23 Ιουνίου, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (23/6/2013)

 


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ  -  ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ (Ζ΄ 37-52, Η΄ 12)

Τ καιρ κείν, ν τ σχτ μρ τ μεγλ τς ορτς εστκει ησος κα κραξε λγων· ἐάν τις διψ, ρχσθω πρς με κα πιντω. πιστεων ες μ, καθς επεν γραφ, ποταμο κ τς κοιλας ατο ρεσουσιν δατος ζντος. Τοτο δ επε περ το Πνεματος ο μελλον λαμβνειν ο πιστεοντες ες ατν· οπω γρ ν Πνεμα γιον, τι ησος οδπω δοξσθη.

Πολλο ον κ το χλου κοσαντες τν λγον λεγον· οτς στιν ληθς προφτης· λλοι λεγον· οτς στιν Χριστς· λλοι λεγον· μ γρ κ τς Γαλιλαας Χριστς ρχεται; Οχ γραφ επεν τι κ το σπρματος Δαυδ κα π Βηθλεμ τς κμης, που ν Δαυδ, Χριστς ρχεται;

Σχσμα ον ν τ χλ γνετο δι' ατν. Τινς δ θελον ξ ατν πισαι ατν, λλ' οδες πβαλεν π' ατν τς χερας. λθον ον ο πηρται πρς τος ρχιερες κα Φαρισαους, κα επον ατος κενοι· διατ οκ γγετε ατν; πεκρθησαν ο πηρται· οδποτε οτως λλησεν νθρωπος, ς οτος νθρωπος.

πεκρθησαν ον ατος ο Φαρισαοι· μ κα μες πεπλνησθε; Μ τις κ τν ρχντων πστευσεν ες ατν κ τν Φαρισαων; λλ' χλος οτος μ γινσκων τν νμον πικατρατο εσι! Λγει Νικδημος πρς ατος, λθν νυκτς πρς ατν, ες ν ξ ατν· μ νμος μν κρνει τν νθρωπον, ἐὰν μ κοσ παρ' ατο πρτερον κα γν τ ποιε;

πεκρθησαν κα επον ατ· μ κα σ κ τς Γαλιλαας ε; ρενησον κα δε τι προφτης κ τς Γαλιλαας οκ γγερται. Πλιν ον ατος ησος λλησε λγων· γ εμι τ φς το κσμου· κολουθν μο ο μ περιπατσ ν τ σκοτίᾳ, λλ' ξει τ φς τς ζως.


 Μετάφραση Περικοπής

Τον καιρό εκείνο, την τελευταίαν ημέραν την μεγάλην της εορτής, εστάθηκε ο Ιησούς και εφώναξε δυνατά, «Εάν κανείς διψά, ας έλθη σ’ εμέ και ας πιή. Εκείνος που πιστεύει σ’ εμέ, καθώς είπε η γραφή, «Θα τρέξουν από την κοιλιά του ποταμοί νερού ζωντανού». Αυτό το είπε δια το Πνεύμα, το οποίον θα έπαιρναν εκείνοι που θα επίστευαν σ’ αυτόν· διότι δεν είχε δοθή ακόμη Πνεύμα Άγιον, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή.

Πολλοί από το πλήθος, όταν άκουσαν αυτά, έλεγαν, «Αυτός είναι πραγματικά ο Προφήτης», άλλοι έλεγαν, «Αυτός είναι ο Χριστός», άλλοι έλεγαν, «Μήπως ο Χριστός έρχεται από την Γαλιλαίαν; Δεν είπε η γραφή ότι ο Χριστός έρχεται από το σπέρμα του Δαυΐδ και από την κωμόπολιν Βηθλεέμ όπου ήτο ο Δαυΐδ;».

Έγινε λοιπόν διχασμός γι’ αυτόν μεταξύ του πλήθους. Μερικοί ήθελαν να τον πιάσουν αλλά κανείς δεν έβαλε χέρι επάνω του. Τότε επέστρεψαν οι υπηρέται προς τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, οι οποίοι τους είπαν, «Γιατί δεν τον εφέρατε;». Απεκρίθησαν οι υπηρέται, «Κανείς άνθρωπος δεν εμίλησε ποτέ όπως μιλεί αυτός ο άνθρωπος». 

Οι Φαρισαίοι τους απεκρίθησαν, «Μήπως και σεις έχετε πλανηθή; Επίστεψε σ’ αυτόν κανείς από τους άρχοντας η τους Φαρισαίους; Όσο γι’ αυτόν τον όχλον, που δεν ξέρει τον νόμον είναι καταραμένος». Λέγει εις αυτούς ο Νικόδημος, ο οποίος είχε έλθει εις αυτόν την νύχτα και ο οποίος ήτο ένας από αυτούς, «Καταδικάζει άνθρωπον, ο νόμος μας εάν δεν τον ακούση προηγουμένως και μάθη τι έκανε;». Απεκρίθησαν εις αυτόν, «Μήπως και συ είσαι από την Γαλιλαίαν;

Ερεύνησε και θα ιδής, ότι δεν έχει έλθει προφήτης από την Γαλιλαίαν». Πάλιν ο Ιησούς τους εμίλησε και είπε, «Εγώ είμαι το φως του κόσμου. Εκείνος που με ακολουθεί δεν θα περπατήση εις το σκοτάδι αλλά θα έχη το φως της ζωής».