ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Κατά Ιωάννην (ιζ΄ 1–13)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας.
Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς.
Ὅτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.
Μετάφραση Περικοπής
Τον καιρό εκείνο, αυτά είπεν ο Ιησούς
και εσήκωσε τα μάτια του εις τον ουρανόν και είπε, «Πατέρα, ήλθε η ώρα· δόξασε
τον Υιόν σου, δια να σε δοξάση και ο Υιός σου, σύμφωνα με την εξουσίαν που του
έδωκες επί όλων των ανθρώπων, δια να δώση ζωήν αιώνιον εις τον καθένα από
εκείνους που του έδωκες. Αυτή είναι η αιώνιος ζωή: το να γνωρίζουν σε τον μόνον
αληθινόν Θεόν και τον Ιησούν Χριστόν, τον οποίον έστειλες.
Εγώ σε εδόξασα επί της γης, ετελείωσα το
έργον που μου έδωκες να κάνω, και τώρα δόξασέ με συ, Πατέρα, πλησίον σου με την
δόξαν που είχα μαζί σου πριν να υπάρξη ο κόσμος. Εφανέρωσα το όνομά σου εις
τους ανθρώπους, τους οποίους μου έδωκες από τον κόσμον. Δικοί σου ήσαν και τους
έδωκες σ’ εμένα, και τον λόγον σου έχουν τηρήσει. Τώρα κατάλαβαν ότι όλα όσα
μου έδωκες, είναι από σένα, διότι τα λόγια που μου έδωκες, τους τα έδωκα και
αυτοί τα εδέχθησαν και εγνώρισαν αληθινά ότι εβγήκα από σένα και επίστεψαν ότι
συ με έστειλες.
Εγώ γι’ αυτούς παρακαλώ, δεν παρακαλώ
για τον κόσμο, αλλά για εκείνους που μου έδωκες, επειδή είναι δικοί σου, και
όλα τα δικά μου είναι δικά σου και τα δικά σου είναι δικά μου, και έχω δοξασθή
δι’ αυτών. Δεν θα είμαι πλέον εις τον κόσμον, ενώ αυτοί θα είναι εις τον
κόσμον, και εγώ έρχομαι σ’ εσένα. Πατέρα άγιε, φύλαξέ τους με την δύναμιν του
ονόματός σου που μου έδωκες, δια να είναι ένα όπως είμεθα εμείς.
Όταν ήμουν μαζί τους εις τον κόσμον, εγώ
τους εφύλαττα με την δύναμιν του ονόματός σου· εκείνους που μου έδωκες τους
εφύλαξα και κανένας απ’ αυτούς δεν εχάθηκε παρά ο υιός της απωλείας, δια να
εκπληρωθή η γραφή. Αλλά τώρα έρχομαι σ’ εσένα, και αυτά τα λέγω ενώ είμαι ακόμη
εις τον κόσμον, δια να έχουν την χαράν μου μέσα τους τελείαν.