14 Ιανουαρίου, 2014

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΠΑΠΑ ΠΑΥΛΟΥ ΣΤ' ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ

Μια συνάντηση που άργησε 525 χρόνια

 
Κείμενο
Του Καθηγητή Θεολογίας και Άρχοντα Ιερομνήμονα
 της Μ.τ.Χ.Ε κ. Αριστείδη Πανώτη

Πριν λίγες ημέρες συμπληρώθηκε μισός αιώνας από τη Πρώτη Συνάντηση Πάπα και Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα στις 5 και 6 Ιανουαρίου 1964. Η τελευταία συνάντηση των πρωθιεραρχών της λατινικής Δύσης και της ελληνικής Ανατολής, συνέβη στη Φλωρεντία πριν 525 χρόνια μεταξύ του πάπα της Ρώμης Ευγενίου Δ΄ και του πατριάρχη Κων/πόλεως Ιωσήφ Β΄. Κατά την περίοδο της β΄ χιλιετίας της Εκκλησίας οι σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών της Ρώμης και της Κων/πόλεως είχαν αρνητικά φορτιστεί από πολλά γεγονότα και από οξύτατους πολεμικούς αντίλογους.

Για να επικρατήσει και πάλι το κλίμα συμφιλιώσεως χρειάζονταν ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες από φωτισμένους και τολμηρούς ταγούς της Εκκλησίας που συνειδητοποιούσαν την κοινή κληρονομιά και το χρέος να στηρίξουν την επανάκτηση της αδελφότητας μέσα στη Μία Εκκλησία.  Στις 21 Σεπτεμβρίου 1963 ο πάπας Παύλος Στ΄ γνωστοποίησε την απόφασή του για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου και ο πατριάρχης Αθηναγόρας όταν ερωτήθηκε δήλωσε πως: «Αν ο Πάπας μας αναγγείλει επίσημα την απόφασή του θα προσκληθεί ζωηρό το ενδιαφέρον μας για αυτήν».

Στη σκέψη του η μακρά ποιμαντική εμπειρία του σε χώρους διχασμών είχε εδραιώσει ένα «βίωμα ενότητας», το οποίο συναντήθηκε με το Πανορθόδοξο αίτημα (26-30/9/1963) για ένα Διάλογο «επί ίσοις όροις». Αυτό μεταφέρθηκε στο Βατικανό και έγινε αποδεκτό από τον Πάπα. Αποστέλλεται στο Φανάρι ο π. Πέτρο Ντυπρέ για να ενημερώσει τον Πατριάρχη. Η πλειονότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών συμφωνεί για την συνάντηση, πλην δύο! Διαφωνούν η Ρωσική και η Ελλαδική Εκκλησία, η κάθε μία για διαφορετικούς λόγους.

Η πρώτη βρίσκεται υπό σοβιετικό έλεγχο και από το 1948 επιχειρεί να υποκαταστήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στοχεύοντας σε μια «Κόμιντερ της Ορθόδοξης». Η δεύτερη έχει ήδη βραχυκυκλωθεί από «Ηρακλείδες της Ορθοδοξίας»! Στις 4 Ιανουαρίου 1964 ο πάπας Παύλος Στ΄ φθάνει στις 5 μ.μ. στα Ιεροσόλυμα μέσω Αμμάν της Ιορδανίας. Όταν ανέρχεται στο Γολγοθά ο Αγιοταφίτης φύλακάς του π. Δανιήλ του προσφέρει λαμπάδα και την ανάβει και προσεύχεται, πρηνής στο σημείο πήξεως του Σταυρού.

Όταν εγείρεται αγκαλιάζει τον π. Δανιήλ και του λέγει γαλλικά: «Ευχαριστώ Έλληνες που φυλάξατε δια μέσου τόσων αιώνων αυτόν τον γλυκύτερο τόπο του κόσμου»! Την Κυριακή Προ των Φώτων, 5 Ιανουαρίου 1964, φθάνει στα Ιεροσόλυμα με τη συνοδεία του μέσω Ρόδου και Αμμάν και ο πατριάρχης Αθηναγόρας. Προσκυνά στον Πανάγιο Τάφο και ανέρχεται στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο. Στις 9 μ.μ. μεταβαίνει στο κτήριο της παπικής αντιπροσωπείας και εκεί τον υποδέχθηκε με δάκρυα στα μάτια ο πάπας Παύλος Στ΄! Και οι δύο ανοίγουν αυθόρμητα τις αγκαλιές τους και δίνουν τον εν Χριστώ ασπασμό!

Οι παριστάμενοι κλαίνε και ριγούν. Σε λίγο οι δύο προχωρούν στην επίσημη αίθουσα υποδοχής όπου είναι τοποθετημένοι δύο ισοϋψείς θρόνοι. Στην αριστερή πλευρά κάθισε ο Πάπας και πρόσφερε την δεξιά τιμητική θέση στον Πατριάρχη. Παρέμειναν εκεί αρχικά κεκλεισμένων των θυρών μόνοι επί 14 λεπτά. Όπως μου διηγήθηκε αργότερα ο Πατριάρχης,  ο Πάπας με αγάπη και ταπείνωση εξέφρασε την αγαλλίασή του για εκείνη τη στιγμή και πρόσθεσε πως δεν πρέπει τα θλιβερά περιστατικά του παρελθόντος να δεσμεύουν τη πορεία προς τα εμπρός της Εκκλησίας.

Ο Πατριάρχης ευχαρίστησε τον Πάπα για τις σκέψεις του και τόνισε την απόλυτη συμφωνία του για την εφαρμογή ενός κοινού προγράμματος προς αναθέρμανση της πληγωμένης αγάπης από τις εκατέρωθεν πολεμικές και τις πολλές παρερμηνείες της κοινής πίστεως. Ακολούθως έγιναν οι συστάσεις των ακολουθιών τους και η προσφώνηση του Πατριάρχη ελληνικά. Αυτή επισήμανε πως η νύκτα της διαιρέσεως πρέπει να παρέλθει και να ανατείλει η Ημέρα της αρχαίας ενότητας με την αναζήτηση νέων τρόπων γεφυρώσεως του χάσματος της διαιρέσεως.

Μετά άρχισε η ανάγνωση της «αρχιερατικής προσευχής» του Ιησού. (Ιωάννη κεφ.17) ελληνικά και λατινικά που έκλεισε με την από κοινού απαγγελία της Κυριακής προσευχής, δηλαδή του «Πάτερ ημών». Τέλος, ο Πάπας πρόσφερε στον Πατριάρχη Ευχαριστιακά σκεύη και μέσα σε θερμές εκδηλώσεις ιεραρχών, πρεσβευτών και δημοσιογράφων που παρέστησαν, έληξε η πρώτη Συνάντηση Πάπα και Πατριάρχη. Στις 9.50 π.μ. της 6 Ιανουαρίου, εορτή των Θεοφανείων, ο Παύλος Στ΄ ανταπέδωσε την επίσκεψη του στο κατάλυμα του Πατριάρχη.

Αντήλλαξαν και πάλι σαν παλαιοί γνώριμοι ένθερμα τον εν Χριστώ ασπασμό και συνομίλησαν και πάλι μόνοι. Αναλογίστηκαν τις δυσκολίες για την άρση των παρεξηγήσεων και συμφώνησαν να βρεθεί η «συγκλίνουσα οδός» που θα αποκαταστήσει προοδευτικά την ενότητα Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων. Μετά ο Πάπας εξήρε την απαρχή μίας ευλογημένης συμπορείας και συνεχίστηκε η ανάγνωση της «αρχιερατικής προσευχής» που κατέληξε στην από κοινού απαγγελία ελληνικά και λατινικά του «Πάτερ ημών».

 
Ο Πάπας ερωτά ευγενικά τον Πατριάρχη: «Αγιώτατε, θα θέλατε να ευλογήσουμε μαζί την Οικουμένη;»Ο Πατριάρχης απήντησε:"Ευχαρίστως"! Και ευλόγησαν τους παριστάμενους και τον κόσμο για πρώτη φορά μετά από αιώνες. Ο πατριάρχης Αθηγαγόρας τότε πρόσφερε στον Πάπα πολύτιμο αρχιερατικό εγκόλπιο, διάσημο της αναγνωριζόμενης διαχρονικά αρχιερωσύνης του επισκόπου της Ρώμης γιατί παρά τα 1000 χρόνια του χωρισμού ουδέποτε καταστάθηκε έκπτωτος συνοδικά ο Ρώμης ως αιρετικός για να εκλεγεί στη καθέδρα του ορθόδοξος επίσκοπος!

Τότε Παύλος Στ΄ έβγαλε τη «στόλα» του και ο Πατριάρχης του φόρεσε το εγκόλπιο, ενώ οι παριστάμενοι. με έκδηλη συγκίνηση αναφωνούσαν με χειροκροτήματα: το «Άξιος»! «Άξιος»!Έκτοτε οι δύο πρώτες αυτές Συναντήσεις λογίζονται ως Ιερές και Χριστοθέλητες πράξεις αφού εγκαινίασαν την πορεία του Διαλόγου της Αγάπης.

Ας σημειωθεί ότι επί μισό αιώνα προσκομίστηκαν στην Ιστορία της Εκκλησίας άλλες έξη (6) Επανασυναντήσεις Πάπα και Πατριάρχη και εγκαινιάστηκαν οι συνεορτασμοί των εκατέρωθεν θρονικών εορτών στις οποίες κατατέθηκαν σπουδαία κείμενα και επί πλέον έγιναν: η Άρση των Αναθεμάτων και η Επανακομιδή πολλών ιερών λειψάνων στην Ορθοδοξία και εκδηλώθηκε δημόσια η ταυτότητα θέσεων για την παγίωση της ειρήνης, την προστασίας της φύσεως, καθώς και η καταδίκη της βίας και της πείνας και πολλές άλλες κοινές θετικές παρεμβάσεις που καταγράφηκαν ως θετικά βήματα στην σύγχρονη Εκκλησιαστική Ιστορία.

Μετά από μία δεκαπενταετία Διαλόγου Αγάπης, στις 29 Μαου 1980 με Πανορθόδοξη απόφαση συνεστήθη και ο Θεολογικός Διάλογος στην νήσο Πάτμο, αφού πέρασε από Συμπληγάδες «ιερών εξετάσεων» εκ μέρους των αντιφρονούντων. Η Διμερής θεολογική Επιτροπή από μέλη των δύο Εκκλησίες κατέθεσε αξιόλογα κείμενα συγκλήσεων που πήραν το όνομά τους από το όνομα του τόπου που συντάχθηκαν και αποτελούν πλέον σταθερές βάσεις για την επέκταση του Θεολογικού Διαλόγου.

Όμως δεν. είναι ακόμη εύκολο αυτά να τα κατανοήσουν όσοι είναι δεμένοι με τη μεθοδολογία της αντιρρητικής τακτικής του παρελθόντος και προσπαθούν να τα διαβάλουν με διάφορες «θνητές φλυαρίες».

Όμως στην Ιστορία της Εκκλησία δεν καταγράφονται γνώμες όσων μονολογούν με σοφιστίες και διάφορα προσωπεία. Η συμπορεία μισού αιώνα δείχνει πως παρά τις δυσκολίες είναι δυνατή η αναπνοή και από τους δύο πνεύμονες της αυτής Εκκλησίας, «ίνα ο κόσμος πιστεύσει» ( Ιω. ιζ΄ 23).
 


14/1/2014 - ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΟΝΤΡΑΣ ΜΟΣΧΑΣ - ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΡΩΜΗΣ


Η κόντρα Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης και Πατριαρχείου Μόσχας σε σχέση με την πρωτοκαθεδρία στην Ορθοδοξία, έχει παγκοσμιοποιητικές κινήσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου καθώς, η διαρκής συνεργασία του με τον αμερικανικό παράγοντα καθώς και σε γενικές γραμμές η αδιαφορία για τους Ελληνορθόδοξους της Μέσης Ανατολής, έδωσε το πάτημα στην Εκκλησία της Ρωσίας να αμφισβητεί το ιστορικό πρωτείο της Κωνσταντινούπολης, μιας και η κάθε χώρα έχει τα συμφέροντά της.

Με μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση κατά καιρούς και κυρίως προς τη Μόσχα, εθεωρήθη η συνεχιζόμενη επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη όπως στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος χοροστάτησε κατά την άφιξή του στη δοξολογία για την εορτή του Αγίου Δημητρίου. Πίσω από την παρουσία του κ. Βαρθολομαίου βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη μια νέα, σφοδρή σύγκρουση Φαναρίου και Μόσχας με το άρωμα ακόμη και σχίσματος να πλανάται στον αέρα και τη μέλλουσα να πραγματοποιηθεί Πανορθόδοξη Σύνοδο να χάνεται στον ορίζοντα.

Αφορμή δύο πρόσφατα γεγονότα, το ένα εκ των οποίων πέρασε απαρατήρητο, που σηματοδοτούν τη μεγαλόπνοη στρατηγική της Ρωσικής Εκκλησίας, που συνοψίζεται σε δύο στοχεύσεις, την υποβάθμιση και αμφισβήτηση του ιστορικού «πρωτείου» της Κωνσταντινούπολης σε διορθόδοξο επίπεδο με διαχριστιανικές προεκτάσεις και την ταυτόχρονη, δραστική αντικανονική επέκταση των γεωγραφικών ορίων της σε όλο το μήκος και πλάτος της γης, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζεται, με πρώτη αιχμή, εκτός τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, την Κίνα και την Ιαπωνία.

Η αυτοκρατορική επεκτατική στρατηγική αυτή, που κινείται παράλληλα με μια αντίστοιχη, σε ό,τι αφορά την Ασία, του Βατικανού και του νέου Πάπα, ενέχει ταυτόχρονα και σαφείς γεωπολιτικού χαρακτήρα πολιτικές προεκτάσεις μέσω της δυναμικής αρωγής του προέδρου Πούτιν. Η έντονη αντίδραση του Φαναρίου αντανακλάται σε τρεις επιστολές του κ. Βαρθολομαίου, μία προς τον Πατριάρχη Μόσχας κ. Κύριλλο και δύο ενημερωτικές προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Κ.κ.   Ιερώνυμο, όπου θεωρεί η Μόσχα ότι εκκλησιαστικώς τής ανήκει, το αποκαλούμενο «κανονικό έδαφός» της.

Τα δύο γεγονότα που προκάλεσαν την οξύτατη αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου αφορούν τα όσα συνέβησαν αφενός κατά τη διάρκεια, του Ιουλίου, των πανηγυρικών εκδηλώσεων για τον εορτασμό των 1025 χρόνων από τον εκχριστιανισμό των Ρως, αφετέρου σε μια απαρατήρητη απόφαση, τον περασμένο Φεβρουάριο, της Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας, με την οποία χωρίς να ρωτήσει κανέναν και παραβιάζοντας τους κανόνες επέκτεινε τα γεωγραφικά της όρια στην Κίνα και την Ιαπωνία, οι οποίες πλέον θεωρούνται - κατά τη Μόσχα εννοείται- «ρωσικό κανονικό έδαφος»!

Τα σημεία αιχμής, όπως προκύπτει από την ανάγνωση της επιστολής του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τον κ. Κύριλλο αφορούν στα γεγονότα του Ιουλίου, και ειδικότερα:

α)Την αποσιώπηση της καθοριστικής συμβολής της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως στον εκχριστιανισμό των Ρως.

β)Την αντικανονικού χαρακτήρα υποβάθμιση της, υπό τον Μητροπολίτη Γαλλίας Εμμανουήλ, αντιπροσωπείας του Πατριαρχείου.

γ)Την αντικανονική επίσης αναβάθμιση, αντίθετα, υπό τον τίτλο μάλιστα του «προκαθημένου» του Μητροπολίτη Τύχωνος, επικεφαλής της «αυτοκεφάλου» αποκαλούμενης «Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αμερικής».

δ)Την αιφνιδιαστική με πολιτική χροιά και χωρίς προσυνεννόηση παρουσίαση κειμένου για την καταδίκη της βίας στη Μέση Ανατολή, γεγονός που ήδη είχε εκφρασθεί πολλάκις και πιο επίσημα στη Σύναξη, το 2011, των Προκαθημένων των Ορθόδοξων Εκκλησιών της Μέσης Ανατολής στο Φανάρι, στην οποία προφανώς και η κίνηση στόχευε.

«Τα αποτελέσματα των εορτασμών τούτων», σημειώνει στην επιστολή του προς τον Πατριάρχη Μόσχας ο κ. Βαρθολομαίος, «δεν ήσαν τα αναμενόμενα, λόγω των επισυμβάντων δυσαρέστων και ουχί κανονικώς αιτιολογουμένων γεγονότων, τα οποία προυκάλεσαν λύπην και ερωτηματικά ποικίλα ως προς τον στόχον και τον σκοπόν της διοργανώσεως των εορτασμών.

Και τούτο παρά την γενομένην προεργασίαν μεταξύ του Αρχηγού της ημετέρας Αντιπροσωπείας Ιερωτάτου Μητροπολίτου Γαλλίας κυρίου Εμμανουήλ και του Ιερωτάτου Μητροπολίτου Βολοκολάμσκ κυρίου Ιλαρίωνος, καθ’ ην διετυπώθησαν σαφώς και κατηγορηματικώς αι κανονικαί θέσεις και απόψεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και επήλθε συμφωνία εις πάντα τα συζητηθέντα σημεία, ιδία όσον αφορά εις ενίας σημαντικάς λεπτομερείας, απτομένας θεσμικών και κανονικών αξιών, ο μη απόλυτος σεβασμός των οποίων τραυματίζει τας διμερείς σχέσεις και την πανορθόδοξον ενότητα και συνεργασίαν, τόσον απαραίτητον εις την σύγχρονον καταλυτικήν των ηθικών αξιών εποχήν, κατά την οποίαν επιβεβλημένη, πεποίθαμεν, τυγχάνει η ενίσχυσις της πανορθοδόξου ενότητος εν υπερβάσει ιδιοτελών βλέψεων…».

Για το θέμα της αποσιώπησης της συμβολής της Κωνσταντινούπολης στον εκχριστινισμό των Ρως ο κ. Βαρθολομαίος είναι καυστικός: «… ουδεμία τοιαύτη αναφορά της συμβολής της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως εις τον εκχριστιανισμόν των Ρως εγένετο, απευθύνομεν δε εις εαυτούς και αλλήλους την απορίαν: διά τι εκλήθη το Οικουμενικόν Πατριαρχείον;

 Μήπως διά να παραστή ως απλούς θεατής της αναμνήσεως γεγονότων εις τα οποία τούτο υπήρξε πρωτεργάτης και φωτιστής και ποδηγέτης και καθοδηγητής επί μακράν σειράν αιώνων μέχρι της χειραφετήσεως της Υμετέρας Εκκλησίας υπ’ αυτού εις Αυτοκέφαλον και της ανυψώσεως εν συνεχεία εις την Πατριαρχικήν τιμήν διά του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου επί Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου του Β΄ ή μήπως διά να επευλογήση διά της παρουσίας αυτού αντικανονικάς ενεργείας, ως αι κατωτέρω ενδεικτικώς σημειούμεναι…».

Στη συνέχεια ο κ. Βαρθολομαίος αναφέρεται στο πολύ σοβαρό θέμα της αναβαθμισμένης παρουσίας του κ. Τύχωνος που θεωρεί ως προσπάθεια επιβολής τετελεσμένων γεγονότων, ενώ αφήνει, για όποιον γνωρίζει τη φαναριώτικη ορολογία, αιχμές για ενέργειες που οδηγούν ακόμη και σε σχίσμα: «…Λύπην προκάλεσεν ότι ο επι κεφαλής της ούτω αποκαλούμενης ‘’Ορθόδοξης Εκκλησίας εν Αμερική’’… μη αναγνωριζομένης…υπό του συνόλου της Ορθοδοξίας Ιερώτατος Μητροπολίτης κύριος Τύχων συμμετέσχεν εις τας τελεσθείσας Θείας Λειτουργίας (σ.σ. σε Μόσχα, Κίεβο και Μινσκ) ως ‘’προκαθήμενος’’ αυτοκεφάλου Εκκλησίας, παρά την επιτευχθείσαν προηγουμένως επί του προκειμένου συμφωνίαν… όπως ούτως λειτουργήση εις την τάξιν των απλών Ιεραρχών».

Κάτι που «….ωδήγησεν ορθώς την ημετέραν Πατριαρχικήν Αντιπροσωπείαν εις την απόφασιν να μην συνιερουργήση κατά την εν Κιέβω τελεσθείσαν Θείαν Λειτουργίαν, παραστή δε απλώς συμπροσευχόμενη… Γνωστή Υμίν τυγχάνει η άποψις ότι όταν υπάρχουν διαφωνίαι μεταξύ των Εκκλησιών δεν πρέπει αύται να οδηγούν εις σχίσμα. Υπό τοιαύτης ασφαλώς αρχής εμπνεομένη η ημετέρα Αντιπροσωπεία δεν αντέδρασεν κατά το εν Μόσχα συλλείτουργον, παρ’ όλον ότι αντελήφθη την αντικανονικότητα της ιδιότητος υφ’ ην συμμετέσχεν ο ειρημένος ιεράρχης Τύχων… Είναι προφανές ότι η πανορθοδόξως μη αποδεκτή ιδιότης του Μητροπολίτου Τύχωνος ως ‘’προκαθημένου’’ αυτοκεφάλου Εκκλησίας δεν είναι δυνατόν να επιβληθή διά τετελεσμένων γεγονότων…».

Η αιφνιδιαστική παρουσίαση κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων ενός κειμένου για τη Μέση Ανατολή που καταδίκαζε τη βία εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο δυναμικής παρουσίας της Ρωσίας, στο οποίο καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η εκκλησιαστική διπλωματία μέσω της συστηματικής προσπάθεια εδραίωσης ενός ιδιότυπου «ρωσικού τόξου» με έδρα τη Μόσχα και έκταση σε όλο τον κόσμο. Ο στόχος αυτός εξυπηρετείται αφενός με τη συνεχιζόμενη ένταξη στην κανονική δικαιοδοσία της Μόσχας όλων των Εκκλησιών των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αφετέρου σε μια επεκτατική πολιτική του Ρωσικού Πατριαρχείου, με πρόσφατο παράδειγμα την επέκταση της δικαιοδοσίας του σε Κίνα και Ιαπωνία. 

Το τελευταίο αυτό γεγονός αποφάσισε η Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον περασμένο Φεβρουάριο χωρίς να το αντιληφθεί το Φανάρι, όπως προκύπτει από την ενημερωτική επιστολή του κ. Βαρθολομαίου προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Κ.κ. Ιερώνυμο. Πρόκειται για την επέκταση «… των ορίων της κανονικής δικαιοδοσίας αυτής εκτός των υπό του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου περί εγκαθιδρύσεως του εν Ρωσσία Πατριαρχικού Θρόνου επί πατριαρχίας εκ των προκατόχων ημών Ιερεμίου του Β΄… και των προβλεπομένων γεωγραφικών ορίων αυτής… Διά της ‘’αποφάσεως’’ ταύτης», σημειώνει ο κ. Βαρθολομαίος, «ασφαλώς και προκαλείται μεγίστη σύγχυσις εις την λειτουργίαν του παναρμονίου θεσμού της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί τη βάσει των θείων και ιερών κανόνων Οικουμενικών και τοπικών Συνόδων, αλλά και των εχόντων παραμόνιμον ισχύν εν τη πράξει Πατριαρχικών και Συνοδικών Τόμων του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανακηρύξεως πασών των νεωτέρων αυτοκεφάλων και αυτονόμων Ορθόδοξων Εκκλησιών από της Ρωσσίας μέχρι και της Τσεχίας και Σλοβακίας.

Διά της εώλου και επί ουδεμιάς βάσεως ερειδομένης ‘’συνοδικής αποφάσεως’’ ταύτης της αδελφής Εκκλησίας της Ρωσίας δύναται να εισαχθή παράλληλος δικαιοδοσία αυτής ή οιασδήποτε άλλης επιθυμούσης τούτο Εκκλησίας και η διείσδυσις εις το κανονικόν έδαφος άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενέργεια η οποία αποτελεί, κατά κανονικήν ακρίβειαν, βαρυτάτην εκκλησιολογικήν παρέκκλισιν εκ της καθιερωμένης εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία κανονικής τάξεως, αίρουσα την απ’ αιώνων κανονικήν αρχήν του αλληλοσεβασμού των καθωρισμένων γεωγραφικών ορίων των εκασταχού Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ως και αυτής της καταδίκης εισπηδήσεως εις αλλοτρίαν δικαιοδοσίαν. Πολλώ δε μάλλον, αναπτύσσει τοιουτοτρόπως τα όρια αυτής, αμέσως, εις παν μήκος και πλάτος της γης, ένθα υφίστανται, παρά την κανονικήν ακρίβειαν, έστω υποτυπώδεις, ως εν Κίνα και Ιαπωνία και Άπω εν γένει Ανατολή, παρουσίαι της Εκκλησίας της Μόσχας».

Η επίσημη θέση, για τους μη γνωρίζοντες, του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε ό,τι αφορά τη Ρωσική Εκκλησία όπως τη διατύπωσε παλαιότερα ο Μητροπολίτης Τυρολόης κ. Παντελεήμων, είναι ότι το «εδαφός της» εκτείνεται «εις πάσαν την Ρωσίαν», δηλαδή εντός των ορίων της ρωσικής επικράτειας και το «ιεραποστολικόν έδαφος» εντός των ορίων της καθορισμένης επισήμως γεωγραφικής εκτάσεώς της και όχι εκτός αυτής.Το ενδιαφέρον της Μόσχας συστοιχίζεται με αυτό του Βατικανού, για το οποίο η Ασία και δη Ιαπωνία και Κίνα αποτελούν στόχο των προγραμματιζόμενων επισκέψεων του νέου πάπα Φραγκίσκου. Μια τεράστια περιοχή προσηλυτισμού έχει αναδυθεί, το ενδιαφέρον της Μόσχας δεν είναι μόνο εκκλησιαστικής υφής, αλλά και πολιτικό. 

Το πολιτικό άρωμα των παρεμβάσεων της Ρωσικής Εκκλησίας είναι από χρόνια γνωστό, στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η κίνηση με το κείμενο για τη Μέση Ανατολή. Ένα μέρος του «ρωσικού τόξου» προκύπτει από το χάρτη που έχει επεξεργασθεί η Ρωσική Εκκλησία, ο οποίος αποτυπώνει αυτό που αναφέρει ο Οικουμενικός Πατριάρχης για το μήκος και το πλάτος όλης της γης, κάτι που σηματοδοτεί και η αναβάθμιση, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, της παρουσίας του Μητροπολίτη Τύχωνα.Τα πρόσφατα γεγονότα ήδη έχουν προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες, μία εκ των οποίων φάνηκε πρόσφατα με αφορμή τις εκδηλώσεις στη Νις για τα 1700 χρόνια από την υπογραφή του Διατάγματος των Μεδιολάνων.Εκεί, δεν υπήρξε κοινή συνάντηση των παρευρισκόμενων Προκαθημένων, καθώς ο κ. Βαρθολομαίος είχε μόνο κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τους επικεφαλής των Εκκλησιών.

Μια δεύτερη πολύ πιο σοβαρή παρενέργεια αφορά στη μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, η σύγκληση της οποίας και πάλι απομακρύνεται. Και δεν είναι μόνο τα πρόσφατα γεγονότα που συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά η επιδίωξη της Μόσχας για την ύπαρξη συλλογικής προεδρίας, αλλά και της όσο το δυνατόν ευρύτερης εκπροσώπησης αρχιερέων.Είναι προφανές, ότι το «εργοτάξιο» με την αρωγή της πολιτικής εξουσίας στοχεύει πέραν των άλλων και στη συγκέντρωση πλειοψηφιών και δύναμης στο πλαίσιο της Πανορθόδοξης Συνόδου.

Εμείς κλείνοντας προς το παρόν αυτή την  ανάλυση από το Ιστολόγιό μας, αφού πρώτα ευχηθούμε να έχει αίσιο τέλος αυτή η κόντρα, θα θέλαμε ταπεινά να ζητήσουμε από τον Μόσχας κ. Κύριλλο και τον Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίο να αφήσουν πίσω τα προσωπικά τους συμφέροντα ώστε να βάλουν μπροστά το καλό της Εκκλησίας και του λαού που ποιμαίνουν και να παραδειγματιστούν από τον ταπεινό και αθόρυβο Προκαθήμενο της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος Κ.κ. Ιερώνυμο, όπου από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο έδειξε με την απλότητά του και τον καθαρό του λόγο τι είναι η Έκκλησία!

Π. ΒΟΙΩΤΟΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΤΩΤΕΡΩ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΙΚΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ
ΚΑΙ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ

1) Παπικό πρωτείο (θέσεις άλλων δογμάτων)

Σχετικά με το θρησκευτικό θεσμό του Παπικού πρωτείου της Καθολικής Εκκλησίας υπάρχουν εναλλακτικές θέσεις από άλλα Χριστιανικά δόγματα και θρησκείες.

Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία

Η Ορθόδοξη Εκκλησία πρεσβεύει ότι ο Επίσκοπος Ρώμης απελάμβανε πρεσβείων τιμής στα πλαίσια της παλαιάς Πενταρχίας των Πατριαρχείων της ενιαίας Εκκλησίας. Μετά το Σχίσμα του 1054 ως πρωτόθρονη Εκκλησία στον ορθόδοξο κόσμο υφίσταται το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Προκαθήμενός του είναι "πρώτος μεταξύ ίσων" στη σχέση του με τους Προκαθημένους των Αυτοκέφαλων Ορθόδοξων Εκκλησιών.

Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για το Παπικό πρωτείο

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, θεωρείται αδύνατο να επιτευχθεί ενότητα μεταξύ Ανατολής και Δύσης χωρίς αλλαγές στη διδασκαλία που αφορά στο παπικό πρωτείο. Το εμπόδιο αυτό παραμένει ισχυρό, καθώς, εκτός άλλων, η αποδοχή του με τη σημερινή μορφή θα σήμαινε και αποδοχή όλων των άλλων δογματικών διαφορών που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (π.χ. το αλάθητο του Πάπα). Η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει ότι το πρωτείο της Ρώμης έλκει την καταγωγή του από τρεις παράγοντες:

Πρώτον, η Ρώμη ήταν η πόλη στην οποία ο Απόστολος Πέτρος και ο Απόστολος Παύλος μαρτύρησαν και στην οποία ο Πέτρος ήταν επίσκοπος. Οι Ορθόδοξοι δεν παραβλέπουν τα σχετικά χωρία της Καινής Διαθήκης και αναγνωρίζουν τον Πέτρο ως τον πρώτο μεταξύ των Αποστόλων, σαφώς όμως, και με βάση τη Γραφή, δεν συσχετίζουν την έννοια αυτή με καμμία υπεροχή εξωτερικής δυνάμεως και δικαιοδοσίας.

Δεύτερον, η έδρα της Ρώμης, όφειλε το πρωτείο της στη θέση που κατείχε στην Αυτοκρατορία. Όταν όμως η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη - τη «Νέα Ρώμη» - ο Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως μπορούσε να αξιώσει μια θέση σπουδαιότητας και προνομίου ίση με εκείνη του Επισκόπου της «Παλαιάς Ρώμης».

Τρίτον, αν και υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις όποιες οι Πάπες υπέπεσαν σε αίρεση, εν τούτοις, κατά τους πρώτους οκτώ αιώνες της εκκλησιαστικής ιστορίας, η έδρα της Ρώμης κήρυξε με προσήλωση στην αλήθεια, και έτσι οι άνθρωποι απευθύνονταν κυρίως στη Ρώμη για καθοδήγηση. Αλλά ούτε το γεγονός αυτό είναι κάτι που ανατρέπει την ουσιαστική ισότητα των επισκόπων, κατά την οποία ο Πάπας είναι ο πρώτος μεταξύ ίσων.

Έτσι, η Ορθόδοξη θέση παραμένει αμετακίνητη επάνω σε αυτό το ζήτημα: Κανένας Επίσκοπος ή Πάπας ή Πατριάρχης δεν είναι υπεράνω του συνόλου των επισκόπων καθώς το Αλάθητο είναι ένα χάρισμα του Αγίου Πνεύματος που αποδίδεται σ' ολόκληρη την Εκκλησία, και όχι στον πρώτο των Επισκόπων μόνο.

Προτεραιότητα σε όλα τα θέματα που αφορούν την Εκκλησία θα πρέπει να έχουν οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον Πάπα ως τον πρώτο και ύπατο των επισκόπων του κόσμου, αλλά κατά το πρωτείο τιμής μόνο, και ίσο σε δικαιοδοσία προς τους άλλους επισκόπους, ή καλύτερα, Πατριάρχες. Η υπάρχουσα όμως μορφή του πρωτείου, κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, επηρεάζει αρνητικά την όλη δομή της Εκκλησίας, την Εκκλησιολογία της και τη διοίκηση της.

Σύμφωνα με τον καθηγητή και μητροπολίτη Περγάμου Ζηζιούλα, «οι Ορθόδοξοι είναι έτοιμοι να δεχθούν την ιδέα ενός οικουμενικού πρωτείου και, σύμφωνα με τους κανόνες της αρχαίας Εκκλησίας, ο επίσκοπος της Ρώμης είναι ο πρώτος»[1].

Πού βρίσκεται το εμπόδιο; Η διαφωνία εκδηλώνεται σε σχέση με ένα θεμελιώδες πρόβλημα: Μπορεί ο επίσκοπος της Ρώμης να παρεμβαίνει στις τοπικές Εκκλησίες;

Είναι, λοιπόν, θέμα δικαιοδοσίας. Εσείς ποια απάντηση δίνετε; Δεν μπορούν να υπάρχουν παρεμβάσεις, χωρίς απόφαση που να λαμβάνεται από κοινού με τους άλλους επισκόπους.

Με δυο λόγια, ο επίσκοπος της Ρώμης οφείλει να δρα μαζί με τη Σύνοδο.» Επιπλέον προβάλλει το επιχείρημα ότι σύμφωνα με τους Εκκλησιαστικούς Κανόνες, η έδρα της Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι μόνο μία από τις Εκκλησιαστικές Επαρχίες, άλλα θεωρείται ως μια αρχή συνδεδεμένη όχι μόνο με τη δική της επισκοπή, αλλά και με ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία ανά τον κόσμο. Από τον 5ο αιώνα, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ως Επίσκοπος της Νέας Ρώμης, αναγνωρίστηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους ως ο ίσος κατά τη δύναμη και τα πρεσβεία τιμής με τον Επίσκοπο της Παλαιάς Ρώμης (Κανόνας 2 της Β' Οικουμενικής Συνόδου και Κανόνες 28 και 36 της Δ' Οικουμενικής Συνόδου).

 Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί οτι ο παπισμός επιδίωξε να μετατρέψει το πρωτείο τιμής και κύρους του αρχαίου συστήματος των πατριαρχείων, σε δικαιοδοτική εξουσία με ανύψωση της Ρώμης πάνω από όλα τα άλλα πατριαρχεία, ώστε να καταστεί ο παπικός θρόνος η μία και μοναδική αρχή της χριστιανοσύνης που θα στηριζόταν πλέον όχι στη συνοδικότητα, αλλά στα παπικά διατάγματα και ανακοινώσεις.Την δικαιοδοσία της εξουσίας που ο Πάπας επιδίωκε να ασκήσει σε όλους τους άλλους πατριάρχες, το πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως την αρνιόταν, μη αναγνωρίζοντας στον πατριάρχη της «Πρεσβυτέρας Ρώμης» παρά μόνο το τιμητικό προβάδισμα λόγω αρχαιότητας της Εκκλησίας. 

Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία, ήταν πάντα σαφές ότι τα βυζαντινά κείμενα πριν τον 11ο αιώνα, όταν αναφέρονταν στην ιδέα περί πρωτείου, αυτό γινόταν ρητορικά, χωρίς κανείς να αναγνωρίζει τις μεταγενέστερες μοναρχικές αξιώσεις του Πάπα με τις πολιτικές και εκκλησιαστικές προεκτάσεις που εμφανίστηκαν κυρίως από το 1100, όταν η δυτική έκκλησιολογία είχε μετατοπιστεί αδιαμφισβήτητα προς την κατεύθυνση της παπικής μοναρχίας και υποστήριζε τις αξιώσεις της με μια νομικίστικη ερμηνεία των χωρίων της Καινής Διαθήκης που αναφέρονται στον άγιο Πέτρο.

Τεκμηρίωση: Τα δύο χωρία στα οποία στηρίχτηκε το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας περί Παπικού Πρωτείου ήταν:  (Ματθ. 16:18-19) καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών, και ο εάν δήσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ο εάν λύσης επί της γης, έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς. Και (Ιωάν. 21:15-17) Ότε ουν ηρίστησαν, λέγει τω Σίμωνι Πέτρω ο Ιησούς• Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων; λέγει αυτώ• ναι, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ• βόσκε τα αρνία μου. λέγει αυτώ πάλιν δεύτερον• Σίμων Ιωνά, αγαπάς με; λέγει αυτώ• ναι, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ• ποίμαινε τα πρόβατά μου. λέγει αυτώ το τρίτον• Σίμων Ιωνά, φιλείς με; ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπεν αυτώ το τρίτον, φιλείς με; και είπεν αυτώ• Κύριε, συ πάντα οίδας, συ γινώσκεις ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ ο Ιησούς• βόσκε τα πρόβατά μου.

Για το πρώτο χωρίο, οι υπερασπιστές του πρωτείου αναφέρονται στο σημείο όπου ο Ιησούς παραχώρησε στον Πέτρο τα "κλειδιά της βασιλείας των ουρανών" δίνοντάς του έτσι την εξουσία του "δεσμείν και λύειν" στον ουρανό και τη γη, συνδέοντας την αναφορά αυτή με ολόκληρο το ζήτημα της Σωτηρίας που κατ' αυτούς μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω της εκκλησίας του Πέτρου. Ασφαλώς όμως, τίποτε περισσότερο δεν δόθηκε στον Πέτρο από ότι στους υπόλοιπους αποστόλους:  (Ιωάν. 20:21-23) είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν• ειρήνη υμίν• καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. [...] αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς• αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται.

Όμως, και στο Ιωάν. 21:15-17, η τριπλή ερώτηση προς τον Πέτρο και μάλιστα τη συγκεκριμένη στιγμή που έγινε, μετά δηλ. την τριπλή άρνηση προς το πρόσωπο του Ιησού, είχε μοναδικό σκοπό να αποκαταστήσει τον Πέτρο στο αποστολικό αξίωμα και γι αυτό, το περιεχόμενο του χωρίου είχε νόημα συγχωρητικό (τριπλή άρνηση - τριπλή ομολογία). Αλλά και η ίδια η τριπλή ομολογία του Πέτρου (συ οίδας ότι φιλώ σε) δεν είχε κάποια ιδιαιτερότητα. Στο δ' Ευαγγέλιο, ο Ιησούς, δεν φαίνεται να αναγνωρίζει στον Πέτρο κάτι περισσότερο από τους υπόλοιπους μαθητές: (Ιωάν. 16:27) αυτός γαρ ο πατήρ φιλεί υμάς, ότι υμείς εμέ πεφιλήκατε, και πεπιστεύκατε ότι εγώ παρά του Θεού εξήλθον.

Οι υπερασπιστές του Παπικού Πρωτείου ισχυρίζονται ότι με την τριπλή ερώτηση, ο Ιησούς είχε σκοπό να δώσει στον Πέτρο και μέσω αυτού σε κάθε διάδοχό του στην έδρα της Ρώμης, την απόλυτη κυριαρχία και αρχηγία όλης της χριστιανικής εκκλησίας. Όμως, το καθήκον του Πέτρου να υπηρετεί το ποίμνιο, δεν μπορεί να συνδεθεί με το υποτιθέμενο δικαίωμα να κυριαρχεί επί όλων των άλλων ποιμένων. Είναι σαφές, ότι ούτε ο Πέτρος αξίωσε ένα τέτοιο δικαίωμα, ούτε και οι υπόλοιποι απόστολοι του το αναγνώρισαν όπως αναμφίβολα φαίνεται στην Καινή Διαθήκη: (Πράξ. 8:14) Ακούσαντες δε οι εν Ιεροσολύμοις απόστολοι ότι δέδεκται η Σαμάρεια τον λόγον του Θεού, απέστειλαν προς αυτούς τον Πέτρον και Ιωάννην. 

Εάν ο Πέτρος είχε λάβει το πρώτο παπικό αξίωμα, θα φρόντιζε να στείλει στη Σαμάρεια κάποιον απόστολο ή έστω θα πήγαινε ο ίδιος με δική του προφανώς πρωτοβουλία. Εδώ όμως ο Πέτρος, ως ίσος μεταξύ ίσων, αποστέλεται κανονικά σε υπηρεσία από τους υπόλοιπους αποστόλους, μη διακρινόμενος σε τίποτε από αυτούς. Και ασφαλώς ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο τα πράγματα η ίδια η άποψη του Πέτρου: (Α’ Πέτρου 5:1-2) Πρεσβυτέρους τους εν υμίν παρακαλώ ο συμπρεσβύτερος και μάρτυς των του Χριστού παθημάτων, ο και της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός, ποιμάνατε το εν υμίν ποίμνιον του Θεού [...]

Ο ίδιος ο Πέτρος δεν αξίωσε τίποτε ανάλογο με το Παπικό Πρωτείο, ενώ κατανοούσε τον εαυτό του ως απλό "συμπρεσβύτερο". Τίποτε διαφορετικό από αυτό που επισημαίνεται και στον 34ο κανόνα των Αποστόλων: Οι επίσκοποι κάθε έθνους πρέπει να αναγνωρίζουν αυτόν που είναι πρώτος ανάμεσα τους και να τον θεωρούν κεφαλή τους και να μην πράττουν τίποτε το σημαντικό χωρίς τη συναίνεση του. Ο καθένας όμως μπορεί να κάνει τα πράγματα εκείνα που αφορούν στη δική του ενορία και στις περιοχές που υπάγονται σ' αυτήν.

Όμως και εκείνος πού είναι πρώτος ας μην κάνει τίποτε χωρίς τη συναίνεση όλων. Γιατί έτσι μόνο θα υπάρξει ομόνοια και ό Θεός θά δοξαστεί διά Κυρίου εν Πνεύματι Άγίω. Εξάλλου, τα περί μοναδικότητας στο έργο του Πέτρου, αναιρούνται και από τον Απ. Παύλο, που δεν αναγνωρίζει ρόλο ισχυρότερο από τον δικό του σε σχέση με την αποστολή που έλαβε από τον Χριστό: (Γαλ. 2:8-9) ο γαρ ενεργήσας Πέτρω εις αποστολήν της περιτομής ενήργησε και εμοί εις τα έθνη• και γνόντες την χάριν την δοθείσαν μοι, Ιάκωβος και Κηφάς και Ιωάννης, οι δοκούντες στύλοι είναι, δεξιάς έδωκαν εμοί και Βαρνάβα κοινωνίας, ίνα ημείς εις τα έθνη, αυτοί δε εις την περιτομήν•

Οι προεκτάσεις της αναφοράς αυτής είναι αναπόφευκτες: Η Ρώμη δεν είναι δυνατόν να αξιώνει τον Πέτρο ως "δικό της" περισσότερο από την Ιερουσαλήμ, την Αντιόχεια ή οποιονδήποτε άλλον τόπο ο Πέτρος ενήργησε ως απόστολος. Και μάλιστα θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Ρώμη, ως πρωτεύουσα των Εθνών, θα έπρεπε να έχει ακόμη λιγότερες αξιώσεις, μια που ο Πέτρος υπήρξε ο απόστολος της "περιτομής". Επίσης στο ίδιο σημείο, η Καινή Διαθήκη ξεκαθαρίζει ότι ο Πέτρος δεν ξεχώριζε από άλλα επίσης σημαντικά εκκλησιαστικά πρόσωπα. Για παράδειγμα, οι τρεις, Ιάκωβος, Πέτρος και Ιωάννης αναφέρονται ως ισότιμοι: (Γαλ. 2:9) Ιάκωβος καί Κηφάς καί Ιωάννης, οι δοκούντες στύλοι είναι.

Έχουμε λοιπόν τρία ισότιμα πρόσωπα, τρεις στύλους χωρίς επιπλέον προνόμια και χωρίς ο Πέτρος να αναφέρεται καν πρώτος στη σειρά. Και πως διαπιστώνεται το υποτιθέμενο πρωτείο του Πέτρου, όταν ο Παύλος μπορεί και του κάνει έντονες παρατηρήσεις για την συμπεριφορά του αντιμετωπίζοντάς τον τουλάχιστον ως ισότιμο;  (Γαλ. 2:11) Ότε δέ ήλθε Πέτρος εις Αντιόχειαν, κατά πρόσωπον αυτώ αντέστην, ότι κατεγνωσμένος ήν. δηλ. Και όταν ο Πέτρος ήρθε στην Αντιόχεια, εναντιώθηκα σ' αυτόν κατά πρόσωπο, για τον λόγο ότι ήταν αξιοκατάκριτος.

Εκτός αυτών όμως, πολλαπλά είναι τα χωρία που αναιρούν σαφώς κάθε ατομική αξίωση πρωτείου και καταδεικνύουν την αντίθεση της Καινής Διαθήκης προς κάθε τάση για φιλοπρωτεία: (Ματθ. 20:25-28) ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς είπεν• οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ΄ ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος. ώσπερ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών (Μαρκ. 9:35).

Και καθίσας εφώνησε τους δώδεκα και λέγει αυτοίς. ει τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος. (Μαρκ. 10:42-45) ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς λέγει αυτοίς• οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών ουχ ούτω δε έσται εν υμίν, αλλ' ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος και ος αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος. και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών  (Λουκ. 9:46-48)

Εισήλθε δε διαλογισμός εν αυτοίς, το τις αν είη μείζων αυτών. ο δε Ιησούς ιδών τον διαλογισμόν της καρδίας αυτών, επιλαβόμενος παιδίου έστησεν αυτό παρ' εαυτώ και είπεν αυτοίς• ος εάν δέξηται τούτο το παιδίον επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται, και ος εάν εμέ δέξηται, δέχεται τον αποστείλαντά με. ο γαρ μικρότερος εν πάσιν υμίν υπάρχων, ούτός εστι μέγας.(Λουκ. 22:24-27)

Εγένετο δε και φιλονεικία εν αυτοίς, το τις αυτών δοκεί είναι μείζων. ο δε είπεν αυτοίς. οι βασιλείς των εθνών κυριεύουσιν αυτών, και οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται. υμείς δε ουχ ούτως, αλλ' ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών. τις γαρ μείζων, ο ανακείμενος η ο διακονών; ουχί ο ανακείμενος; εγώ δε ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών.

Έτσι, κατά την άποψη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα εδάφια που υποτίθεται πως στηρίζουν το πρωτείο του Πέτρου και κατά συνέπεια του εκάστοτε Πάπα, έχουν ερμηνευθεί αποσπασματικά και όχι με βάση τη θέση που έχουν στην Καινή Διαθήκη που πρέπει να γίνεται αποδεκτή ως ενιαίο σύνολο.

Διαμαρτυρόμενοι: Οι Διαμαρτυρόμενοι δεν αποδέχονται οποιαδήποτε αναγνώριση πρωτείου και αλάθητου στην Εκκλησία, είτε αυτό αφορά τον Επίσκοπο Ρώμης είτε τις 21 Οικουμενικές Συνόδους της Καθολικής Εκκλησίας. Για αρκετό καιρό, οι Διαμαρτυρόμενοι αμφισβητούσαν την ίδρυση της Αγίας Έδρας της Ρώμης από τον Πέτρο, μέχρι που η επιστήμη επιβεβαίωσε το γνήσιο του τάφου του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό και επιβεβαίωσε τις ιστορικές πηγές της διαμονής και του θανάτου του Πέτρου στην Ρώμη.

Πολλοί διαμαρτυρόμενοι αποφεύγουν και τον τίτλο Άγιος όσον αφορά τον Πέτρο, πρώτο Επίσκοπο Ρώμης. Θετικά βήματα για την ένωση Καθολικών και Διαμαρτυρομένων έγιναν από τον προηγούμενο Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι και ηγέτη της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ο οποίος δήλωσε ότι οι Αγγλικανοί θα επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σε μία ενωμένη Εκκλησία κάτω από την εξουσία του Πάπα.

Μάρτυρες του Ιεχωβά: Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά πιστεύουν ότι η "πέτρα", ή βράχος, που είχε μνημονεύσει ο Ιησούς στο εδάφιο Ματθαίος 16:18 («εσύ είσαι ο Πέτρος, και πάνω σε αυτόν το βράχο θα οικοδομήσω την εκκλησία μου», ΜΝΚ) ήταν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός ο οποίος επρόκειτο να αποτελέσει το γερό πέτρινο θεμέλιο της χριστιανικής εκκλησίας. Στην έκδοσή τους Ο Άνθρωπος σε Αναζήτηση του Θεού[2], αναφέρεται: «Πώς γνωρίζουμε ότι ο Χριστός είναι το πέτρινο θεμέλιο; Το γνωρίζουμε από τη μαρτυρία του ίδιου του Πέτρου, ο οποίος έγραψε:

«Πλησιάζοντας σε αυτόν όπως σε μια ζωντανή πέτρα, που από ανθρώπους μεν έχει απορριφθεί αλλά για τον Θεό είναι εκλεγμένη, πολύτιμη [...] διότι περιέχεται στη Γραφή: "Δείτε! Θέτω στη Σιών μια πέτρα, εκλεγμένη, θεμέλια ακρογωνιαία πέτρα, πολύτιμη· και όποιος ασκεί πίστη σε αυτήν δεν πρόκειται να απογοητευτεί"». Ο Παύλος επίσης δήλωσε: «Έχετε οικοδομηθεί πάνω στο θεμέλιο των αποστόλων και προφητών, ενώ θεμέλια ακρογωνιαία πέτρα είναι ο ίδιος ο Χριστός Ιησούς»- 1 Πέτρου 2:4-8· Εφεσίους 2:20».

«Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, πιστεύουν οτι δεν υπάρχει Γραφική ή ιστορική απόδειξη για την άποψη ότι ο Πέτρος θεωρούνταν πως είχε τα πρωτεία ανάμεσα στους Χριστιανούς της εποχής του. Ο ίδιος δεν αναφέρει τίποτα γι' αυτό στις επιστολές του, και τα άλλα τρία Ευαγγέλια - περιλαμβανομένου και του Ευαγγελίου του Μάρκου (το οποίο προφανώς διηγήθηκε ο Πέτρος στον Μάρκο) - ούτε καν αναφέρουν τη δήλωση του Ιησού προς τον Πέτρο.-  Λουκάς 22:24-26· Πράξεις 15:6-22· Γαλάτας 2:11-14».

«Μάλιστα, πιστεύουν πως δεν υπάρχει καμιά τεκμηριωμένη απόδειξη για το ότι ο Πέτρος πήγε κάποτε στη Ρώμη. (1 Πέτρου 5:13) Όταν ο Παύλος επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ, «ο Ιάκωβος και ο Κηφάς [Πέτρος] και ο Ιωάννης, οι οποίοι φαίνονταν ότι είναι στύλοι», τον ενίσχυσαν. Έτσι, εκείνο τον καιρό, ο Πέτρος ήταν ένας από τους τουλάχιστον τρεις στύλους της εκκλησίας. Αυτός δεν ήταν «πάπας», ούτε και ήταν γνωστός μ’ αυτόν τον τίτλο ή με τον τίτλο του πρώτιστου «επισκόπου» στην Ιερουσαλήμ.—Γαλάτας 2:7-9· Πράξεις 28:16, 30, 31».

2)Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Ίδρυση του Οικουμενικού Πατριαρχείου: Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ή Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία είναι ένα από τα αρχαιότερα κέντρα της χριστιανικής πατροπαραδοτης εκκλησίας. Ιδρύθηκε ως «επισκοπή Βυζαντίου» από τον Απόστολο Ανδρέα (αν και από πολλούς αυτό θεωρείται μεταγενέστερος και ανιστόρητος ισχυρισμός[2]). Πρώτος επίσκοπος τοποθετήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα ο Στάχυς, ακολουθούμενος από εικοσιτέσσερεις άλλους επισκόπους, με τελευταίο τον Άγιο Μητροφάνη.

Η αρχαία πόλη του Βυζαντίου καταστάθηκε αργότερα (331 μ.Χ.) πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο (306-337 μ.Χ.) με το επίσημο όνομα της Νέας Ρώμης, αλλά έμεινε γνωστή ως Κωνσταντινούπολη. Από το μεγαλείο της θέσης της ως «βασιλίδος των πόλεων» και πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατέστη μια ιδιαίτερα σημαντική αξία του χριστιανικού κόσμου.

Περίοδος των Πατέρων: Ο Πατριάρχης του τέταρτου αιώνα Γρηγόριος ο Θεολόγος, παρείχε ανεκτίμητη υπηρεσία στη Χριστιανική Εκκλησία ενάντια στην πρώτη μεγάλη αίρεση, τον Αρειανισμό. Διαδραμάτισε επίσης βασικό ρόλο στην υιοθέτηση από την Εκκλησία του δόγματος της πλήρους θεότητας του Αγίου Πνεύματος και της ομοουσιότητάς του με τον Πατέρα και το Υιό.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Σημαντική υπήρξε και η πατριαρχεία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Με το ασκητικό ήθος που απέκτησε ως μοναχός στην Αντιόχεια άσκησε δριμύ έλεγχο ενάντια στους αιρετικούς και στηλίτευσε τον προκλητικό βίο των ευγενών στην πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας. Δε δίστασε ακόμα να συγκρουστεί και με τη βασιλική εξουσία όταν αυτό χρειάστηκε. Σε απάντηση στην ανάγκη για συμφωνία στις δογματικές πεποιθήσεις και λόγω των αυξανόμενων διαφορών σε θέματα εκκλησιαστικής διοίκησης και λειτουργικής πρακτικής, συνεκλήθησαν επτά Οικουμενικές Σύνοδοι από τους Αυτοκράτορες Κωνσταντινουπόλεως.

Η προσκόλληση και η απαρέγκλητη αφοσίωση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων Πατριαρχών της Ανατολής στις αποφάσεις των Συνόδων έχουν δώσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία το προσωνύμιο «Εκκλησία των επτά Οικουμενικών Συνόδων». Η δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος το 381 μ.Χ. (Κανών Γ') αναγνώρισε την έδρα της Κωνσταντινουπόλεως ως Πατριαρχείο και της έδωσε τη δεύτερη θέση στα πρεσβεία, ενώ η τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας στα 451 μ.Χ. (Κανών ΚΗ') την κατέστησε ως πρωτόθρονη εκκλησία της ανατολής και της έδωσε τα πρωτεία μετά την Ρώμης.

Το έτος 595 ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Ιωάννης ο Νηστευτής χρησιμοποίησε τον όρο «Οικουμενικός Πατριάρχης» και ονομάτισε την έδρα του ως «Οικουμενικό Θρόνο», γεγονός που προκάλεσε αντεγκλήσεις και ανταλλαγή επιστολών με τον Πατριάρχη Ρώμης. Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου του Πατριαρχείου η δικαιοδοσία του αυξήθηκε βαθμιαία, αν και έμοιαζε μερικές φορές να κηδεμονεύεται από την αυτοκρατορική Αυλή.

Εικονομαχία: Οι Αυτοκράτορες για πολιτικούς λόγους επεδίωξαν περιστασιακά ακόμα και να αλλάξουν τα δόγματα που θεσπίστηκαν από τις Οικουμενικες Συνόδους προκειμένου να εξευμενιστούν πολιτικά επικίνδυνες αιρετικές ομάδες στην ανατολή όπως οι Μονοφυσίτες, οι Νεστοριανοί και οι Μονοθελήτες. Αυτή η τάση των αυτοκρατόρων να επιδιώκουν παρεμβάσεις στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας έφθασε στο αποκορύφωμά της με τη δυναστεία των Ισαύρων, κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας (726 - 843).

Μετά από έναν αιώνα συνεχών αντεγκλήσεων μεταξύ εικονολατρών και εικονοκλαστών, οι εικονολάτρες επεκράτησαν τελικά και οι εικόνες αποκαταστάθηκαν. Η βασική θεολογική στήριξη της εικονολατρικής μερίδας προέρχονταν από δύο κορυφαίους θεολόγους, τον Ιωάννη Δαμασκηνό και το Θεόδωρο το Στουδίτη, οι οποίοι διατύπωσαν το επίσημο ορθόδοξο δόγμα για την προσκύνηση των εικόνων.

Η αποκατάσταση των εικόνων από την Αυγούστα Θεοδώρα στα 843 τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως «Κυριακή της Ορθοδοξίας». Αποτέλεσμα του θριάμβου των απόψεων των Εικονολατρών ήταν να ενισχυθεί σημαντικά η εξουσία των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, που καθοδηγούσαν συνήθως την προσπάθεια ενάντια στους εικονολάτρες.

Ο Πατριάρχης Φώτιος Α΄ ο Μέγας: Ο Φώτιος Α΄ ο Μέγας, που θεωρείται ο μέγιστος όλων των βυζαντινών πατριαρχών, κατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης το 858. Ήταν εξαίρετος γνώστης και διδάσκαλος της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας καθώς επίσης και της χριστιανικής θεολογίας. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τον ρόλο του στον εκχριστιανισμό των σλαβικών λαών. Το 862 απέστειλε ως ιεραποστόλους στους Μοραβούς, μετά από αίτημά τους, τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο γνώστες της σλαβικής γλώσσας. 

Αυτοί χρησιμοποίησαν ως λειτουργική γλώσσα τη σλαβική και μετέφρασαν την ορθόδοξη λειτουργία. Κατ' αυτό τον τρόπο τους προσκόλησε στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, αντί της Ρώμης, που επιδίωκε επίσης να τους μεταστρέψει στο Χριστιανισμό αλλά δεν θα επέτρεπε η λειτουργία να μεταφραστεί στη σλαβική, βάσει της αρχής των «Τριών Ιερών Γλωσσών». Ο Φώτιος ήταν επίσης πρώτιστα αρμόδιος για τη μεταστροφή των Βουλγάρων, οι οποίοι ταλαντεύονταν μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης.

Αυτό προκάλεσε ρήξη ανάμεσα στην Ανατολική και Δυτική Εκκλησία λόγω της ανάμιξης της Ρωμαϊκής Εκκλησίας στην οργάνωση της νέας Εκκλησίας της Βουλγαρίας. Ο Πατριάρχης Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 867 και κατηγόρησε την Ρωμαϊκή Εκκλησία για δογματικές παρεκκλίσεις σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος.

Το Μεγάλο Σχίσμα του 1054: Θεολογικές και λειτουργικές διαφορές όξυναν ακόμα περισσότερο τη διχογνωμία μεταξή των δύο Εκκλησιών ιδιαίτερα μετά τη νορμανδική κατάκτηση της νότιας Ιταλίας, στην οποία κυριαρχούσαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί προσκολημένοι στην Ανατολική Εκκλησία.

Αυτήν την περίοδο οι Πάπες προσπαθούν να εκλατινίσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μεγάλης Ελλάδας, γεγονός που οδήγησε στα γεγονότα του 1054, όταν έλαβε χώρα το Σχίσμα μεταξύ των εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως. Μετά από το μεγάλο Σχίσμα του 1054 το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέκυψε ως παγκόσμιο κέντρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ο προκαθήμενός του αναγνωρίστηκε από τους ορθόδοξους ηγέτες ως «πρώτος μεταξύ ίσων».

Λατινική Άλωση: Οι σχέσεις μεταξύ της λατινικής δύσης και του Βυζαντίου χειροτέρευαν, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και πολιτικά. Η εχθρότητα αυτή οδήγησε στην πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από το στρατό των Σταυροφόρων.

Η έδρα του Πατριαρχείου μετατέθηκε προσωρινά στη Νίκαια της Βιθυνίας, ενώ στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε Λατινικό Πατριαρχείο. Το 1261, μετά από πενήντα επτά έτη λατινικής κατοχής, οι Βυζαντινοί ανέκτησαν την Κωνσταντινούπολη, υπό από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο και η έδρα του Πατριαρχείου επανεγκαθιδρύθηκε στο παραδοσιακό κέντρο του.

Οθωμανική Κυριαρχία: Με την τραγική πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς Τούρκους το 1453 η διαδικασία της προσαύξησης της δύναμης του Οικουμενικού Πατριάρχη επιταχύνεται. Ο Σουλτάνος ανέλαβε το ρόλο του Βυζαντινού Αυτοκράτορα και επένδυσε την εξουσία του με το κύρος του. Από το Σουλτάνο Μωάμεθ τον Πορθητή ο πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση Γεννάδιος Σχολάριος κατόρθωσε να εξασφαλίσει σημαντικές παραχωρήσεις για την Εκκλησία.

Στον Πατριάρχη δόθηκε εξουσία όχι μόνο θρησκευτική αλλά και πολιτική ως ανώτατη αρχή όλων των ορθόδοξων λαών των υποκείμενων στους Τούρκους, συμπεριλαμβανομένων Σέρβων, Βουλγάρων, Αλβανών και Ελλήνων. Το Πατριαρχείο συνέβαλε στη συντήρηση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς μαζί με την ορθόδοξη λειτουργική και εκκλησιαστική παράδοση.

Εντούτοις, όταν ξέσπασε τελικά η ελληνική Επανάσταση το 1821 ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' υπό την πίεση του Σουλτάνου αφόρισε τους επαναστάτες. Παρά την ενέργειά του αυτή την ημέρα του Πάσχα του 1821 απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχικού Οίκου, η οποία από τότε παραμένει σφραγισμένη.

Η Μητέρα Εκκλησία και τα αυτοκέφαλα: Η δημιουργία ανεξαρτήτων εθνικών κρατών στο χώρο της Βαλκανικής είχε ως συνέπεια τη δημιουργία αυτοκεφάλων τοπικών Εκκλησιών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρεχώρησε δια της κανονικής οδού το αυτοκέφαλο στις Εκκλησίες των νέων κρατών της Βαλκανικής.

Η ευρυτάτη δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως άρχισε σταδιακά να μειώνεται με την παραχωρήση της αυτοκεφάλου αξίας στις τοπικές Εκκλησίες: στην Εκκλησία της Ελλάδος (1850), στην Εκκλησία της Σερβίας (1879), στην Εκκλησία της Ρουμανίας (1885), στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας (1937) και στην Εκκλησία της Βουλγαρίας (1945).

Πορεία στον 20ο αιώνα: Σοβαρότερη ήταν η συρρίκνωση της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που προέκυψε από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη ανταλλαγή των πληθυσμών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι ένα από τα πιό ενεργά κέντρα της σύγχρονης οικουμενικής κίνησης.

Από το 1902, πήρε την πρωτοβουλία πρόσκλησης όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών προκειμένου να υιοθετήσουν ενιαία στάση στην πιθανότητα επανέναρξης του διαλόγου με τους άλλους χριστιανικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης της Εκκλησίας της Ρώμης, της Αγγλικανικής Εκκλησίας και άλλων προτεσταντικών ομολογιών. Αυτή η τοποθέτηση κατέληξε στην ιστορική Εγκύκλιο του 1920 που εστάλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε όλες τις Χριστιανικές Εκκλησίες και καλούσε τους ηγέτες τους να καθιερώσουν στενότερη συνεργασία.

Σκοπός αυτής της εγκυκλίου ήταν να προωθηθεί ο στόχος της ενότητας των Εκκλησιών με τη δημιουργία ενός οργανισμού αποκαλούμενου Κοινωνία των Εκκλησιών του Χριστού, στα πρότυπα της Κοινωνίας των Εθνών. Γενικά αναγνωρίζεται ότι η Εγκύκλιος του 1920 αποτέλεσε ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδήγησαν αργότερα στη δημιουργία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών το 1948.