17 Δεκεμβρίου, 2013

(17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ) † ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΕΚ ΖΑΚΥΝΘΟΥ


Ο θαυμαστός ιεράρχης Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στο ξακουστό νησί της Ζακύνθου, από τους ευγενέστερους, πλουσιότερους και ενδοξότερους άρχοντες της πόλης αυτής. Ο πατέρας του ονομαζόταν Μώκιος, από το γένος των Σηκούρων, και η μητέρα του Παυλίνα, άνηκε στο γένος των Βαλβίων, που ήταν άρχοντες της γαληνοτάτης αριστοκρατίας των Ενετών.

Όταν απογαλακτίσθηκε και έφτασε σε ηλικία για μάθηση, οι γονείς του τον ανέθεσαν σε θεοσεβείς και σοφούς δασκάλους, από τους οποίους καθώς μάθαινε όχι μόνο τα γράμματα αλλά και τα καλά και θεάρεστα ήθη, επειδή ήταν πολύ ευφυής, έμαθε πολύ σύντομα όσα ήταν αρκετά να του φωτίσουν τη διάνοια, για να καταλάβει την πλάνη του κόσμου, της πρόσκαιρης ζωής τη ματαιότητα και της ψυχής την αθανασία.

Επειδή μάλιστα καθημερινά διακρινόταν σε πράξεις ενάρετες και στη θεοσέβεια, σκέφθηκε να γίνει στρατιώτης του επουράνιου βασιλιά Θεού, οπλισμένος με τον θώρακα της καθαρής πίστης και την πανοπλία των θεάρεστων έργων του, ώστε νικώντας έτσι τους τρεις θανατηφόρους εχθρούς (σάρκα, κόσμο, διάβολο), να μπορέσει και να αξιωθεί να απολαύσει, ως τροπαιούχος νικητής, το αμάραντο στεφάνι της δόξας.

Μοναχός και ιερέας στη Μονή Στροφάδων

Επειδή όμως οι κοσμικές φροντίδες και ο πολυτάραχος θόρυβος των βιοτικών πραγμάτων τον εμπόδιζαν να θέσει σε εφαρμογή τον θεοφιλή σκοπό του και τον θεϊκό έρωτα, αποφάσισε να απομακρυνθεί από τις συγχύσεις και ταραχές του κόσμου, για να μπορεί ατάραχα να εντρυφά στα ουράνια, και να λατρεύει ολόψυχα τον δημιουργό και Σωτήρα Θεό.

Θεωρώντας λοιπόν, κατά τον απόστολο Παύλο (Φιλιπ. 3, 8), τα πάντα ως σκουπίδια [σκύβαλα], περιφρόνησε με γενναιότητα κάθε απόλαυση της παρούσας ζωής, την αγάπη των γονέων, το μέγεθος του πλούτου, την αριστοκρατική καταγωγή, τις τιμές και δόξες των αξιωμάτων, και κάθε άλλο που ήταν αρεστό στη σάρκα και την καλοπέραση, και φεύγοντας από την ιδιαίτερη πατρίδα του, πέταξε σαν αετός υπόπτερος σε ψυχοσωτήρια φωλιά:

Πήγε στη βασιλική Μονή των Στροφάδων, πού βρισκόταν απέναντι και στο νότιο μέρος της Ζακύνθου, σε απόσταση μέχρι 40 μίλια.Φτάνοντας εκεί γεμάτος πνευματική ευφροσύνη, αφού υποβλήθηκε στην κανονισμένη δοκιμή σύμφωνα με τα ισχύοντα για τους μοναχούς, έλαβε από τον Ηγούμενο το αγγελικό ένδυμα και έγινε καλόγηρος. Αν και ήταν πολύ νέος στην ηλικία, εντούτοις ξεπερνούσε στις αρετές και τους πιο ηλικιωμένους και ενάρετους πατέρες της Μονής.

Αγρυπνούσε το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας, διαθέτοντας το χρόνο του στην ανάγνωση πνευματικών βιβλίων και σε ύμνους και δοξολογίες προς τον Θεό. Χαλιναγωγούσε τις εμπαθείς ορέξεις της σαρκός και τις δάμαζε με πολυήμερες νηστείες. Με το να στοχάζεται τη μηδαμινότητα της ανθρώπινης φύσης, νικούσε τον δαίμονα της υπερηφάνειας με άκρα ταπείνωση. Και παρόλο που καταγόταν από λαμπρή γενιά, εντούτοις θεωρούσε τον εαυτό του ευτελέστερο και αναξιότερο από όλους.

Γι' αυτό και όλοι οι πατέρες της Μονής τον είχαν ως πρότυπο των αρετών και εικόνα της αγιότητας. Προσπαθούσε μάλιστα ο καθένας τους να μιμείται τη ζωή του, όσο μπορούσε. Αφού πέρασε με επιτυχία το στάδιο της δοκιμασίας, οι προεστώτες της Μονής τον έκριναν άξιο για το βαθμό της ιερωσύνης, ώστε να προσφέρει ιλαστήριες ευχές και αναίμακτες θυσίες στον Θεό, οίκος παλαιά ο Μελχισεδέκ, για τη σωτηρία του κόσμου.

Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης

Αργότερα ένιωσε την επιθυμία να μεταβεί για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και την Ιερουσαλήμ. Με απόφαση της μοναστικής αδελφότητας κρίθηκε σκόπιμο να πάει στα νησιά των Κυκλάδων, για να βρει ευκολότερα κάποιο πλοίο, ώστε να ταξιδέψει προς τους Αγίους Τόπους, καθώς το επιθυμούσε η καρδιά του. Πηγαίνοντας από νησί σε νησί και ζητώντας να βρει την ευκαιρία για να εκπληρώσει το σκοπό του, πέρασε και από την Αθήνα.

Σύμφωνα με την κανονική ιερατική τάξη πήγε να προσκυνήσει και τον μητροπολίτη, ο οποίος είχε ακούσει τα όσα καλά λέγονταν για τον Διονύσιο. Τον παρακίνησε λοιπόν να αναλάβει τη διαποίμανση της Αρχιεπισκοπής της Αίγινας, που τότε χήρευε. Ο Διονύσιος, οντάς ταπεινόφρων και απλός, του εξηγούσε ότι δεν ήταν άξιος για τέτοιο αξίωμα και να δεχτεί τόση φροντίδα ψυχών πάνω του. Ο συνετός όμως μητροπολίτης, που τόσο πολλά είχε ακούσει για τις αρετές του Διονυσίου, που επιβεβαιωνόταν και από τη σεμνοπρεπή του εμφάνιση, τον πίεσε τόσο, ώστε τον έκανε και δέχθηκε, για να μη φανεί ανυπάκουος στα προστάγματα του αρχιερέα.

Τότε ο μητροπολίτης Αθηνών γνωστοποίησε με Γράμμα του προς τον κλήρο και το λαό της Αίγινας την αξία του Διονυσίου και ότι με πιέσεις και παρακάλια και πνευματικές παρακινήσεις τον έκανε να δεχτεί τη διαποίμανσή τους. Οι δε χριστιανοί της Αίγινας με ομόφωνη γνώμη τον εξέλεξαν για ποιμένα και διδάσκαλο τους, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό, που τους έστειλε για κυβερνήτη και οδηγό τέτοιον άντρα θεοσεβή και άγιο. Σύμφωνα λοιπόν με την τάξη χειροτονήθηκε, από τον μητροπολίτη Αθηνών, αρχιεπίσκοπος Αιγίνης. Πόσο χαρούμενοι ήταν εκείνη την ημέρα οι Αιγινήτες, ας το φανταστεί κάθε θεοσεβής!

Αφού ανέλαβε τη διαποίμανση του λογικού εκείνου ποιμνίου, δεν έπαυε να το διδάσκει καθημερινά με νουθεσίες, ιερά λόγια και ψυχωφελή παραδείγματα. Επειδή όμως η φήμη γι' αυτόν εξαπλωνόταν παντού και όπως ο μαγνήτης τον σίδηρο είλκυε τους πάντες κοντά του για να ακούσουν τα μελιστάλαχτα και θεόσοφα λόγια του, μετά από αρκετό χρόνο αρχιερατείας, επειδή φοβήθηκε μη τυχόν και ο έπαινος των ανθρώπων που τόσο πολύ τον είχε υψώσει, τον γκρεμίσει στο φαράγγι της κενοδοξίας, σκέφθηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο.

Και λοιπόν, αφού άφησε άξιο διάδοχο, ετοιμάσθηκε να Επιστρέψει στην αγαπημένη του πατρίδα, τη Ζάκυνθο. Ευλόγησε τότε το ποίμνιο του και παρακάλεσε τον Κύριο να το διαφυλάττει αβλαβές από ορατούς και αόρατους εχθρούς και να του χαρίζει ότι καλό Επιθυμεί. Αναχωρώντας, γέμισε τους πάντες με υπέρμετρη θλίψη.

Επιστροφή στη Ζάκυνθο. Ησυχαστής στην Αναφωνήτρια

Καθώς έφτασε στην αγαπημένη του πατρίδα, με την επίσημη ιδιότητα του αρχιερέα, όλοι οι συμπατριώτες του πήραν απερίγραπτη χαρά, διότι τον σέβονταν ως νοητό ήλιο της  αγιότητας. Επειδή μάλιστα την περίοδο εκείνη χήρευε η Αρχιεπισκοπή της Ζακύνθου, το 1589 ο Διονύσιος ορίσθηκε με Γράμμα πατριαρχικό να διαποιμάνει επιτροπικώς την εκκλησιαστική εκείνη επαρχία, μέχρι που να γίνει νέα εκλογή, πράγμα που έλαβε χώραν επί πατριαρχίας του τότε πατριάρχη Ιερεμία.

Ο Διονύσιος, όχι με ευχαρίστησή του, αλλά από αγάπη προς τους συμπατριώτες του που τόσο τον παρακάλεσαν, και για να φανεί υπάκουος στην πατριαρχική εντολή, είχε δεχθεί την προσωρινή διαποίμανση της Αρχιεπισκοπής. Όταν όμως κλήρος και λαός ψήφισαν άλλο πρόσωπο, δεν θέλησε πλέον να παραμείνει ζώντας στην κοσμική πόλη, στην οποία δεν είχε την ευκαιρία να επικοινωνεί νοερά με τον δημιουργό του Θεό και να λεπτύνει τον νου του με την θεία μελέτη και την θεϊκή κατανόηση.

Είχε μάλιστα κατάλληλο τόπο, από δεκαετίας, έτοιμο για να ησυχάσει, όπως το επιθυμούσε, στον οποίο τόπο βρισκόταν οικοδομημένο το ξακουστό μοναστήρι της Υπεραγίας Θεοτόκου, της επονομαζόμενης Αναφωνητρίας, που απέχει σχεδόν είκοσι μίλια από την πόλη της Ζακύνθου και δεσπόζει σ' ένα από τα ψηλότερα όρη του νησιού, προς το δυτικό μέρος του. Αυτό το ευαγές μοναστήρι εξουσιάζεται ως κτητορικό δίκαιο από τη Γαληνότατη Αυθεντία των Ενετών. Από αυτήν το είχε λάβει πριν από καιρό ο Διονύσιος
για ησυχαστική κατοικία του. Όπως λοιπόν, πορευόμενος ο Διονύσιος στα υψηλά εκείνα όρη, ανέβηκε υψηλά με το σώμα, έτσι ύψωσε και τον νου του τελείως στα ουράνια.  Τίποτα άλλο δεν σκεφτόταν παρά μόνο το ασύγκριτο κάλλος της τρισηλίου θεότητας.

Και τόσο πολύ ελέπτυνε την ψυχή του με τις νοερές θεωρίες, ώστε μπορώ να πω ότι έγινε όλος ουράνιος. Παραλείπω να περιγράψω τις νηστείες που σκοτώνουν τα πάθη, τις νυχθήμερες προσευχές, τις δύσκολες και βασανιστικές του σώματος χαμευνίες (διότι έχοντας φτιάξει το «κρεβάτι» του με μυτερές πέτρες, το οποίο σκέπαζε ωραία με καλά σκεπάσματα, δεν επέτρεπε σε κανέναν από τους υποτακτικούς του να μπαίνει στο κελί του, για να μην αποκαλυφθεί η αρετή του αυτή, γι' αυτό και τακτοποιούσε μόνος του το πέτρινο κρεβάτι).

Δεν αναφέρομαι στην διαρκή ελεημοσύνη, με την οποία φαινόταν σαν μια βρύση από την οποία τρέχει νερό ασταμάτητα και ποτίζει χορταστικά τους διψασμένους φτωχούς. Διότι κάθε χρόνο, κατά το άγιο Πάσχα της λαμπροφόρου αναστάσεως του Κυρίου, είχε τη συνήθεια να φορτώνει με σιτάρι, όσπρια, αρνιά, κατσίκια και άλλα φαγώσιμα, μια μεγάλη λέμβο του μοναστηριού και να τη στέλνει στην πόλη με καλογήρους της μονής, για να
τα μοιράζουν κρυφά κατά την εντολή του στους φτωχούς. Δεν μνημονεύω τις άλλες αρετές του, με τις οποίες φαινόταν σαν άλλο καρποφόρο δέντρο ο Διονύσιος, που στ' αλήθεια ήταν ένσαρκος άγγελος και άνθρωπος αγγελόμορφος.

Νουθετούσε καθημερινά καθώς δίδασκε τους πατέρες της μονής, όχι μόνο με τον λόγο, αλλά περισσότερο με το καλό του παράδειγμα, το οποίο είναι η πραγματικά αληθινή και πρακτική διδασκαλία, όπως παραγγέλλει και η Γραφή: «ποιείν τε και διδάσκειν» (Πραξ. 1,1). Τους παρακινούσε να τηρούν απαράλλακτα την τάξη και την ηθική της μοναχικής ζωής και να μη τολμήσουν ποτέ να παραβούν καμία από τις υποσχέσεις που έδωσαν τότε που φόρεσαν το αγγελικό σχήμα.

Μεταξύ των πολυάριθμων αρετών που τον στόλιζαν και περισσότερο από όλες έλαμπε η θεώνυμη εκείνη, η οποία ονομάζεται ρίζα και θεμέλιο όλων των αρετών, η κατά Θεόν εννοώ αγάπη προς τον πλησίον που ήταν τόσο πολύ ριζωμένη στην καρδιά του, ώστε ξεπέρασε και αυτά τα όρια της φύσης.

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΓΧΩΡΕΙ ΤΟΝ ΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ

Εκείνο το γιόμα ο ηγούμενος στο μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνήτριας στη Ζάκυνθο Διονύσιος Σιγούρος κι ένας καλόγερος κλάδευαν τα δέντρα στον περίβολο του μοναστηριού, όταν ένα νέος άντρας, φοβισμένος κι ανήσυχος, όρμησε κοντά τους σαν κυνηγημένο αγρίμι και προσέπεσε στα πόδια του πρώτου:

-Σώσε με, γέροντα. Με κυνηγούν να με σκοτώσουν, είπε κι έριχνε ολοένα τα μάτια του με τρόμο κι αγωνία κατά την αυλόπορτα.

Ο ηγούμενος, που ήταν ντόπιος στο νησί και γνώριζε όλους τους συντοπίτες του με το μικρό τους όνομα, κατάλαβε πως ο επισκέπτης δεν ήταν Ζακυνθινός.

-Ποιος, παιδί μου, κατατρέχει έναν ξένο άνθρωπο σ' αυτόν το φιλόξενο τόπο; ρώτησε παραξενεμένος.

-Οι Σιγούροι, γέροντα ... Το Σιγουρέϊκο ολάκερο ... Ξαφνιάστηκε ο αγαθός γέροντας για δεύτερη φορά, καθώς άκουσε πως τον ξένο κυνηγούσαν οι στενοί συγγενείς του.

-Γιατί σε κατατρέχουν οι Σιγούροι;

-Έκαμα φονικό, δέσποτα ...

Σύξυλος απόμεινε λίγες στιγμές ο ηγούμενος:

-Ποιανού αφαίρεσες τη ζωή;

Του άρχοντα Κωνσταντίνου Σιγούρου.

Κάηκε η καρδιά του ηγούμενου, καθώς άκουσε πως σκοτωμένος ήταν ο αδερφός του! Ο πόνος τον έπνιξε. Τα μάτια του υγράνθηκαν. Ένα συναίσθημα παράπονου κι οργής μαζί τύλιξε την καρδιά του και για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του να εκδικηθεί το φονιά του αδερφού του, παραδίνοντάς τον στους διώκτες του για άμεση και δίκαιη τιμωρία.

Για λίγο μονάχα σκέφτηκε έτσι, γιατί ευθύς αμέσως μετάνιωσε. Έβαλε χαλινάρι στο πάθος της εκδίκησης, που γεννήθηκε στην ψυχή του. Όχι, δεν έπρεπε να πάρει εκδίκηση.

Ο ανεξίκακος Κύριος είχε συγχωρήσει τους σταυρωτές Του πάνω στο σταυρό. «Αγαθοποιείτε τους κακοποιούντας υμάς», ήταν η εντολή Του. «Κύριε, ελέησόν με, τον αμαρτωλό», ψιθύρισε κι έκαμε το σημείο του σταυρού.

Στράφηκε κατά το φονιά και, δίχως να του αποκαλύψει πως ήταν αδερφός του θύματος, τον ερώτησε ήρεμα:

-Γιατί, παιδί μου, σκότωσες αυτόν τον καλό άνθρωπο κι αξιότατο άρχοντα στο νησί;

-Η κακιά η ώρα, γέροντα ... Μα μην το ψάχνεις, αποκρίθηκε τρέμοντας πάντα εκείνος. Κρύψε με μονάχα γρήγορα, σε παρακαλώ, να γλιτώσω από τη δικαιολογημένη οργή τους ... 

Κρύψε με, γιατί όπου να ναι καταφτάνουνε στο μοναστήρι και θα με τουφεκίσουν ...

-Θα σε κρύψω ...; Ακολούθα με.

Τον έκρυψε σ'; ένα απόκρυφο σημείο, που μήτε οι καλόγεροι του μοναστηριού δεν γνώριζαν.

Δεν ήταν ο πρώτος τυχαίος μοναχός ο πατέρας Διονύσιος. Όχι. Είχε λάβει μεγάλη μόρφωση κι από εξαίρετους δασκάλους. Και θα μπορούσε να έχει κάποιο αξίωμα ή μια σημαντική κοινωνική διάκριση στη Ζάκυνθο, αν από μικρό δεν τον τραβούσε σαν μαγνήτης ο μοναχικός βίος.

Είχε διατελέσει κι αρχιεπίσκοπος της Αίγινας, μα γρήγορα είχε παραιτηθεί για λόγους ταπεινοφροσύνης κι είχε ξαναγυρίσει στο Μοναστήρι του, για να συνεχίσει το σημαντικό χριστιανικό και φιλανθρωπικό του έργο.

Μόλις που πρόλαβε ν' ασφαλίσει το φονιά κι οι Σιγούροι πρωτοξάδερφα και λοιποί συγγενείς του πλάκωσαν αρματωμένοι, ιδρωμένοι, κατάκοποι και, προπαντός αγριωμένοι:

-Πού είναι ο φονιάς, γέροντα;

Ο πατέρας Διονύσιος καμώθηκε πως δεν γνώριζε τίποτε:

-Δεν είμαστε φονιάδες εδώ, αδέρφια μου ...

-Δε λέμε για τους ανθρώπους του μοναστηριού, αλλά για το φονιά που τρύπωσε δω μέσα πριν από λίγο ...

Ο ηγούμενος κράτησε όλη την ψυχραιμία του. Έπρεπε να τους πείσει όχι μονάχα με τα λόγια του, αλλά και με τη στάση του, πως ο φονιάς δεν ήταν εκεί. Αν υπονοιάζονταν πως τον έκρυβε για λόγους χριστιανικής ανεξικακίας, εκείνοι θα κάνανε το παν να τον ανακαλύψουν.

-Μα τι θέση έχουν τ' άρματα στο Μοναστήρι; πρόσθεσε.

Εκείνοι του εξιστόρησαν τα γεγονότα όλα κι ο πατέρας Διονύσιος άφησε λεύτερα πια τα δάκρυά του, που ως εκείνη τη στιγμή συγκρατούσε με κόπο. Θρήνησε βουβά τον άδικο χαμό του αγαπημένου του αδερφού.

-Ναι, αδέρφια μου, μα τώρα τι γυρεύετε με τα ντουφέκια στο Μοναστήρι; είπε στο τέλος, σφουγγίζοντας τα μάτια του.

-Είδαμε που ο φονιάς τράβηξε κατά δω, γέροντα, και θαρρέψαμε πως θα σου γύρευε καταφύγιο, είπε ένας. Πάμε ... Φεύγουμε ... Όμως κάπου εδώ τριγύρω θα κρύβεται και θα τον εύρουμε ... Δε θα γλιτώσει!

Οι Σιγούροι άφησαν το Μοναστήρι και συνέχισαν την αναζήτηση του φονιά στο νησί. Ο πατέρας Διονύσιος, σαν τα ξαδέρφια του ξεμάκρυναν αρκετά από το Μοναστήρι, πήγε στην κρυψώνα και κάλεσε το φονιά να βγει έξω. Βγήκε εκείνος και βιάστηκε να του καταφιλήσει τα χέρια.

-Σ' ευχαριστώ, άγιε ηγούμενε. Σ' ευχαριστώ, που μου έσωσες τη ζωή ...

-Άνθρωπέ μου, γνωρίζεις ποιος είμαι;

-Όχι, γέροντα.

-Είμαι ο αδερφός του σκοτωμένου, του είπε με φωνή γεμάτη πόνο. Ο αδελφός μου που εσύ του αφαίρεσες τη ζωή, κανέναν δεν είχε βλάψει.

Γιατί το έκανες;

Σάστισε ο άλλος. Πάνιασε το πρόσωπό του και το πάνω χείλι του τρεμόπαιξε: Κακιά ώρα, δέσποτα, δικαιολογήθηκε ξανά τραυλίζοντας.

-Ανάγκη, αδελφέ μου, να μετανιώσεις γι' αυτή σου την πράξη. Να γυρέψεις συχώρεση από το Θεό. Γιατί αν χάσεις την ψυχή σου, τα χεις όλα χαμένα ...

Ο άλλος έβαλε τα κλάματα:

-Μετανιώνω, δέσποτα ...; Μετανιώνω ...

Ο πατέρας Διονύσιος τον συγχώρεσε. Του έδωσε μάλιστα και λιγοστά χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες και τον συνόδεψε ως το γιαλό, όπου τον μπαρκάρισε σ' ένα περαστικό καραβάκι για την Πελοπόννησο.

Ο πατέρας Διονύσιος κοιμήθηκε στη Ζάκυνθο στις 17 Δεκεμβρίου 1622 κι η Εκκλησία για τον ενάρετο βίο του, τη χριστιανική και φιλάνθρωπη δράση και τα θαύματά του τον ανακήρυξε άγιο.



Δεν υπάρχουν σχόλια: