαμβανόμενον υπό πολλών αδαών, θά ίσχύη«άχρι καιρού». Αλλ΄ ή φράσις αυτή, «άχρι καιρού» δέν απαντάται εις τό κείμενον τής Πράξεως καί δέν είναι ορθόν νά χρησιμοποιήται εις επισήμους ανακοινώσεις, ως συνέβη προσφάτως. Επομένως, οιοσδήποτε καί αν ήτο ό λόγος αυτής τής διατυπώσεως, δέν πρόκειται περί προσωρινής αναθέσεως, άλλά περί διαρκούς παραχωρήσεως. 

Καί ναί μέν, ή λέξις «έπιτροπικώς» γεννά τήν ύπόθεσιν ότι ή άνάθεσις δύναται κάποτε νά άνακληθή, άλλ' ή ύπόθεσις αύτη αποκλείεται εξ αυτής ταύτης τής Πράξεως, ή οποία εις τό άρθρον Ε΄ διαλαμβάνει ότι υπάγονται «εφεξής έν πάσιν υπό τούς νόμους τής έν Ελλάδι Όρθοδόξου Αυτοκέφαλου Εκκλησίας οι έν Ελλάδι Αρχιερείς του Πατριαρχικού Θρόνου».Ή λέξις «εφεξής» σημαίνει «άπό τώρα καί εις τό εξής διαπαντός». Έπί πλέον δέ καί μόνον τό γεγονός ότι τό καθεστώς τούτο ισχύει έπί 62 συνεχή έτη καί προχωρεί πρός τόν αιώνα, σημαίνει ότι είναι «αίώνιον» καί δέν δύναται νά άνατραπή.

Δευτέρα παρανόησις είναι ότι τάχα τό έκκλησιαστικόν καθεστώς τών «Νέων Χωρών» διαχωρίζει τάς Μητροπόλεις αυτών από τών λοιπών εις τοιούτο σημείον, ώστε ή Εκκλησία τής Ελλάδος νά άποτελήται σήμερον έκ δύο διακεκριμένων τμημάτων. Τούτο είναι έσφαλμένον καί έπικίνδυνον. Ή Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξις του 1928 αναθέτει τάς «Νέας Χώρας» υπό συγκεκριμένους γενικούς όρους, οί οποίοι είναι 13. 

Έν τούτοις ό Νόμος 3615/1928 δέν περιλαμβάνει έξ αυτών ει μή μόνον πέντε, επειδή δέ έν Ελλάδι ισχύει πάν ό,τι ό Νόμος ορίζει, μόνον αυτοί οί πέντε όροι έπρεπε νά ισχύουν. Είναι δέ οί όροι ούτοι οί έξης:

α)Ή συμμετοχή τών Μητροπολιτών τών Νέων Χωρών εις τήν Ίεράν Σύνοδον κατ' ίσον αριθμόν πρός τούς τής Εκκλησίας τής Ελλάδος,
β)Ή επίσης κατ' ίσον αριθμόν συμμετοχή εις τό Διοικητικόν Συμβούλων του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου καί εις τό Έποπτικόν Συμβούλιον τής Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως,
γ)Ή συμμετοχή εις τήν Σύνοδον τής Ιεραρχίας,
δ)Τό άμετάθετον τών Μητροπολιτών,
ε)Ή κατάργησις του θεσμού τών Βοηθών Επισκόπων.

Έκ τών όρων τούτων έπαυσαν νά ισχύουν οί ύπ' αριθμόν δ) καί ε)κατόπιν μεταγενέστερας νομοθεσίας, έφ' όσον κατά τον Νόμον 3615/1928 (άρθρο 1, έδάφ.2) «οί Μητροπολίται τών «Νέων Χωρών» τής Ελλάδος έξομοιούνται κατά πάντα πρός τούς Μητροπολίτας τής Αυτοκέφαλου Εκκλησίας τής Ελλάδος, επεκτεινομένου γενικώς καί έπ' αυτών του Καταστατικού Νόμου».Ή διάταξις αυτή αποδίδει τά λεγόμενα εις τό άρθρον Α' τής Πατριαρχικής καί Συνοδικής Πράξεως, κατά τό όποιον ή Εκκλησία τής Ελλάδος επεκτείνει καί εις τάς «Νέας Χώρας» «έν πάσι τό σύστημα τής διοικήσεως καί τήν τάξιν τών ιδίων αυτής επαρχιών». 

Ό όρος ύπ' αριθμ. β) έπαυσε επίσης νά ίσχύη, διότι έπαυσαν νά υφίστανται οι αντίστοιχοι οργανισμοί. Απομένουν λοιπόν οί όροι ύπ' αριθμ. α) καί γ), οί όποιοι θά ισχύον ακόμη καί άνευ τής μνείας αυτών εις τήν Πράξιν, καθ' όσον όλοι οί έν ενεργεία Μητροπολίται τής Ελλαδικής Εκκλησίας μετέχουν εις τά αναφερόμενα σώματα. Ή δέ ειδική όιάταξις νά μετέχουν κατ΄ ίσον αριθμόν εις αυτά οί Ιεράρχαι τών «Νέων Χωρών» πρός τούς τών Παλαιών Επαρχιών διετυπώθη κατά παράκλησιν αυτών τών ιδίων, ώστε νά μή τυχόν παραθεωρηθούν εις περίπτωσιν διορισμού τών μελών κατ' έκλογήν υπό τής Κυβερνήσεως. Καί πάντως πρόκειται περί λεπτομέρειας άνευ σημασίας. 

Τό μοναδικόν σημείον τό όποιον διακρίνει σήμερον τούς Μητροπολίτας τών «Νέων Χωρών» άπό τούς λοιπούς Μητροπολίτας τής Ελλάδος, είναι ή μνημόνευσις τού ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου, ή οποία υφίσταται μέν ώς όρος εις τήν Πράξιν, άλλ' απουσιάζει άπό τόν Νόμον. Καλώς έχει τηρηθή ή μνημόνευσις, θά ήτο δέ καλύτερον αν έγενικεύετο αύτη, ώστε νά τονίζεται ή μητρότης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αύτη όμως δέν δύναται νά σημαίνη κυριαρχικήν έξάρτησιν αποτελεί απλώς δείγμα πνευματικής άφοσιώσεως. 

Όπως τό γεγονός, ότι εις τήν πλειονότητα τών έν Άγίω Όρει τελουμένων λειτουργιών παραλείπεται ή μνεία του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου, δέν σημαίνει ότι τό Άγιον Όρος δέν ανήκει εις τήν κυριαρχικήν δικαιοδοσίαν του Πατριαρχείου, ούτω τό γεγονός, ότι ύπό τών Μητροπολιτών τών «Νέων Χωρών» μνημονεύεται το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχου, δέν σημαίνει ότι ούτοι υπάγονται καθ' οίονδήποτε τρόπον εις τήν δικαιοδοσίαν αυτού. Άλλωστε πολλοί κατά καιρούς διέκοψαν τήν μνημόνευσιν.Θεωρούμεν πάντως ύποχρέωσιν νά έπισημάνωμεν καί ένα φοβερόν έν προκειμένω κίνδυνον. 

Εις όλας τάς Βαλκανικός Χώρας αί Έκκλησίαι συμπίπτουν μέ τά όρια τής οικείας επικρατείας. Οταν δημιουργούνται συνθήκαι αύτονομήσεως κατά γεωγραφικά όρια, ακολουθεί εκκλησιαστική αντονόμησις, όπως συνέβη μέ τά Σκόπια, τά όποια απέκτησαν τήν λεγομένην «Μακεδονικήν Εκκλησίαν». Αυτό αποδεικνύει ότι υφίσταται γενικώς ή συνείδησις, ότι ή εκκλησιαστική αυτονομία ακολουθεί τήν έθνικήν αύτονομίαν. Αλλά δύναται νά συμβή καί τό άντίστροφον ή εθνική αυτονομία νά άκολουθήση τήν έκκλησιαστικήν αύτονομίαν. 

Δέν πρέπει ποτέ νά διαφύγει τήν προσοχήν μας τό γεγονός ότι αί περιοχαί τής χώρας μας, αί όποίαι ευρίσκονται ύπό συνεχή άμφισβήτησιν, σιωπηράν ή φανεράν, παρά τών γειτόνων είναι αί τών λεγομένων «Νέων Χωρών», όπως καί έκείναι αί όποίαι υπάγονται άπ' ευθείας εις τό Οίκουμενικόν Πατριαρχείον: Μακεδονία, Θράκη, Νήσοι του Αιγαίου, Δωδεκάνησος.Τώρα θά έλθωμεν εις έν τελευταίον σημείον.

Συμφώνως πρός τήν έκκλησιολογίαν τής Όρθοδόξου Εκκλησίας, εις έκάστην έπισκοπήν απόλυτος κυρίαρχος είναι ό οικείος επίσκοπος ή Μητροπολίτης, υποκείμενος μόνον εις τήν προϊσταμένην του αρχήν, ή οποία έν Ελλάδι είναι ή Ιερά Σύνοδος. Τό Οίκουμενικόν Πατριαρχείον, άν καί απολαύει πολλού σεβασμού, δέν είναι Προϊσταμένη άρχή. 

Πάς επίσκοπος έχει τριπλά καθήκοντα - διδακτικά, αρχιερατικά, ποιμαντικά. Αυτά τά καθήκοντα ασκεί ελευθέρως ώς κυρίαρχος επίσκοπος καί κανείς δέν δύναται νά ύπεισέλθη εις αυτά καί νά άσκηση αυτά έν συνόλω ή έν μέρει. 

Πάς Επίσκοπος ή Μητροπολίτης, ή καί Πατριάρχης ακόμη, δύναται νά μεταβή εις έτέραν έπισκοπικήν περιφέρειαν διά βιωτικούς λόγους πάσης φύσεως, άλλά δέν δύναται έπ' ούδενί λόγω νά άσκηση αυτά τά καθήκοντα (τά διδακτικά, τά λειτουργικά, τά ποιμαντικά) ή μέρος αυτών, εί μή μόνον, αν προσκληθή άπό τόν οίκείον Μητροπολίτην, ή λάβη τήν άδειαν αυτού. 

Ημείς τέλος  θα θέλαμε τό Οίκουμενικό Πατριαρχείο νά είναι άξιοσέβαστο καί ν' άσχολήται μέ τά Οικουμενικά, δηλαδή μέ τά μεγάλα προβλήματα τής Όρθοδοξίας καί του Χριστιανισμού.

Δ.)ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ.

Η Πατριαρχική Πράξη του 1928, στον Όρο Θ', πέραν των άλλων λίαν αντί/Κανονικών, απαιτεί, όπως:« Οι εν Ελλάδι Μητροπολίται του Οικουμενικού Θρόνου μνημονεύουσι του ονόματος τον Οικουμενικού Πατριάρχου, ου η εκλογή διεξάγεται κατά τα από τινός γιγνόμενα».

Από τα λεγόμενα αυτά της ως άνω Πατριαρχικής Πράξεως προκύπτουν τα εξής βασικά ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ:

α)Ποίοι Μητροπολίτες θα μνημονεύουν; Μόνον αυτοί που είχαν εκλεγεί και χειροτονηθεί τότε από τον Οικ. Θρόνο, ή και αυτοί που εκλέγονται και χειροτονούνται από την Ιερά Σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος;

β)Και αν έτσι έχει το όλον θέμα, τότε θα μνημονεύουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη, μόνον όταν θα Ιερουργούν στις Μητροπόλεις τους, ή και εκτός αυτών; Βασικά ερωτήματα, που απαιτούν πειστικές Κανονικές και Εκκλησιολογικές απαντήσεις και λύσεις, ώστε να μην παρατηρείται αυτή η «Βαβυλωνία», όταν λειτουργούν ή συλλειτουργούν και εκτός των Μητροπόλεων τους. Υπάρχουν τέσσερες Πατριαρχικές Αποφάσεις του Οικ, Θρόνου που παραχωρούν στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος Μητροπόλεις του Οικ. Πατριαρχείου.

α)Είναι ο βασικός Συνοδικός Τόμος του 1850, που χορηγεί το ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ στην Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος και την απόλυτη κυριαρχία της επί των Αρχιεπισκοπών, Μητροπόλεων και Επισκοπών εντός των τότε διεθνών συνόρων του Ελληνικού Κράτους, και ορίζει ρητά και κατηγορηματικά: «ίνα η εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξος Εκκλησία...υπάρχει του λοιπού Κανονικώς αυτοκέφαλος, υπερτάτην εκκλησιαστικήν αρχήν γνωρίζουσα Σύνοδον Διαρκή.... επισυνιστώμεν ως τοιαύτην του λοιπού αναγνωρίζεσθαι και μνημονεύεσθαι τω ονόματι «Ιερά Σύνοδος»πρόεδρον έχουσαν τον κατά καιρόν ιερώτατον Μητροπολίτην Αθηνών…..ίνα του λοιπού μνημονεύηται υπό των εν Ελλάδι αρχιερέων εν ταις ιδίαις επαρχίαις ιερουργούντων, του προέδρου αυτής μνμονεύοντος πάσης επισκοπής Ορθοδόξων…» 

Με το δεδομένον, ότι αυτές οι Αρχιεπισκοπές, οι Μητροπόλεις, και οι Επισκοπές ανήκαν στη κυριαρχία του Οικ. Θρόνου, στηριζόμενος, λίαν αυστηρώς, ο Συνοδικός Τόμος του 1850, στις Οικουμενικές Συνόδους και τις διατάξεις των Θείων και Ιερών Κανόνων, δεν τολμά καν, να απαιτήσει να μνημονεύουν, ιερουργούντες οι Αρχιερείς των παραχωρούμενων αυτών Αρχιεπισκοπών, Μητροπόλεων και Επισκοπών, τον όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη!!

β.)Είναι η Συνοδική Πράξη του Οικ. Πατριαρχείου του 1866 που παραχωρεί τις Ιόνιες νήσους στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία του Ελληνικού Βασιλείου, ήτοι: «Τις Επαρχίες Κερκύρας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου, Λευκάδος και Αγίας Μαύρας, της αρχιεπισκοπής Κυθήρων, και των επισκοπών Ιθάκης, υποκειμένης τη Μητροπόλει Κεφαλληνίας, και Παξών τη της Κερκύρας», όπου ορίζει λίαν ρητώς και κατηγορηματικώς, επομένη των απαραχάρακτων διατάξεων του Συνοδικού Τόμου 1850 και τοις Θείοις και ιεροίς Κανόσι:

«...συναποφηνάμενος την χειραφέτησιν των ειρημένων επαρχιών από πάσης εξαρτήσεως αυτών προς τον καθ' ημάς αγιώτατον Οικουμενικόν Θρόνον, απενείμαμεν και μετεβιβάσαμεν αυτάς κανονική προστασία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, αφωσιώσαντες και αναθέμενοι ολοσχερώς τη πνευματική και εκκλησιαστική αυτής δικαιοδοσία...ίνα αι ανωτέρω ονομαστί απαριθμησθείσαι αγιώταται επαρχίαι της Ιονικής Επτανήσου υπάρχουσιν από τούδε και εις τον εξής άπαντα χρόνον και λέγονται και παρά πάντων γιγνώσκωνται συνηνωμέναι και συνημμέναι τη Ορθοδόξω Αυτοκεφάλω Εκκλησία της Ελλάδος και μέρος αυτής αποτελούσαι αναπόσπαστον, υπαγόμεναι υπό την δικαιοδοσίαν και προστασίαν της αγιωτάτης Συνόδου της Εκκλησίας ταύτης… συν τω μνημοσύνω και του ονόματος αυτής…».

Ούτε και η Συνοδική Πατριαρχική αυτή Πράξη απαιτεί, να μνημονεύεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης στις παραχωρούμενες Αρχιεπισκοπές, Μητροπόλεις και Επισκοπές, αλλά να μνημονεύεται η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Αυτοκέφαλου Εκκλησίας του Ελληνικού Κράτους.

γ.)Είναι η Συνοδική Πατριαρχική Πράξη του Οικ. Θρόνου του 1882, που παραχωρεί, «Κανονικώ και πάλι δικαιώματι», στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία του Ελληνικού Βασιλείου τις παροικίες Ηπείρου και Θεσσαλίας, που ανήκουν στον αγιώτατο αποστολικό πατριαρχικό Οικουμενικό Θρόνο, ήτοι: Την Μητρόπολη Λαρίσης με τις Επισκοπές Τρίκης, Σταγών, Θαυμακού και Γαρδικίου, και τις Μητροπόλεις Άρτης, Δημητριάδος και Φαναριοφερσάλων και Πλαταμώνος, ακόμη δε και είκοσι χωριά της Μητροπόλεως Ιωαννίνων εκ του τμήματος Τσουμέρκων και τρία χωριά της Μητροπόλεως του τμήματος Μαλακασίου. 

Μαζί με την παραχώρηση των ως άνω Μητροπόλεων, Επισκοπών, και τα χωριά, η Πατριαρχική Πράξη του 1882 συμπεριλαμβάνει,«…και τας εν αυταίς υπαρχούσας ιεράς πατριαρχικάς και σταυροπηγιακάς Μονάς είναι διά παντός του λοιπού και λέγεσθαι και παρά πάντων γιγνώσκεσθαι και εκκλησιαστικώς ηνωμένας και συνημμένας αναποσπάστως τη αγία αυτοκεφάλω Εκκλησία της Ελλάδος και υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας ταύτης διακυβερνάσθαι, προς αυτήν τε έχειν την κανονικήν και άμεσον υποταγήν και αναφοράν, και του ονόματος αυτής μνημονεύειν…».

δ.)Υπάρχει και η εντελώς ανυπόληπτη, από Κανονικής και Εκκλησιολογικής επόψεως για το θέμα αυτό, Πατριαρχική Πράξη του 1928 του Οικ. Θρόνου, όπου παραχωρούνται υποχρεωτικά από Κανονικής και Εκκλησιολογικής πλευράς στο Βασίλειον της Ελλάδος οι Επαρχίες Μακεδονίας και Θράκης, και η οποία, σε αντίθεση με τις προειρημένες Πατριαρχικές Πράξεις, αναιρεί τα πάντα, και κινούμενη «ετσιθελικά» και όλως εκτός της Κανονικής και Εκκλησιολογικής τάξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, και των Εθνικών δικαίων, στον Θ΄ Όρο απαιτεί: 

«Όπως, οι εν Ελλάδι Μητροπολίται του Οικουμενικού Θρόνου μνημονεύουσι του ονόματος του Οικουμενικού Θρόνου...».Όσα εξετέθησαν ανωτέρω, από τον απαραχάρακτο Πατριαρχικό Συνοδικό Τόμο του 1850, [όσον και από τις Πατριαρχικές Συνοδικές Πράξεις του 1866 και 1882], προκύπτει αβίαστα, από Κανονικής και Εκκλησιολογικής πλευράς, ότι οι ιεράρχες μιας Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας, και εν προκειμένω, της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας του Κράτους της Ελλάδος οφείλουν, Ιερουργούντες, να μνημονεύουν την Ιερά τους Σύνοδον, και ο πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου όλες τις Ορθόδοξες Επισκοπές. 

«...Ούτω δη και επί τούτοις καθισταμένην δια του παρόντος Συνοδικού Τόμου την Ιεράν εν Ελλάδι Σύνοδον... δαψιλεύομεν δε αυτή και πάσας τας προνομίας και πάντα τα κυριαρχικά δικαιώματα τα τη ανωτάτη εκκλησιαστική αρχή παρομαρτούντα, ίνα του λοιπού μνημονεύηται υπό των εν Ελλάδι αρχιερέων εν ταις ιδίαις επαοχίαις ιερουργούντων, του προέδρου αυτής μνημονεύοντος πάσης Επισκοπής Ορθοδόξων...».Με αυτά τα αναντίρρητα Κανονικά δεδομένα του Οικουμενικού Θρόνου, ήτοι: 

α.)Του ως άνω απαραχάρακτου Συνοδικού Τόμου και

β.)Τούτου επόμενες ως άνω Πατριαρχικές Συνοδικές Πράξεις του 1866 & 1882, και αγνοώντας τον Όρο Θ΄ της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928 ως λίαν αντι/Κανονική και αντι/Εκκλησιολογική, φρονώ, ότι οφείλει η αγία και Ιερά Σύνοδος της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, να ερευνήσει, έτι περαιτέρω, το όλον θέμα, και να προβεί σε τελεσίδικη Κανονικο/Εκκλησιολογική απόφαση, ώστε να τεθεί τέλος σε όλο αυτό το «αλαλούμ και τη χάβρα» που δημιουργείται κάθε τόσο, όταν, στην ώρα της Μνημόνευσης, κατά την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, Ιεράρχες της Αυτοκέφαλης Ορθοδόξου Εκκλησίας του Ελληνικού Κράτους και μέλη της αυτής ΔΙΣ, να μνημονεύουν διαφορετικά, λες και ανήκουν σε άλλη αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία. 

Και οφείλει αυτό να το πράξει η ΔΙΣ, το συντομότερο δυνατόν, ώστε όλα να γίνονται, «ευσχημόνως και κατά τάξιν» (Α' Κορ. 14,10), να σταματήσει του λοιπού αυτή η κακόγουστη «Βαβυλωνία», και να χαίρονται οι πιστοί, «βλέποντες υμών την τάξιν και το στερέωμα της εις Χριστόν πίστεως», (Κολ.2,5), γιατί «ου γαρ εστίν ακαταστασίας ο Θεός, αλλά ειρήνης» (Α' Κορ. 14,33).

Ταύτα «Άγιε» Πέτρας προς ενημέρωσή σας και αφήστε κατά μέρος τον Εκκλησιαστικό συναγερμό και τις νεροποντές και καλό συναπάντημα με τον αδελφό σας τον Πάπα στο Φανάρι μια και ανυπομονείτε και εσείς τόσο πολύ για αυτή την συνάντηση!!!
Π.Β.