13 Απριλίου, 2014

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ ΒΗMAGAZINO ΣΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟ


Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ: Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος λέει στο BHmagazino: «Πολλοί μού λένε γιατί δεν σηκώνεις το λάβαρο, να βγεις στους δρόμους και να καλέσεις όλους αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους σε επανάσταση. Τους απαντώ: "Ωραία, το κάνω. Και η επόμενη ημέρα ποια θα είναι»

Ο Αρχιεπίσκοπος που θέλει να αλλάξει την ΕκκλησίαΗ παραδοχή ήταν σπάνια. Λίγους μήνες πριν, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, μιλώντας για τον τρόπο με τον οποίο μέρος της κοινωνίας αντιμετωπίζει την Εκκλησία, είπε πως «μας βλέπουν και δεν μας θέλουν. Η ευθύνη είναι επάνω μας. Και οι θεολόγοι και παπάδες, όλοι μας έχουμε ευθύνη για αυτό το κατάντημα». Τα λόγ ια του ήταν ιστορικά, καθώς η αυτοκριτική σπάνια συναντάται στις υψηλές θέσεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, όμως, δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Εδώ και καιρό, μοιάζει πως είναι αποφασισμένος να τα αλλάζει όλα. Ο Αρχιεπίσκοπος εξηγεί τον λόγο για τον οποίο το 1967, σε ηλικία 29 ετών, αποφάσισε να αποτραβηχτεί από τα εγκόσμια για να γίνει ιερέας, περιγράφει τη ζωή ανάμεσα στην πνευματική αναζήτηση και στην αναρρίχηση στην κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, και μιλάει για την ανάγκη αλλαγής: «Οφείλουμε να αλλάξουμε. Δεν πρέπει να στρεφόμαστε όλο στο παρελθόν. Πρέπει να ενδιαφερθούμε και για το μέλλον. 

Η τριβή, η επικοινωνία με τη σύγχρονη πραγματικότητα και ακόμη πολλές ιδέες που έρχονται απέξω δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως καταστροφή». Μιλώντας στη Λένα Παπαδημητρίου, ο2θός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος απαντά στο αν «θα όρκιζε έναν πρωθυπουργό, όπως ο Αλέξης Τσίπρας, που δεν ανάβει ούτε κερί», απαντώντας: «Δεν είναι θέμα δικό μου. Αυτό είναι θέμα δικό του. Ήδη θέσατε θέμα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας και της ισχύος του Συντάγματος». Παραδέχεται πως «εκ των πραγμάτων, ο χώρος ο εκκλησιαστικός είναι συντηρητικός.

Πολλοί μού λένε γιατί δεν σηκώνεις το λάβαρο, να βγεις στους δρόμους και να καλέσεις όλους αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους σε επανάσταση. Τους απαντώ: "Ωραία, το κάνω. Και η επόμενη ημέρα ποια θα είναι;". Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που το κράτος "κρέμεται" από μία κλωστή. Αυτή τη στιγμή, προέχει η ενότητα και του τόπου και της Εκκλησίας, θα ήταν ό,τι χειρότερο να είχαμε μια εμφύλια σύρραξη, μια σύγκρουση κοινωνική...». Μια σημαντική συνάντηση, μια σπάνια εξομολόγηση ενός ανθρώπου που έχει αποφασίσει να αλλάξει την Εκκλησία. BHmagazino

Ο σιωπηλός ιεράρχης με
το εκκωφαντικό κοινωνικό
έργο, ο πνευματικός
ποιμένας που κατευνάζει
τις εθνικοπατριωτικές
ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Β'
Ο ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
εξάρσεις και ακραίες
φωνές στους κόλπους της
Ιεραρχίας, ο προκαθήμενος
που υπερασπίζεται με
νύχια και με δόντια την
εκκλησιαστική περιουσία.
Ο Αρχιεπίσκοπος
Ιερώνυμος σε μια σπάνια
Συνέντευξή του στο BHmagazino.
Από τη Λένα Παπαδημητρίου


Ο 20ός ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ και πάσης Ελλάδος γνωρίζει πότε είναι «καιρός του σιγάν» και πότε «του λαλείν». Η συνάντηση με τον κ. Ιερώνυμο λαμβάνει χώρα στο γραφείο του στον πρώτο όροφο της Αρχιεπισκοπής, στην οδό Αγί­ας Φιλοθέης, στην Πλάκα. Εκείνο που εντυπωσι­άζει από την πρώτη στιγμή στον 76χρονο ποιμενάρχη είναι τα νεανικά του χέρια και το απλό ράσο που φορά (χωρίς Επανωκαλλίμαυχο, μόνο με ένα μικρό εγκόλπιο). Και μια γήινη πνευματικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί μιλούν για έναν «κα­λόγερο μέσα στην Αρχιεπισκοπή». 

Ο γνωστός για την απέχθεια του στα «λιβανίσματα» και την υπερβολική έκθεση προκαθήμενος της Εκκλη­σίας της Ελλάδος δέχτηκε, με περισσή, είναι η αλήθεια, επιφυλακτικότητα («διότι ξέρετε, υπάρ­χει ο κίνδυνος να γίνουμε νάρκισσοι και να χάσου­με την ουσία...») να ξετυλίξει για το BHmagazino την προσωπική ιστορία του πριν και μετά την άνο­δο του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Στα έξι χρόνια της αρχιεπισκοπίας του έχει αλλάξει το πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλά­δος και έχει, κατά πολλούς, αποκαταστήσει το κύρος της. 

Ο σιωπηλός (όπως τον αποκαλούν οι φιλικά και εχθρικά προσκείμενοι) ιεράρχης με το εκκωφαντικό κοινωνικό έργο (σήμερα η ΜΚΟ «Αποστολή» της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών καλύπτει σε φαγητό και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη 50.096 ανθρώπους), ο πνευματικός ποιμένας που κατευνάζει τις εθνικιστικές εξάρ­σεις και ακραίες φωνές στους κόλπους της Ιε­ραρχίας, που κηρύσσει «Η Εκκλησία δεν είναι κύμβαλον αλαλάζον» και συνδιαλέγεται με τους πάντες (ακόμη και με τον γ.γ. του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα), ο λόγιος προκαθήμενος που υπε­ρασπίζεται με νύχια και με δόντια την εκκλησια­στική περιουσία, που καταδικάζει την πολιτικο­λογία από άμβωνος και που μπορείς κάλλιστα να τον συναντήσεις μια μέρα σε έναν συρμό του με­τρό δείχνει να αποπνέει αυτό το αναγκαίο μείγμα απόστασης από τα εγκόσμια αλλά και ταύτισης με τον ανθρώπινο πόνο. 

Ο διευθυντής του ιδιαίτερου γραφείου του Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαθανασίου θα διακόψει - με βλέμμα απελπισίας - τη συνο­μιλία μας, διότι η λίστα με τα ραντεβού μια συ­νηθισμένη ημέρα στην Αρχιεπισκοπή κάνει την αντίστοιχη του πρωθυπουργικού γραφείου να ωχριά. «Όλοι αυτοί οι πολιτικοί που μπαινοβγαί­νουν στο γραφείο μου δεν δείχνουν ότι εγώ έχω κάποια δύναμη» λέει ο κ. Ιερώνυμος. «Μαρτυ­ρούν την επιρροή που έχει η Εκκλησία στον κό­σμο».

«Με την ευκαιρία, Μακαριότατε, τι θα γί­νει αλήθεια αν μεθαύριο κερδίσει τις εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας; Θα ορκίσετε στο Ευαγγέλιο έναν πρωθυπουργό που δεν ανάβει ούτε κερί;». «Δεν είναι θέμα δικό μου. Αυτό είναι θέμα δι­κό του. Ήδη θέσατε θέμα σχέσεων Εκκλησίας και πολιτείας και της ισχύος του συντάγματος».

Ο αρχαιολόγος με την «κλίση του Θεού»: Ο Ιωάννης Λιάπης γεννήθηκε στις 10 Μαρτί­ου 1938 στα Οινόφυτα Βοιωτίας, το πρώτο από τα δύο αγόρια του Τάσου και της Δήμητρας. Οι πρώτες του εικόνες, Κατοχής: «Οι κατακτητές να γκρεμίζουν τον μεσαιωνικό πύργο στο χωριό, για να κάνουν φρούρια με τις πέτρες...».Από την εύ­πορη, σκληροτράχηλη αγροκτηνοτροφική οικο­γένεια με τις αρβανίτικες ρίζες θα κληρονομή­σει την «παθολογική» αγάπη για τη γη και τα ζώα (ακόμη και σήμερα ως Αρχιεπίσκοπος θα πάει να χαϊδέψει τα «ζωντανά» στη μονή του όπου ανα­παύεται όταν βρίσκει ευκαιρία).

Από μικρός θα δείξει μια ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα. Αλλά και οι σπόροι της «κλίσης του Θεού», λέει σήμερα ο ίδιος στο BHmagazino, έπεσαν στα παιδικά του χρόνια:  «Από τη μητέρα μου είχα πάρει αυτή την κλίση, τη στροφή, την επιστροφή στον εσώτερο άνθρωπο. Θυμάμαι που εγώ και ο αδελφός μου ο Αλέκος βρίσκαμε την Κυριακή το πρωί, στην κα­ρέκλα, τα ρούχα μας τα καθαρά για την εκκλησία. Πολλές φορές η μητέρα μου μού έδινε να πάω το πρόσφορο.

Μια συγγένισσά μας, η Ευσταθία, ζει ακόμη, που με έβλεπε να περνάω, μαθητής του δημοτικού ακόμη, ενώ εκείνη σκούπιζε την αυ­λή της, μου 'λεγε: "Πού πας, βρε, πρωί - πρωί στην εκκλησιά; Ακόμη δεν έχει πάει ο παπάς. Γούμενος θα γίνεις;"». Παρά τις διάχυτες θρησκευτικές επιρροές (ανάμεσα τους και εκείνη του πνευματικού του πατέρα Βασιλείου Οικονόμου στο Ενιαίο Γυ­μνάσιο Χαλκίδος), οι δικοί του άνθρωποι δια­τείνονται ότι η ιεροσύνη ήταν «λιγότερο προϊ­όν μιας θρησκευτικής παιδείας και περισσότε­ρο μιας αναζήτησης».

Μετά την αποφοίτηση του από το Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσο­φικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, θα εισαχθεί στη Θεολογική Σχολή και ως πρώτος υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφι­ών στις βυζαντινές σπουδές θα μεταβεί για μετα­πτυχιακές σπουδές στην Αυστρία (Γκρατς) και στη Γερμανία (Ρέγκενσμπουργκ και Μόναχο). Η απόφαση του, όμως, το 1967, σε ηλικία 29 ετών, να γίνει κληρικός θα αιφνιδιάσει το πε­ριβάλλον του. 

Κάποιοι θα πουν ότι μέχρι τότε τίποτε πάνω του δεν είχε προδώσει σημάδια κάποιας μύχιας πάλης. Μόνο κάποιοι φίλοι του στο πανεπιστήμιο τον θυμούνται να τους λέει με νόημα: «Εγώ θα πάω στο Μόναχο» (ένας παρα­βολικός τρόπος για να διατυπώσει την επιθυμία του να καρεί μοναχός). Η απόφαση θα αιφνιδι­άσει πρωτίστως τον πατέρα του που αρνείται να χωνέψει ότι ο «γραμματιζούμενος» γιος του με τα τόσα πτυχία (ονειρευόταν να τον δει αξιωματικό ή δικηγόρο) απαρνείται ένα σίγουρο μέλλον για να κάνει τον παπά (λέγεται ότι το ρήγμα μεταξύ τους θα αργήσει να κλείσει). 

Θα σοκάρει και τον επι­στημονικό του περίγυρο που χάνει έναν πεφωτι­σμένο βοηθό στην Αρχαιολογική Εταιρεία. Αλ­λά και τους μαθητές του στη Λεόντειο (ανάμεσα τους οι δημοσιογράφοι Παύλος Τσίμας και Νίκος Αμανίτης, αλλά και ο Ανδρέας Βγενόπουλος, επικεφαλής σήμερα της Marfin Investment Group) που θα ακούσουν τα «κουφά» νέα από τα χείλη ενός frère (σ.σ.: καθολικός παπάς) του σχολείου. 

Οι μαθητές του θυμούνται και τον «μέντορα» του, τον καθηγητή των Θρησκευτικών Πολύκαρ­πο Αθανασίου (ο οποίος μάλιστα θα φιγουράρει λίγο αργότερα στο εξώφυλλο του... αμερικανι­κού «Life» καθότι είναι εκείνος που θα τελέσει, στις 20 Οκτωβρίου 1968, το μυστήριο του γάμου του Αριστοτέλη Ωνάση με την Τζάκι Κένεντι στο στολισμένο με καμέλιες και λεβάντα παρεκκλή­σιο της Μικράς Παρθένου στον Σκορπιό!).

Κα­τά τα άλλα αδυνατούν να πιστέψουν ότι ο αγαπη­μένος τους Γιάννης Λιάπης, αυτός ο ωραίος, μο­ντέρνος άνδρας με τα παπούτσια Clarks και το Volkswagen, αυτός ο νεότατος καθηγητής της Ιστορίας και των Νέων Ελληνικών που δεν εί­χε πάνω του τίποτε «από την γκριζάδα του κατη­χητικού» και που ουδέποτε προπαγάνδισε μέσα ή έξω από την τάξη τη γύψινη χρηστοήθεια της χούντας, θα φορούσε τα ράσα. 

Όπως λέει χαρα­κτηριστικά σήμερα εις εκ των μαθητών αυτών της Β' Γυμνασίου (οι οποίοι, σημειωτέον, θα με­ταφερθούν με πούλμαν στη Θήβα για να παρα­στούν στη χειροτονία του), ο πολιτικός επιστήμονας Γιώργος Σεφερτζής:«Μπορεί τότε να μας εί­χε αφήσει άναυδους η απόφαση του να αποσυρ­θεί από τα εγκόσμια και να αφιερωθεί στα θεία. Αλλά δεν μας είχαν αφήσει καμιά αμφιβολία τα κίνητρα της. Σίγουρα δεν ήταν αυτά που θα μπο­ρούσε να έχει ένας ζηλωτής της εμφυλιοπολεμικής εκδοχής του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους».

Η απόφαση του να πάρει οριστικώς και αμε­τακλήτως το μονοπάτι της «θεϊκιάς παραφροσύ­νης», όπως το 'λεγε ο Καζαντζάκης (το «ν' απαρ­νηθείς τις χαρές της ζωής, να θυσιάσεις τα μικρά μαργαριτάρια για ν' αποχτήσεις το Μέγα Μαργα­ριτάρι») δεν πάρθηκε μια μοιραία στιγμή. Όπως καταθέτει σήμερα ο ίδιος στο BHmagazino:«Αυ­τό είναι ένα βίωμα που ξεκινάει κάποτε, αναστέλ­λεται, αλλάζει, ωριμάζει. Είναι μια διαδρομή. Ο Θεός έρχεται με διάφορους τρόπους να σου μιλή­σει. Στον έναν έρχεται την ώρα της θλίψης. Στον άλλον την ώρα της χαράς ή της επιτυχίας.

Πρέπει να Του έχεις εμπιστοσύνη, να μπορείς να διαλέ­γεσαι μαζί Του, να μπορείς να Του πεις "Σ' αρνή­θηκα" ή "Τώρα ξαναγυρίζω". Είναι και τα διάφο­ρα περιστατικά της ζωής, επιτρέψτε να μην  συγκεκριμένα, που μας κλείνουν ή μας ανοί­γουν δρόμους... Ο δρόμος ο καθαρός ο δικός μου ήταν να γίνω αρχαιολόγος, ήμουν ένα άνθρωπος ζωντανός, ήμουν αθλητής, στην ομάδα του μπά­σκετ και της κωπηλασίας, όλα αυτά τα ζούσα μέ­χρι την τελευταία στιγμή. Αλλά με απασχολούσε κυριολεκτικά ο άνθρωπος».

Ήταν, όμως, η ιεροσύνη ο μοναδικός δρόμος να υπηρετήσει τον άνθρωπο; «Ναι. Κάποιοι θα το έλεγαν υπερβολικό. Όμως η αγάπη που μαθαίνου­με στην εκκλησία δεν έχει προσωπικές επιλογές, δεν έχει όριο, ενώ η κοσμική αγάπη έχει πολλές φορές συμφέρον, έχει προτιμήσεις». Η απάρνηση, όμως, της άλλης ζωής; «Έχει μια ομορφιά αυ­τό, ξέρετε. Απαρνείσαι, π.χ., το να κάνεις δική σου οικογένεια, μπαίνεις όμως σε μια ευρύτερη. 

Όταν αργότερα κάναμε περιοδείες στα χωριά και βλέ­παμε παιδιά μέσα στην κακομοιριά, να καπνί­ζουν τ' αποτσίγαρα που μάζευαν από την πλατεία και αποφασίζαμε να τους φτιάξουμε ένα σπίτι, να τους δώσουμε φαγητό, παιχνίδι, την ευκαιρία να σπουδάσουν, εμείς οι κληρικοί βλέπαμε στο πρό­σωπο καθενός από τα παιδιά αυτά ένα γέννημα, έναν άνθρωπο καινούργιο. Όλα αυτά τα παιδιά σή­μερα έχουν διαπρέψει. Οχι ότι η "άλλη ζωή" δεν έχει την αξία της... Είναι όμως σαν να αρνείσαι το καλό γ ια το καλύτερο».

Ο «παππούς», η Μελίνα και οι ιερωνυμικές ντρίμπλες: Η χειροτονία του «μετά πάσης εκκλησιαστικής τάξεως και λαμπρότητος, εγένετο, εις Διάκονον μεν εις τας Θήβας την 3ην Δεκεμβρίου 1967, εις Πρεσβύτερον δε και Αρχιμανδρίτην εις τα 7 του ιδίου μηνός και έτους εις Λεβαδείαν».

Το όνομα αυτού Ιερώνυμος Β' (του εδόθη προς τιμήν του τό­τε Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου Κοτσώνη). Σε μια δύσβατη διαδρομή περίπου 40 ετών, ο σημερινός προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας θα πε­ράσει από όλες τις βαθμίδες στη διοίκηση της Ιε­ραρχίας: πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλε­ως Θηβών και Λεβαδείας, γραμματέας και αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου, Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας. Στην ερώτηση αν υπήρχε μέσα του φιλοδοξία ο ίδιος είναι κάθετος: «Οχι, ποτέ. 

Και όταν ο γέροντας μου, ο μακαριστός Νι­κόδημος, μου είπε "Παιδί μου, έλα κοντά μου να γίνεις κληρικός", του είπα "Έρχομαι, με τον όρο να μείνω στη βιβλιοθήκη ενός μοναστηριού, να κάνω έρευνα, επιστήμη". Με πήρε ύστερα μαζί του στις περιοδείες στη Βοιωτία, με τράβηξε σε άλλη κατεύθυνση...».

Ο Μητροπολίτης Νικόδημος Γραικός, ο «παππούς» όπως τον έλεγαν, ήταν ένας ιεράρχης πα­λαιάς κοπής, που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από συναξάρι, ήπιων τόνων, πρωτοπόρος στο έργο των κωφαλάλων (σε μια Ελλάδα που αντιμετώπι­ζε τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες σαν αποσυνάγωγους), χωρίς ευρεία παιδεία αλλά με σπά­νιο ήθος. Ο «παππούς», έχει ένα χάρισμα, συχνά ακριβοθώρητο ακόμη και σε ποιμένες της Εκκλη­σίας: γνωρίζει τα όριά του. 

Ο μορφωμένος πρωτοσύγκελός του Ιερώνυμος με τα αδιαμφισβήτη­τα διοικητικά προσόντα γίνεται το δεξί του χέρι. Η σχέση τους, λένε όσοι θα τη ζήσουν από κο­ντά, είναι αυτή πατέρα - υιού. Ακόμη και όταν ο νεαρός Ιερώνυμος γίνεται αρχιγραμματέας της Συνόδου (θέση - κλειδί, όπως αποφαίνονται οι γνω­ρίζοντες τα εκκλησιαστικά, για την προώθηση σε μητροπολιτικούς θρόνους) δεν παύει να πηγαινο­έρχεται τα Σαββατοκύριακα στη Θήβα για να λύ­σει τις εκκρεμότητες όλης της εβδομάδας. Τότε συμβαίνει κάτι το ανεπάντεχο.

«Την εποχή εκεί­νη ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ήθελε να προ­αγάγει σε μητροπολίτη τον αρχιγραμματέα του Ιε­ρώνυμο» αφηγείται ο νυν Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας Γεώργιος. «Όταν έμαθε ο Νικό­δημος ότι υπήρχε περίπτωση να εκλεγεί σε άλλη Μητρόπολη ο αγαπημένος του συνεργάτης, πήγε χωρίς να του πει τίποτε και βρήκε τον Σεραφείμ. 

Προέβη σε μια κίνηση πρωτόγνωρη για την επο­χή εκείνη στην Εκκλησία. Ζήτησε να παραιτη­θεί ο ίδιος για να πάει ο Ιερώνυμος στη θέση του. "Ρε, είσαι καλά; Αφού είσαι νέος ακόμη!" του εί­πε με τον γνωστό, αφοπλιστικό του τρόπο ο τότε Αρχιεπίσκοπος».

Η παραίτηση έγινε δεκτή και η ισοβιότητα του Μητροπολίτη καταργήθηκε ίσως για πρώτη φορά οικειοθελώς (κάποιοι, βέβαια, θα πουν ότι εκπήγαζε από την επιθυμία του να διοι­κεί μαζί με το στήριγμα του). Το 1981, σε ηλικία 43 ετών, ο Ιερώνυμος εκλέγεται παμψηφεί Μητρο­πολίτης Θηβών και Λεβαδείας. Λίγα χρόνια αρ­γότερα, όταν ο πατέρας του πεθαίνει από εγκεφα­λικό, ο δεσπότης παίρνει κοντά του στη Λιβαδειά τη μητέρα του, μια εξόχως διακριτική και ταπει­νή γυναίκα (ζήτημα αν καθόταν ποτέ δημοσίως πλάι του), στην οποία έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία. 

Σε λίγο καιρό η Μητρόπολη Θηβών (με το ρε­κόρ μοναστηριών!) θα είναι από τις πλέον οργα­νωμένες της επικράτειας. Από τον μητροπολιτι­κό του θρόνο θα εξαπολύσει δριμύ πόλεμο στους Μάρτυρες του Ιεχωβά που έχουν ιδρύσει υπερ­σύγχρονο κέντρο στη Βοιωτία. Απομονώνοντας τους (με τη διοργάνωση συλλαλητηρίων κ.τ.λ.) από την τοπική κοινωνία θα τους τρέψει σύντο­μα σε φυγή.

Επιπλέον αποπειράται με πρωτοπο­ριακές πρωτοβουλίες να αναπληρώσει τις χαοτι­κές ελλείψεις του κράτους πρόνοιας σε μια περί­οδο που η Εκκλησία εξακολουθεί να είναι (με τις εθνοσωτήριες κορόνες της επταετίας ακόμη νω­πές) βαθύτατα πληγωμένη. Θα συνδράμει πρωτί­στως γέροντες, παιδιά, τοξικομανείς, ανθρώπους με ειδικές ανάγκες. 

Όπως καταθέτει σήμερα ο δι­άδοχος του στη Μητρόπολη κ. Γεώργιος: «Καλ­λιέργησε στην τοπική κοινωνία την ευαισθησία να στηρίζει, π.χ., τους ανθρώπους με πνευματι­κές αναπηρίες, θυμάμαι με πολλή συγκίνηση το 1989, τότε που ο άγγλος δημοσιογράφος μάς εί­χε κάνει διεθνώς ρεζίλι αποκαλύπτοντας το κολαστήριο ψυχών της Λέρου, ο σημερινός Αρχιεπί­σκοπος πήρε από εκεί 187 ανθρώπους και έκανε το πρώτο κέντρο ψυχικής υγείας στη Λιβαδειά.

Καλλιέργησε την αλληλεγγύη, όταν σε άλλα μέ­ρη της Ελλάδας που πήγαν τους ανθρώπους αυ­τούς τούς φώναζαν "μιάσματα"». Η τοπική κοινωνία θα τον αγκαλιάσει. «Δεν ήταν ποτέ δογματικός» λέει ο Γιάννης Ξηρογάννης, έμπορος και μετέχων στα κοινά της Λιβα­δειάς. «Σεβόταν την άποψη ακόμη και κάποιων από εμάς που "αριστεροφέρναμε". Αυτό ήταν το προσόν του. Να συνδιαλέγεται με όλους, κυρίως με εκείνους που είχαν αντίθετη άποψη».

«Δεν εί­μαι θρήσκος, αλλά αυτός ο άνθρωπος είχε ένα κύ­ρος, ενέπνεε σεβασμό» συμπληρώνει ο κ. Μάκης Χόρτης, διευθυντής (1993-1998) της Δημοτικής Επιχείρησης Πολιτισμού και Ανάπτυξης της Λι­βαδειάς. «Είχα για αυτόν την εικόνα του επισκόπου-πατέρα και του καλού "μάνατζερ". Δεν ζη­τούσε να επιβληθεί με τον θεσμικό του ρόλο, μπο­ρούσε να "πείσει" τους ανθρώπους με τρόπο ήρε­μο και αποτελεσματικό και να πετύχει στο έργο του.

Η αντίληψη του έφτανε πολύ πιο πέρα από τα εκκλησιαστικά πράγματα, ποτέ όμως δεν πα­ρέμβαινε διχαστικά στην τοπική κοινωνία. Δεν αναμείγνυε την Εκκλησία με την πολιτική, δεν μπέρδευε τα του Θεού με τα των ανθρώπων».Θα το αποδείξει ακόμη και στη σοβαρότατη περιπέτεια της υγείας του το1994 (μελάνωμα του δέρματος): «Αυτό που πάντοτε με εντυπωσιάζει είναι αυτή η σταθερότητα στις αρχές του. 

Όχι με την έννοια της "ακαμψίας". Ήταν ανοιχτός, χω­ρίς να παρεκκλίνει χιλιοστό από την εκκλησια­στική του ρότα» λέει ο π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών-Ψυχίατρος, γενικός διευθυντής σήμερα στο Ίδρυμα Ποιμα­ντικής Επιμορφώσεως. «Θυμάμαι όταν θα φεύ­γαμε για την επέμβαση στην Αμερική.

Την πα­ραμονή το βράδυ τον βρίσκω μπροστά στο τζά­κι με μια ντάνα φακέλους, να τακτοποιεί χαρτιά. "Τι κάνετε;" του λέω. "Πρέπει να φτιάξουμε  τις βαλίτσες μας, φεύγουμε το πρωί-". Μου λέει: "Κοίταξε, δεν ξέρουμε καν αν θα γυρίσω και όλα αυτά είναι φάκελοι των αδελφών μας στη Μητρό­πολη...". Δεν ήταν για να τακτοποιηθούν τα χαρ­τιά. Ήταν για να μη μείνουν εκκρεμότητες που θα μπορούσαν να αδικήσουν ανθρώπους...  

Ακόμη και στο νοσοκομείο, την παραμονή της επέμβα­σης, και ενώ είχε φυσικά μια ανησυχία ανθρώπι­νη, με φώναξε στο δωμάτιο να μου πει τι να κά­νω αν κάτι δεν πήγαινε καλά στο χειρουργείο.  Εί­ναι σαν μη χάνει ποτέ την αναφορά του σε κάτι...».Το μικρόβιο βέβαια του αρχαιολόγου δεν θα τον αφήσει ποτέ. Επιδίδεται μετά περισσού ζή­λου στην αναστήλωση και ανάδειξη βυζαντινών μνημείων (το 1970 τού απονέμεται από την Ακα­δημία Αθηνών το πρώτο βραβείο για το βιβλίο του «Μεσαιωνικά Μνημεία Ευβοίας»).

Οι συνεργάτες του καταθέτουν ότι επί σειρά ετών τους «ξεποδα­ριάζει» με τις ατελείωτες πορείες και αναβάσεις σε βουνά και λαγκάδια ανά την Ελλάδα, ιδιαίτε­ρα όταν υπάρχει η παραμικρή υποψία ανασκαφι­κού ενδιαφέροντος. Κάπως έτσι θα προκύψει και η περίφημη διένεξη με την Αρχαιολογική Υπη­ρεσία για το μοναστήρι του Οσίου Λουκά, κοντά στους Δελφούς, του οποίου ο ίδιος έχει διατελέσει ηγούμενος. Οι αρχαιολόγοι κονταροχτυπιούνται με τους μοναχούς για το αν το λαμπρό αυτό μετα­βυζαντινό μνημείο πρέπει να είναι αποκλειστικά μουσείο ή χώρος λατρείας, για το αν τέλος πάντων μπορείς να ανάβεις καντήλια μπροστά σε σταυροθόλια με ψηφιδωτά του 11ου αιώνα.

Ήταν «τότε που είδαμε έναν Ιερώνυμο που δεν τον αναγνωρί­ζαμε» θυμούνται σήμερα οικείοι του. «Άστραφτε και βρόνταγε όταν θεωρούσε ότι η Εκκλησία αδικείτο». Μια φορά, τελειώνοντας την Ακολουθία, κλειδώθηκε μέσα στον ναό: «Βγάλτε με εσείς από το σπίτι μου, εγώ μόνος μου δεν βγαίνω...» έλεγε. Ο σημερινός Μητροπολίτης Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως Αθηναγόρας (εκ των μακροβιότε­ρων συνεργατών του) θυμάται την εντυπωσιακή, ιερωνυμική «ντρίμπλα» στη σύσκεψη (1987) με την υπουργό Πολιτισμού: «Η Μελίνα ήταν ένας απλός άνθρωπος.

Αφού άκουσε τους αρχαιολό­γους, γύρισε και τον ρώτησε: "Δέσποτα, μπορείς εσύ να μου εξηγήσεις ποια είναι ακριβώς η διαφο­ρά σας;". Και είχε την έμπνευση να της πει το αμί­μητο: "Κοιτάχτε, πείτε ότι αποκαθιστούν το Θέα­τρο της Επιδαύρου και σας απαγορεύουν να παί­ξετε τη 'Μήδεια', διότι αν πατήσετε μέσα στην Ορ­χήστρα θα προκαλέσετε φθορές... Το ίδιο κάνουν και σ’ εμάς. Δεν θέλουν να κάνουμε λειτουργία για να μην πάθει κάτι ο ναός". "Αυτό είναι όλο;" απά­ντησε η Μελίνα. "Φέρτε μου να υπογράψω"».

Μαχαιριές με φιλάδελφο πνεύμα: 1996. Ιδιαίτερα βεβαρημένη η υγεία του τότε Αρ­χιεπισκόπου Σεραφείμ (του προκαθήμενου με τη μακροβιότερη θητεία στην Ιστορία της Εκκλησί­ας της Ελλάδος - συμπλήρωσε 24 χρόνια στο τι­μόνι της) και οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για τη διαδοχή του έχουν ήδη ξεκινήσει.

Τα «κορά­κια», όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, ζυγιάζο­νται ήδη πάνω από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, αρ­χιερατικές συμμαχίες και μηχανορραφίες εξυφαί­νονται ταχύτατα, σκιές παραμονεύουν να ρίξουν πισώπλατες μαχαιριές «με φιλάδελφο πνεύμα».

Διότι, όπως θα γράψει ο Ζαν Ανούιγ (στο έργο του «Μπέκετ ή Η τιμή του Θεού»), «όταν πρόκειται για τη μίτρα του πρωθιεράρχη, όλους τους πιάνει παραζάλη». Έναν χρόνο νωρίτερα, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας χορήγησε 4 δισ. δραχμές για την εκτέλεση ορισμένων έργων βάσει ολοκληρωμέ­νων μελετών. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος όρισε δι­αχειριστική επιτροπή, στην οποία δεν συμμετείχε ο τότε Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας Ιερώ­νυμος.

Ορισμένοι, γνωστοί σήμερα, του απέδω­σαν αφενός μεν την κατηγορία ότι αυτός έκανε την κατανομή των επιχορηγήσεων σε αρχιερείς που τον στήριζαν και, αφετέρου, ότι καταχράστηκε το τεράστιο ποσό. Τα ΜΜΕ κατευθυνόμενα οργία­σαν και ο Ιερώνυμος έγινε βορά τους. Μέσα σε ένα καταφανώς προεκλογικό κλίμα το οικονομικό σκάνδαλο και η ενδοεκκλησιαστική πόλωση θα πάρουν γιγάντιες διαστάσεις.

Ο Θηβών αρνείται κάθε κατηγορία, υποστηρί­ζοντας ότι πρόκειται περί λασπολογίας που απο­σκοπεί στο να τον θέσει εκτός μάχης στην εκλογή για την ανάδειξη αρχιεπισκόπου. «Ταλαιπωρήθηκα και πικράθηκα» καταθέτει σήμερα ο κ. Ιε­ρώνυμος. «Και απογοητεύτηκα πάρα πολύ. Όταν διαβάζεις σε όλες τις εφημερίδες, όταν βλέπεις σε όλες τις τηλεοράσεις ότι έκανες κατάχρηση 4 δισεκατομμυρίων χωρίς να είσαι καν μέλος της επιτροπής που διαχειρίστηκε τα κονδύλια, όταν εσύ στέλνεις τις απαντήσεις σου  και δεν δημοσι­εύονται αλλά κλειδώνονται,  αισθάνεσαι να ασφυ­κτιάς, να πνίγεσαι.

Θα αντιδράσει προσφεύγο­ντας στη Δικαιοσύνη και ζητώντας   από τον εισαγ­γελέα του Αρείου Πάγου να διατάξει δικαστική έρευνα σε βάθος. «Εκείνο που πονά περισσότερο είναι ο άδικος πόνος» υπογραμμίζει. «Και ιδίως η συκοφαντία. Και είναι συγκλονιστικό όταν γνωρί­ζεις ότι το γνωρίζει και αυτός που σε συκοφαντεί αλλά επιμένει. Δεν έχεις όπλα τότε, δεν σου επι­τρέπεται να εκδικηθείς, το μόνο που μπορείς είναι να έχεις υπομονή. Αυτό είναι ένα πολύ δύσκολο κομμάτι στη ζωή μας. Συνηθισμένο όμως». 

Ση­μειωτέον ότι το ποσό των 4 δισ. δραχμών βρέθη­κε από τον νυν Αρχιεπίσκοπο την επόμενη ημέ­ρα της εκλογής του και σήμερα υπάρχει στο Τα­μείο της Εκκλησίας προς συνέχιση των προγραμ­ματισμένων έργων. Θα περιμένει τρία χρόνια για την οριστική δικαίωση του από την κοσμική Δικαιοσύνη με το απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλί­ου Εφετών. Μόνο που θα είναι πλέον αργά.

Το πρωινό της 28ης Απριλίου 1998, σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά τον θάνατο του Σεραφείμ, οι καμπάνες του Καθεδρικού Ναού του Ευαγγελι­σμού της Θεοτόκου στην Αθήνα διατρανώνουν χαρμόσυνα την εκλογή του Μητροπολίτη Δη­μητριάδος Χριστόδουλου στον αρχιεπισκοπι­κό θρόνο (ο οποίος επικρατεί άνετα στην τρίτη ψηφοφορία με 49 ψήφους). 

Ήταν κάτι παρα­πάνω από σαφές ότι οι υποσχέσεις που είχε λά­βει προεκλογικώς ο Μητροπολίτης Θηβών από φίλους «σεραφειμικούς» επισκόπους δεν κρατήθησαν. «Σκέφθηκα να φύγω από την αίθου­σα...» θα εκμυστηρευθεί ο ίδιος σε συνομιλητές του.

«Είναι πια πασίγνωστο ότι όσο πιο θερμή είναι η υπόσχεση για την ψήφιση ενός υποψη­φίου, τόσο πιο εύκολη η αθέτηση της...» γρά­φει (με αφορμή εκκλησιαστικά μαγειρέματα άλλων δεκαετιών) ο παλαιός εκκλησιαστικός συντάκτης του «Βήματος»Κ.Β. Σακελλαρίου. «...Κανείς, ούτε και αυτοί οι ίδιοι αρχιερείς εί­ναι βέβαιοι πως αυτά που ειπώθηκαν, αυτά που συμφωνήθηκαν, αυτά τα ίδια και θα πραγμα­τοποιηθούν. Η κάλπη θα δείξει αν οι υποσχέ­σεις μερικών "αγίων" αρχιερέων δεν μοιάζουν με κάλπικες λίρες». 

Η επόμενη ημέρα βρίσκει τον Μητροπολί­τη Θηβών ηττημένο, διασυρθέντα και λαβωμέ­νο (από φίλια πρωτίστως πυρά). Όπως δηλώ­νει σήμερα ο νυν Μητροπολίτης Ιλίου, Αχαρ­νών και Πετρουπόλεως κ. Αθηναγόρας: «Στε­νοχωριόταν πρωτίστως για τους φίλους μητρο­πολίτες που δεν τον στήριξαν, όχι στην εκλο­γή, αλλά σε όλες αυτές τις κατηγορίες».

Οι λί­γοι αδελφοί επίσκοποι που επισκέπτονται, πολ­λές φορές λάθρα, τον χαμένο της εκλογής, γί­νονται μάρτυρες αυτής της βαθιάς απογοήτευ­σης με τα «ανθρώπινα» στη διοίκηση της Εκ­κλησίας. Η πικρία του θα τον οδηγήσει σε μια συνειδητή απομόνωση από την κεντρική διοί­κηση, θα απέχει για καιρό από επιτροπές και συλλείτουργα (θα αρνηθεί ακόμη και επίσκε­ψη στη Μητρόπολη του τότε Αρχιεπισκόπου).

Δεν θα διστάσει να ενθαρρύνει τα πνευματική του παιδιά να απομακρυνθούν από κοντά του, προκειμένου να μην ανακοπεί η δική τους πο­ρεία μέσα στην Ιεραρχία. Τα περισσότερα, που θα μείνουν κοντή του μέχρι και σήμερα, απο­φαίνονται ότι «κακώς σήκωσε τότε πάνω του ευθύνες άλλων», ενώ του καταλογίζουν   «σκανδαλιστική συγχωρητικότητα και έλλειψη μνησικακίας».

Η οδύνη του '98, λένε όσοι γνωρίζουν, θα εκτονωθεί με μια έξαρση του κοινωνικού του έργου στη Βοιωτία. Στο τέλος, ακόμη και οι «αντίπαλοι» θα υπαναχωρήσουν. Σε συνέντευξή του στο «Βήμα» (στις 12.2.2006 στη Μαρία Αντωνιάδου) ο τότε Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Καλλίνικος Καρούσος (εκ των πυλώνων της «Χρυσοπηγής» και ο ιεράρχης που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάρρηση Χριστοδούλου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο) δηλώνει: «Εγώ πιστεύω ότι ο Μητροπολίτης Θηβών ήταν αθώος, το πίστευα και το πιστεύω».

Ξίφη και ποιμαντορικές ράβδοι: Το κλίμα έχει προλειάνει το έδαφος για εύθραυστες, συχνά τεταμένες, σχέσεις με τον νέο προκαθήμενο. Παρότι οι δύο ιεράρχες γνωρίζονται ήδη από τα φοιτητικά τους χρόνια και παρότι οι δρόμοι τους θα διασταυρωθούν επανειλημμένως στον διοικητικό μηχανισμό της Εκκλησίας (π.χ., όταν το 1987 ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ δίνει στους δυο τους και στον τότε Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμο τα ηνία του «αντάρτικου» εναντίον του τότε υπουργού Αντώνη Τρίτση και των νόμων του για την αιώνια «καυτή πατάτα», την εκκλησιαστική περιουσία) δεν υπάρχει σύμπλευση ούτε «χημεία». 

Ο μεθοδικός, χαμηλών τόνων Ιερώνυμος με τα μικρά, καλά ζυγισμένα βήματα δεν δείχνει σύμφωνος με την προσωποκεντρική διοίκηση, την πολυπραγμοσύνη, τον «λαϊκίστικο άμβωνα» (όπως θα τον χαρακτηρίσει το αμερικανικό «Time») και τις χαοτικές εν γένει δρασκελιές Χριστόδουλου. Ούτε βέβαια με τη ρητορική του (ουδείς, π.χ., μπορεί να φανταστεί τον σημερινό πρωθιεράρχη να προβαίνει σε δηλώσεις του τύπου: «Εσείς τι θέλετε να είσθε; Κρέας ή κιμάς;» ή «Την Εκκλησία όποιο χέρι την άγγιξε ξεράθηκε»).

Ο Τύπος δεν θα αργήσει να χρίσει τον Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας «αρχηγό της ενδοσυνοδικής αντιπολίτευσης». Ο ίδιος θα εκφράσει ανοιχτά τις διαφωνίες του για τις ταυτότητες και τις λαοσυνάξεις, τις «επικίνδυνες» παρεμβάσεις στα εθνικά θέματα, τις σχέσεις με το Φανάρι και τις λεγόμενες Νέες Χώρες, την πολιτικοποίηση και εκκοσμίκευση της Εκκλησίας. Ενίοτε θα γίνει ιδιαίτερα σκληρός (ίσως περισσότερο, λέγεται, από όσο έχει υπάρξει ποτέ με τα εν οίκω» της Ιεραρχίας).

Θα μιλήσει, π.χ., για «εωσφορική αλλοίωση του μηνύματος της Εκκλησίας» και «έκπτωση του εκκλησιαστικού λόγου σε ιδεολόγημα και υποβάθμισή του σε κακοαντιγραμμένη πολιτική». Θα διαμηνύσει επίσης ότι «...στο προσκήνιο παρατάσσεται μια μηχανή που φαίνεται να συγκινείται από την εξουσία, τη δόξα και τον πλούτο, που πρώτη επιδίωξη της είναι η διαρκής παραμονή στα φώτα της δημοσιότητας και στις πρώτες σειρές της επικαιρότητας με οποιοδήποτε κόστος». 

Γνώστες των σκοτεινών εκκλησιαστικών παρασκηνίων υπογραμμίζουν ότι «η αντιπαλότητα καλλιεργείτο πρωτίστως από το περιβάλλον του Χριστόδουλου και από κάποιους που δεν ήθελαν τη συνεργασία δύο ισχυρών και χαρισματικών ιεραρχών». Τον Ιούνιο του 2005, και ενώ έχουν αρχίσει να λιώνουν οι πάγοι, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος εμφανίζεται αιφνιδίως στη γιορτή του Μητροπολίτη Θηβών στη Λιβαδειά, μια «γενναία» επίσκεψη σε έναν «αγαπητό και δραστήριο αδελφό»).

Η αμηχανία αμφοτέρων εμφανής, λένε μάρτυρες της συνάντησης. Έκτοτε η σχέση τους αρχίζει σταδιακά να αποκαθίσταται. Και καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος βλέπει το 96% της δημοφιλίας του να κατακρημνίζεται και το περιβάλλον του να βάλλεται πανταχόθεν ύστερα από μια σωρεία σκανδάλων διαπλοκής και διαφοράς (παραδικαστικό, σκάνδαλο Γιοσάκη, σκάνδαλο Βαβύλη κ.ο.κ.), με τον διάβολο να χορεύει και τις Μητροπόλεις να έχουν μετατραπεί σε «θερμοκήπια αθλιοτήτων», ο παλιός ενδοσυνοδικός «εχθρός» βρίσκεται συχνά απρόσμενα στο πλάι του.

Σήμερα, η σύγκριση μεταξύ των δύο εκκλησιαστικών ηγετών μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη (κάποιοι φροντίζουν να την υποδαυλίζουν και μετά θάνατον με ειλικρινείς ή και ολότελα υποκριτικές εκδηλώσεις λατρείας προς τον μακαριστό, αν κρίνει κανείς από την ομάδα στο Facebook «Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος.  Ο τελευταίος ηγέτης του Τόπου αυτού» αλλά και τη «δέσμευση» του υποψηφίου δημάρχου Αθηναίων της Χρυσής Αυγής Ηλία Κασιδιάρη για «την ανέγερση ενός λαμπρού και συνάμα ταπεινού αγάλματος του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου»).

«Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έχει έναν απλό αλλά ουσιαστικό λόγο, επιτελεί σεμνά και αθόρυβα σοβαρό κοινωνικό έργο» λέει στο BHmagazino ο πρώην υπουργός, πρόεδρος της Δημοκρατικής Αναγέννησης Στέλιος Παπαθεμελής. «Επιβάλλεται με τη σιωπή σε αντίθεση με τον προκάτοχο του που επιβαλλόταν με τον λόγο του και διέθετε μέγα επικοινωνιακό εκτόπισμα.

Ο Χριστόδουλος ήταν ηγέτης, σε μια περίοδο ανυπαρξίας ηγετών, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται. Ήταν δημοφι­λής, του άρεσε η δημοσιότητα, συχνά θυμάμαι του έλεγα "Μη χαραμίζεσθε σε καθημερινές δηλώσεις", ενώ χαιρόμουν τη συνειδησιακή διείσδυση του σε ψυχές και χώρους εκ πρώτης όψεως αδιάφορους προς την Εκκλησία, π.χ. τα νέα παιδιά με τα σκουλαρίκια και τα τατουάζ».

Ο διευθυντής σήμερα του Γραφείου Τύπου της Αρχιεπισκοπής Χάρης Κονιδάρης, ο μο­ναδικός στενός συνεργάτης του μακαριστού Χριστόδουλου που θα παραμείνει στον στενό κύκλο των επιτελών του νυν Αρχιεπισκόπου, σπεύδει να τονίσει: «Είχαν άλλη επικοινωνια­κή πολιτική. Ο μακαριστός Χριστόδουλος πιο συναισθηματικός. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυ­μος πιο στρατηγικός. Κοινό τους γνώρισμα, πέ­ρα από την αγάπη τους για την Εκκλησία, ότι είναι αμφότεροι βαθιά πολιτικά όντα.

Υπό την έννοια ότι και οι δύο, με τελείως βέβαια διαφο­ρετική προσέγγιση και ιδιοσυγκρασία αλλά και σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, ενδιαφέρ­θηκαν να «καλλιεργήσουν τη σχέση της Εκκλη­σίας με την κοινωνία και τον πολίτη, ως απαραί­τητο όρο για την συνέχιση της Εκκλησίας μέσα στον χρόνο».

Ένας ιερομόναχος στην Αγίας Φιλοθέης:To 2008 ο Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας θα μετάσχει για μία ακόμη φορά στο βυζαντινής τεχνοτροπίας παζάρι προς άγραν ψήφων που συνοδεύει παραδοσιακά τις εκλογές για την ανά­δειξη αρχιεπισκόπου (διοργανώνονται μυστικά δείπνα, οι επιτελείς του προσεγγίζουν «πόρτα  πόρτα» τις Μητροπόλεις και ο ίδιος φέρεται να πραγματοποιεί απροσδόκητα φιλικές επισκέψεις σε αδελφούς επισκόπους).

Άσος στον αρχιερατι­κό σάκο του οι καλές σχέσεις με τον Οικουμενι­κό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο (καθώς τον είχε στηρίξει στον παρ' ολίγον «εμφύλιο» ανάμεσα στη μητέρα και στη θυγατέρα Εκκλησία για τις Νέες Χώρες). Στα μείον του, λένε εκκλησιαστικοί κύκλοι που ξέρουν, οι παλαιές, καλές σχέσεις του με το ΠαΣοΚ. 

Κάποιοι θα πουν ότι η νίκη του, στις 7 Φεβρου­αρίου 2008, επί του Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευσταθίου, θα είναι η ρεβάνς για το 1998. Άλλοι πάλι ότι ο πόθος του για την αρχι­επισκοπική μίτρα δεν ήταν τόσο διακαής όσο και ευκαιριακός, ότι μία (ακόμη) ήττα δεν θα τον συνέτριβε, όπως άλλους ιεράρχες με υψηλές βλέ­ψεις. Ήδη από τον ενθρονιστήριο λόγο του θα φα­νεί η αλλαγή σελίδας στη διοίκηση της Ιεραρχί­ας: μόλις 3-500 λέξεις η ομιλία του νέου Αρχιεπι­σκόπου (ήτοι, το ένα τέταρτο αυτής του προκατό­χου του).

«Επιτέλους, στον θρόνο ένας παπάς!» θα αναφωνήσει ένας μητροπολίτης την ημέρα της εκλογής του. Λέγεται ότι για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θα αποκτήσει ποτέ συμπαγή αντιπολί­τευση: οι ιεράρχες εμφανίζουν πλέον σημάδια κόπωσης από όλο αυτό το πνιγηρό focus πάνω στην Εκκλησία που λίγο έλειψε να την αφήσουν «αποξηρανθείσα συκή». 

Από όλα αυτά τα φθορο­ποιά για το κύρος της «ανθρώπινα» στη διοίκηση που είχαν βγει στο φως τα προηγούμενα χρόνια. Έχει μοναξιά ο αρχιεπισκοπικός θρόνος; «Έχει μοναξιά, όταν βέβαια σκέφτεσαι ανθρώ­πινα» λέει ο κ. Ιερώνυμος. «Διότι βλέπεις κάθε μέρα χιλιάδες ανθρώπους και το βράδυ που ανε­βαίνεις στο δωμάτιό σου και είσαι μόνος σου έρ­χεται το ερώτημα: "Όλοι αυτοί που πέρασαν σή­μερα, ποιοι είναι για μένα;" ή

"Ποιος θα με σκε­φτεί εμένα;". Εγώ που με αγαπούσαν τόσο στη Βοιωτία, έμεινα πολλές φορές, ως απλός κλη­ρικός, όχι ως Μητροπολίτης, το Μεγάλο Σάβ­βατο χωρίς ένα πιάτο φαΐ Δεν πήγαινε κανενός το μυαλό ότι αυτός ο παπάς που γυρνάει και λει­τουργεί σε όλα τα χωριά, όταν θα γυρίσει κατά­κοπος τη νύχτα της Αναστάσεως δεν θα 'χει να φάει... Αυτή είναι, όμως, η απάρνηση της άλλης ζωής που λέγαμε. Που έχει, όμως, απέ­ραντη ομορφιά». Πιστεύει ότι έχει τη «φτιαξιά» του ηγέτη; «Ο κληρικός δεν είναι εξουσία» απα­ντά στο BHmagazino. «Είναι διακονία».

Στην προσωπική του ζωή είναι εκ φύσεως ιδι­αίτερα ολιγαρκής, διάγει, με τις φροντίδες της οι­κονόμου του Μαρίας, έναν σχεδόν ασκητικό βίο (όχι στη μονοκατοικία του Παλαιού Ψυχικού) αλ­λά στον δεύτερο όροφο της Αρχιεπισκοπής (στέλ­νοντας και ένα σαφές μήνυμα μιας κοινωνικά συ­μπάσχουσας Εκκλησίας που δεν περισυλλέγει μίτρες και εγκόλπια). «Έχει πολλή φθορά η διοίκη­ση» τονίζει ο ίδιος. «Οι συνεργάτες μου από πα­λιά το γνωρίζουν.

Όταν βλέπουν τα φώτα της βι­βλιοθήκης αναμμένα αργά τη νύχτα, σημαίνει ότι περνώ δύσκολη ώρα με κάτι διοικητικό. Το βιβλίο δεν σε προδίδει, ενώ η ενασχόληση με τα ανθρώ­πινα έχει πολλές προδοσίες. Πρέπει να μπορείς να ανανεώνεσαι, αλλιώς θα βυθιστείς. Όπως έλεγα τις προάλλες σε έναν μητροπολίτη: "Στη ζωή μας έχουμε ένα κομμάτι που λέγεται Βυζάντιο και ένα κομμάτι που λέγεται έρημος. Πρέπει να γευόμα­στε το Βυζάντιο, τον κόσμο, αλλά πρέπει να απο­συρόμαστε και στην έρημο, στον εαυτό μας"».

Ο ίδιος όταν θέλει να δραπετεύσει, εκτός από το διά­βασμα, ακούει μουσική (Στράους, Τσαϊκόφσκι) ή πηγαίνει με το Audi Α6 που οδηγεί ο πιστός Βοιωτός οδηγός του Βλάσης να επισκεφθεί την οικο­γένεια του (τα ανίψια του Τάσο, Δήμητρα και Σο­φία και τα παιδιά τους, μεταξύ τους ένας μικρός Ιερώνυμος και μια μικρή Ιερωνύμη). 

Το αγαπη­μένο του, όμως, ησυχαστήριο είναι η Μονή Αγί­ων Θεοδώρων Ζάλτσας στη Βοιωτία.«Ως άνθρωπος είναι στο βάθος του λίγο απρό­σιτος και μοναχικός, είναι στιγμές που "αναχω­ρεί"» λέει ο πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής π. Μάξιμος Παπαγιάννης. «Από την άλλη πλευρά χαίρεται να είναι με τους ανθρώπους. Καμιά φο­ρά στους ναούς τού λέμε: "Μα είστε κουρασμέ­νος..." και εκείνος επιμένει:

"Οχι, θέλω να καθίσω να δώσω στον κόσμο αντίδωρο". Πιάνει κου­βέντα με όλους». Ο π. Συμεών Βολιώτης, Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος (ο «Βενιαμίν» των κατά μέσο όρο πολύ νέων συνεργατών του Αρχιεπισκό­που) υπογραμμίζει ότι ακόμη και οι απλοί κληρι­κοί δεν νιώθουν κοντά του αυτό το χάσμα εξουσί­ας που συναντάς στα υψηλά αξιώματα: «Δεν νιώ­θουν υφιστάμενοι, υπάλληλοι. Ειρηνεύεις κοντά του, "βγάζεις" τον εαυτό σου».

Διανθίζοντας το «ανθρώπινο» προφίλ του, οι συνεργάτες του καταθέτουν ότι έχει συχνά διακε­κομμένο ύπνο (σηκώνεται μες στην άγρια νύχτα να διαβάσει ή να γράψει), ότι την εκτίμηση του και την αποδοχή του προς αυτούς δεν θα την εκφρά­σει ευθέως αλλά έμμεσα, π.χ. μιλώντας εγκωμια­στικά σε κάποιον τρίτο («για να μην παίρνουν τα μυαλά μας αέρα»), ότι πρέπει να έχεις μείνει πολ­λά χρόνια κοντά του για να τον ακούσεις να υψώ­νει μια φορά τη φωνή, ότι κατέχει την τέχνη του «πειράγματος», ότι ποσώς τον ενδιαφέρει η δημοφιλία του.

Όπως λέει ο π. Χρυσόστομος Παπαθανασίου, στον οποίο καταλήγουν καθημερινώς εκατοντάδες γράμματα και e-mail: «Όλους τους δέχεται. Τον φτωχό, τον άνεργο, τον βιοπαλαιστή, τον επιστήμονα. Τον έχοντα κοσμική εξουσία. Τον διανοούμενο άνθρωπο της τέχνης. Διαλέγεται χω­ρίς αποκλεισμούς».Στην ερώτηση αν έχει ποτέ νιώσει την αλαζο­νεία που συνοδεύει κατά κανόνα τα υψηλά αξιώ­ματα (ακόμη και όταν υπηρετείς τον «αιώνιο αρ­χιερέα»), ο κ. Ιερώνυμος απαντά χαμογελώντας: «Οχι, γιατί κάνω πολλές κηδείες!

Εμείς, ξέρετε, εκ των πραγμάτων θα κηδέψουμε ανθρώπους άσημους και φτωχούς, θα κηδέψουμε και μεγά­λα ονόματα, ανθρώπους που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των άλλων... Και εκείνη την ώρα ακούμε έναν πολύ ωραίο ψαλμό. Κάποιος κάνει περίπατο σε ένα νεκροταφείο και βλέπει κόκαλα. Και λέ­ει ".Άραγε, τι ήταν αυτός;". "Άρα, τις εστί, βασι­λεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαι­ος ή αμαρτωλός"». 

Η υστεροφημία; «Κοιτάξτε, αυτό είναι μεγάλος πειρασμός. Και εγώ το σκέ­πτομαι πολλές φορές. Ναι. Το βλέπω ότι είναι εγωιστικό αλλά δεν θα 'θελα να χαθώ. Θα' θε­λα ίσως να πει κάποιος που θα διαβάσει κάτι για μένα να σκεφτεί ότι ακόμη και ένα άσημο παιδί από ένα χωριό, αν παλέψει και αγωνιστεί, μπο­ρεί να κάνει πράγματα που βοηθάνε τον άνθρω­πο. Σε όλη μου την πορεία με έχει βοηθήσει πο­λύ αυτή η σκέψη της Έλεν Κέλερ: "Μην κοιτάς την κλειστή πόρτα.

Ο Θεός σού ανοίγει μια άλλη πλάι"». Ο ίδιος καταθέτει πως ακόμη και η πνευ­ματική εξάρτυση του ιερωμένου δεν φτάνει για να συμφιλιωθείς με το αναπόφευκτο, τον θάνα­το: «Δεν είμαι πάντοτε συμφιλιωμένος. Ήμουν κοντά στον γέροντα μου, τον μακαριστό Νικόδη­μο, όταν πέθανε. Εκείνος ήταν συμφιλιωμένος με τον θάνατο. 

Το ήξερε, το περίμενε. Με φώ­ναξε, μου είπε "Παιδί μου, θα φύγω", και μου υπέδειξε πώς θα γίνει η κηδεία. Δεν ήθελε φι­λαρμονική, δεν ήθελε τίποτα. Του λέω: "Γέρο­ντα μου, πώς αισθάνεσθε;". "Κοίταξε", μου λέ­ει, "είμαι τόσων χρόνων, έρχεται αυτό που επιθυ­μούσα σε όλη μου τη ζωή. Αλλά πρέπει να σου πω και να το Ξέρεις. Το πέρασμα από 'δω προς τα ' κεί είναι δύσκολο". Πέθανε την άλλη ημέρα».

Η καυτή αρχιεπισκοπική ατζέντα:Στα έξι χρόνια της αρχιεπισκοπείας του οι εκ­κλησιαστικοί συντάκτες οιμώζουν γιατί «δεν υπάρχουν πια ειδήσεις». Η διακονία του, λένε οι γνώστες των διοικητικών, είναι ένα κράμα του «ανταρτόπαπα του ΕΔΕΣ» Σεραφείμ (ψυχραι­μία, ρεαλισμός) και του πνευματικού του πατέρα Νικόδημου (πραότητα, συναίσθηση των ορίων). Όταν τον Φεβρουάριο του 2008 ο Κωστής Δήμτσας (γενικός διευθυντής σήμερα της «Αποστο­λής», της ΜΚΟ της Αρχιεπισκοπής) τον ρώτησε πού θέλει η θητεία του, «η απάντηση που πήρα ήταν στο «προνοιακό έργο».

Από την πρώτη στιγμή είπε ότι θα στηρίξει ανθρώπους ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας και φυλής. Υψηλή διορατικότητα, δεδομένου ότι δεν είχε καν ξεκινήσει η οικονομική κρίση». Ο Αρχιεπί­σκοπος Ιερώνυμος πρεσβεύει ότι ο άμβωνας δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για πολιτικολογία (η όποια εμπλοκή της Εκκλησίας με το πολιτικό γί­γνεσθαι είναι πολύ χαμηλής πτήσεως ή υπόγεια).

Δεν επιδιώκει να συνεγείρει τα πλήθη, δεν ανα­μοχλεύει πάθη και δεν συμφωνεί με μητροπολί­τες που αρέσκονται στα συλλαλητήρια ή στις τη­λεοπτικές κάμερες, ενώ δεν έχει διστάσει να απο­καλέσει «δοκησίσοφους» και «ανυποψίαστους» αρχιερείς που μιλούν με ιεροεξεταστική γλώσ­σα για ακανθώδη κοινωνικά θέματα. Ρομφαιοφόρος, όμως, μάχεται να κλείσει τη μαύρη τρύ­πα στα ταμεία της Εκκλησίας και να αξιοποιή­σει την περιουσία της (η οποία, όπως αποφαίνε­ται συχνά ο ίδιος, δεν είναι διόλου «μυθική» ού­τε διαθέτει τόσο πολλή ζουμερά «φιλέτα») «προς όφελος του λαού».

Σε δύο πυλώνες συνοψίζεται ο αγώνας του Αρ­χιεπισκόπου, εξηγεί ο 38χρονος Επίσκοπος Διαυλείας και αρχιγραμματέας της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου Γαβριήλ Παπανικολάου («τα μάτια, τ' αφτιά και το στόμα» του κ. Ιερώνυμου στο Συνο­δικό Μέγαρο της Μονής Πετράκη):

«Ο πρώτος είναι να περάσει το μήνυμα στην κοινωνία ότι η Εκκλησία είναι ένας κατεξοχήν φιλανθρωπικός παράγοντας, ο οποίος δεν στέκεται μόνο τώρα στην κρίση δίπλα της αλλά καλλιεργεί στον ελλη­νικό λαό την παιδεία που χρειάζεται για να βρει τη σχέση και με την ιστορία του και με το μέλλον του, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει ξανά ανάπτυξη, πνευματική και οικονομική. 

Και ο δεύτερος να βοηθήσει την ίδια την Εκκλησία να αντιληφθεί ότι πρέπει, μέσω της διαφανούς πλέον αξιοποίη­σης της περιουσίας της, και να ενισχύσει αυτό το φιλανθρωπικό έργο αλλά και να σταθεί στα πό­δια της, να μην έχει ανάγκη το οποιοδήποτε κράτος - δεκανίκι.  Οτιδήποτε γίνεται πλέον θα βγαί­νει προς τα έξω, τίποτε δεν θα μείνει κρυφό (ήδη έχουν γίνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση με την Εταιρεία Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Ακί­νητης Περιουσίας ΑΕ που κάναμε). 

Βασική αρ­χή είναι η αυτάρκεια. Αλλά πάντα με διαφάνεια». Από τις βασικές προτεραιότητες στην αρχιεπι­σκοπική ατζέντα η μόρφωση και η ποιότητα των κληρικών (ήδη από τα χρόνια στη Βοιωτία κυνη­γά ρασοφόρους να κάνουν διδακτορικά). Για να μην υπάρχουν παπάδες ακαλλιέργητοι και επαγ­γελματίες της Εκκλησίας με μεσαιωνικές αντιλή­ψεις. Εξού και το Ίδρυμα Ποιμαντικής Επιμορ­φώσεως. «Εδώ έχουμε έναν αγώνα τεράστιο» υπογραμμίζει σήμερα ο ίδιος στο BHmagazino.  

«Τους ιερείς κανονικά οφείλει να τους σπουδά­ζει η Εκκλησία και όχι το κράτος. Έχουν ήδη γί­νει αρκετά βήματα συνεργασίας Εκκλησίας και κράτους. Η Εκκλησία οφείλει να διαπαιδαγωγεί τα στελέχη της, να μην έχουν νοοτροπία δημοσί­ου υπαλλήλου. Σήμερα, μάλιστα, που υπάρχει τε­ράστια ανεργία, σου λέει ο άλλος "Γιατί να μη γί­νω ιερέας; Θα πάρω έναν μισθό, υπάρχουν και κά­τι 'τυχερούλια'...Έτσι δημιουργείται μια "καριερίστικη" νοοτροπία και μειώνεται αρκετά ο ρόλος της αυτοθυσίας. 

Η επιμόρφωση είναι απαραίτη­τη και για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προ­βλημάτων. Ένα παράδειγμα, ένα παιδί στην   επαρχία έχει κάποιο πρόβλημα. Ο παπάς (που εί­ναι, σας διαβεβαιώ, ακόμη και σήμερα ο πρώτος που μαθαίνει ένα οικογενειακό πρόβλημα) πρέ­πει να είναι σωστά καθοδηγημένος, να είναι κο­ντά στην πραγματικότητα, να μπορεί να διακρί­νει ότι το παιδί χρειάζεται επιστημονική στήριξη, και όχι να αρκεστεί στα "φέρτε το να το διαβάσου­με" και τις μεταφυσικές τιμωρίες». 

Στην ερώτηση του BHmagazino πώς ο ίδιος, ένας τόσο προοδευτικός ιεράρχης (ο ίδιος μάλιστα έχει δηλώσει παλαιότερα «όπου πρέπει, γίνομαι και κομμουνιστής») δεν ήρθε σε ρήξη με το «βα­θύ εκκλησιαστικό κράτος» και δεν έφερε τις κοι­νωνικές τομές που πολύς κόσμος προσδοκούσε, απαντά:

«Εκ των πραγμάτων, ο χώρος ο εκκλη­σιαστικός είναι συντηρητικός. Αυτό οφείλουμε να το πούμε. Δεν είναι συνεπώς εύκολη η ρήξη. Διότι θα συναντήσει κανείς διλήμματα.  Πολλοί μου λένε γιατί δεν σηκώνεις το λάβαρο, να βγεις στους δρόμους και να καλέσεις όλους αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους σε επανάσταση. Τους απαντώ: "Ωραία, το κάνω. 

Και η επόμενη ημέρα ποια θα είναι;". Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που το κράτος "κρέμεται" από μία κλωστή. Αυτή τη στιγμή προέχει η ενότητα και του τόπου και της Εκκλησίας, θα ήταν ό,τι χειρότερο να είχαμε μια εμφύλια σύρραξη, μια σύγκρουση κοινωνική...». Τι γίνεται, όμως, με τις ακραίες φωνές, με εκεί­νες που κηρύσσουν, π.χ., από άμβωνος τη μισαλ­λοδοξία και τον ρατσισμό;

«Κοιτάξτε, σύμφωνα με τον κανονισμό της διοικήσεως μας, ο αρχιεπί­σκοπος είναι primus inter pares (πρώτος μεταξύ ίσων). Κάθε μητροπολίτης στην επαρχία του είναι κυρίαρχος. Δεν μπορούμε να κλείνουμε "στόμα­τα". Αν βέβαια κάποιος στρέφεται από άμβωνος κατά του Ευαγγελίου, υπάρχει το συνοδικό δικα­στήριο... Αλλά ο ακραίος, ούτως ή άλλως, θα πε­ριθωριοποιηθεί τελικά από μόνος του...».

Στις αρχές του 2014 ο Αρχιεπίσκοπος, από το βήμα της Μονής Πεντέλης, απευθυνόμενος προς ορισμένους θεολόγους εκπαιδευτικούς, επιδόθη­κε σε αυστηρή αυτοκριτική λέγοντας: «Δεν μας θέλουν και πρέπει να αναζητήσουμε τις ευθύνες μας και να μάθουμε να εργαζόμαστε με νέες με­θόδους». «Τα λάθη των ποιμένων και όσα δημο­σιεύματα κυκλοφορούν κατά καιρούς σε βάρος τους συντελούν στην απομάκρυνση ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας από την Εκ­κλησία» διαπιστώνει σήμερα. 

«Ασφαλώς δεν εί­ναι ευχάριστα όλα αυτά και έχουν τις επιπτώσεις τους. Προξενούν λύπη. Πρέπει, όμως, να πούμε ότι πολλά μεγαλοποιούνται και με τέτοια δημο­σιεύματα πολλές φορές ασκούνται πιέσεις στην Εκκλησία για διάφορες ιδιοτελείς σκοπιμότη­τες. Ωστόσο, χρειαζόμαστε περισσότερη ποιμα­ντική εργασία, κατηρτισμένο κλήρο, σύγχρονη διαπαιδαγώγηση. Η αλήθεια του Ευαγγελίου εί­ναι μία, οι τρόποι της διδασκαλίας πολλοί. Είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία προσέφερε πολλά στο γένος μας. Δεν χρειάζεται, όμως, να στρεφόμα­στε όλο στο παρελθόν. Πρέπει να ενδιαφερθού­με και για το μέλλον. 

Η τριβή, η επικοινωνία με τη σύγχρονη πραγματικότητα και ακόμη πολλές ιδέες που έρχονται απέξω δεν πρέπει να εκλαμβά­νονται ως καταστροφή. Δεν πρέπει να βλέπουμε παντού εχθρούς που θέλουν να πνίξουν την Ελλά­δα και την Ορθοδοξία. Και η Ελλάδα και η Ορθο­δοξία έχουν δείξει ότι όταν σέβονται τις αξίες τους, ξεπερνούν τις δυσκολίες. Πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας».

Προσεγγίζοντας ευσεβείς και «αλιβάνιστους»: Ο Μακαριότατος θα δηλώσει επανειλημμένως ότι η Εκκλησία δεν είναι «ηθικοπλαστικό σχο­λείο», την ίδια στιγμή όμως βγαίνουν σκληρές ανακοινώσεις της Ιεράς Συνόδου (όπως εκείνο το «πορνεία» για το σύμφωνο ελεύθερης συμβί­ωσης). Σε έναν κόσμο που τα κοινωνικά μοντέ­λα ανατρέπονται (που υπάρχουν, π.χ., μονογονεϊκές οικογένειες και ομόφυλα ζευγάρια που υι­οθετούν παιδιά) η Εκκλησία δεν οφείλει να συ­μπορευτεί;«Αυτό δεν είναι συμπόρευσις, είναι γκρέμισμα. Στόχος της Εκκλησίας είναι το ενδια­φέρον και η αγάπη για τον άνθρωπο. 

Οι επιλογές του καθενός είναι και ευθύνες του. Την οποιαδή­ποτε πράξη εκτροπής την καταδικάζουμε, τον άν­θρωπο τον αγαπούμε.Τέτοιου είδους συμπεριφο­ρές δεν μπορεί να γίνουν πρότυπο για τη ζωή, δεν μπορεί με νόμο, χωρίς εξουσιοδότηση του λαού, να επικυρώνει η Βουλή. Είναι πάρα πολύ λεπτά θέματα αυτά. Κρύβουν πολύ πόνο. Η εκκλησια­στική ζωή δεν είναι μόνο διδασκαλία. Είναι βίωμα. Την πράξη μπορεί να την καταδικάζω, αλλά στο πρόσωπο δεν μπορώ να πω δεν σ' αφήνω να μπεις στην Εκκλησία. 

Τότε εγώ είμαι παράνομος».Οι επικριτές του τον κατηγορούν· ότι είναι «κρυ­φός και απρόβλεπτος παίκτης» («Με τον Χριστόδουλο ήξερες τι να περιμένεις» λέει βαθύς γνώ­στης των εκκλησιαστικών πραγμάτων), ότι δεν έχει περάσματα στον κόσμα ότι έχει υπάρξει υπέρ το δέον γενναιόδωρος προς τους συνεργάτες του, ότι θέλει να τα' χει καλά με όλους (βλ. συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά» το 2013) και ότι κατα­στρώνει με περισσή μαεστρία τις παρασκηνιακές ζυμώσεις για ό,τι και να βάλει στο μυαλό του («αί­λουρο και επικίνδυνο άνθρωπο» τον είχε αποκαλέσει στο παρελθόν αδελφός επίσκοπος). 

Ακόμη του προσάπτουν ότι δεν «αξιοποίησε» επαρκώς τη στροφή του κόσμου προς την Εκκλησία που αναπόφευκτα έφερε η κρίση, ότι είναι μεν επαρ­κής και καταρτισμένος αλλά δεν έχει την ακτινο­βολία, τα αντανακλαστικά και το όραμα του ηγέ­τη, μοιάζει σχεδόν με άνακτα που έφτασε κου­ρασμένος στον θρόνο του. «Για να παίζεις έναν ηγετικό ρόλο πρέπει συνήθως να θέλεις να απο­δείξεις κάτι, έστω και μόνο στον εαυτό σου» λέει ο πολιτικός επιστήμονας (και παλαιός μαθητής του) Γιώργος Σεφερτζης. - Με την αυτάρκεια και την πληρότητα που δείχνει ο Αρχιεπίσκοπος Ιε­ρώνυμος, ίσως να μην αισθάνεται την ανάγκη να αποδείξει τίποτε σε κανέναν.

Μπορεί να του αρκεί να διακονεί την Εκκλησία με τρόπο που ίσως δεν εμπνέει αλλά ούτε απογοητεύει την κοινωνία». Θα του καταλογίσουν επιπλέον εξωτικές φι­λίες (για παράδειγμα, με τον επιχειρηματία Λαυρέντη Λαυρεντιάδη και τον Αλέξη Τσίπρα). «Στις επικοινωνίες είμαι ανοικτός προς όλους, από τα απλά πρόσωπα έως τους αξιωματούχους, τους αρχηγούς κομμάτων, τους πρεσβευτές ξένων χωρών, τους πολιτικούς» τονίζει ο Αρχιεπίσκο­πος στο BHmagazino.

«Μου κάνατε λόγο για τον κ. Αλέξη Τσίπρα» συνεχίζει. «Και μ' αυτόν, όπως και με όλους τους άλλους συζητητές μου, τα θέματα μας δεν είναι κομματικά. Υπάρχουν τό­σα άλλα για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Θα σας ομολογήσω κάτι. Αισθάνομαι άνεση στις συ­ζητήσεις αυτές, γιατί κομματικά είμαι απεγκλω­βισμένος. 

Πιστεύω ότι όλες οι αριστερές αποχρώ­σεις είναι αίρεση του χριστιανισμού, ενώ ο καπι­ταλισμός εκμεταλλεύτηκε και εκμεταλλεύεται την Εκκλησία. Αυτό που απομένει για μένα εί­ναι ο αγώνας για τον σεβασμό και την ελευθερία του προσώπου. Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν αποστρέφομαι τον άνθρωπο που έχει διαφορετι­κά πιστεύω από μένα» Εκείνο, όμως, που πρωτίστως τού προσάπτουν είναι η «απουσία» σε μείζονα πνευματικά θέμα­τα, η αίσθηση ότι το στίγμα της ηγεσίας του εξα­ντλείται στη διαδικασία της κοινωνικής αρωγής και δεν απαντά στα ερωτήματα που αφορούν τον εκκλησιαστικό λόγο εν όψει μιας κοινωνίας που αποσυντίθεται και αποδομεί τα αξιακά της συστή­ματα. 

«Η έμπρακτη συμπαράσταση σε εκείνους που δυσκολεύονται ακόμη και να επιβιώσουν εί­ναι επιτακτική» λέει στο BHmagazino η κυρία Δήμητρα Κούκουρα, καθηγήτρια στο Τμήμα Θε­ολογίας του ΑΠΘ «Παράλληλα, όμως, χρειάζε­ται επανευαγγελισμός, για να προβληθούν η λιτό­τητα, η συνέπεια, η εντιμότητα, η εργατικότητα, η δικαιοσύνη.Η υπέρβαση της ηθικής κρίσης εί­ναι ευθύνη όλων μας, όμως όσοι κατέχουν περί­οπτες θέσεις λειτουργούν ως πρότυπα και έχουν ευθύνη περισσή. Και ακόμη περισσότερη, όσοι έχουν δώσει υπόσχεση να βαδίζουν επί τα ίχνη του Χριστού».

Αντί επιλόγου: Ο 20ός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλά­δος δίνει πρωτίστως την εντύπωση του ανθρώπου και του θρησκευτικού ηγέτη που εν πλήρει συνειδήσει, χωρίς ποτέ να συμβιβαστεί αλλά και χω­ρίς να αφήσει ποτέ τίποτε στην τύχη, ακολούθησε μέχρι τέλους εκείνο για το οποίο προοριζόταν. Το ανθρωποκεντρικό όραμα του απέχει από το πρό­τυπο του «εθνικού χριστιανισμού» που υπηρέ­τησε με πάθος ο προκάτοχος του. Δεν είναι μό­νο θέμα εποχής, είναι θέμα φιλοσοφίας.

Επί αρχιεπισκοπίας Ιερωνύμου η Εκκλησία δεν είναι ιδεολογία, δεν έχει μεσσιανικό χαρακτήρα για τη σωτηρία του έθνους ούτε παρεμβατικό ρόλο στα εγκόσμια, όπως το νοούσε ο Χριστόδουλος. Εί­ναι πρωτίστως βίωμα και όριο των διακριτών ρό­λων Εκκλησίας - Πολιτείας θέτει τον άνθρωπο.

«Η Εκκλησία πρέπει να είναι αυτάρκης, να έχει την ελευθερία της» κλείνει ο κ. Ιερώνυμος τη συνομιλία του με το BHmagazino. «Να μη στέκεται στη γωνία της φοβισμένη, να τρέμει τι θα πει η εσωτερική ή η εξωτερική τρόικα».

Όλα, πάντως, δείχνουν ότι εν έτει 2014, σε έναν κόσμο που ανατρέπει κοινωνικά μοντέλα, σε μια ορθό­δοξη πίστη που απομακρύνεται από τη λαϊκή ευ­σέβεια του Παπαδιαμάντη, σε μια εποχή που οι έλληνες αρχιερείς διαθέτουν προσωπικά blogs και που ακόμη και ο «πλέον ανθρώπινος» Πά­πας Φραγκίσκος επικοινωνεί με το ποίμνιο του με selfies, η Ελλαδική Εκκλησία επιβάλλεται να διεκδικήσει για τον εαυτό της μια άλλη πορεία και μια άλλη ποιμαντική. 

Ο πρώτος μεταξύ των επι­σκόπων (και πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου) καλεί­ται να διοικήσει «εις Τύπον και τόπον Χριστού» έναν θωρακισμένα κλειστό, «απελπιστικά δυσκί­νητο οργανισμό» (όπως τον περιέγραφε ο προκά­τοχος του, μακαριστός Χριστόδουλος). Με μια ιε­ρά παράδοση αιώνων.

Με αισίως 82 Μητροπόλεις και πάνω από 10.000 κληρικούς όλων των βαθμί­δων. Και αυτό το «κλειστό σύστημα» καλείται την ίδια ώρα να το «ανοίξει» και να το οδηγήσει σχοι­νοβατώντας κοντά σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία που πάσχει. 


Δεν υπάρχουν σχόλια: