10 Ιουλίου, 2011

ΣΚΑΝΔΑΛΑ ΙΕΡΕΩΝ.


 ΣΚΑΝΔΑΛΑ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Κάθε φορά που αποκαλύπτονται σκάνδαλα, στα οποία εμπλέκονται και “άνθρωποι της Εκκλησίας”, συνήθως προβάλλεται, ως πρόχειρη ασπίδα απέναντι στον καταιγισμό των αποκαλύψεων, η άποψη ότι η προβολή των σκανδάλων συνιστά πόλεμο εναντίον της Εκκλησίας. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να προσεγγίση κανείς αυτό το θέμα. Μπορεί να το προσεγγίση κοινωνιολογικά, πολιτικά, νομικά, αλλά και θεολογικά. Μπορεί, ακόμη, να το αντιμετωπίση με βάση ψυχολογικές θεωρίες ή να το αναλύση μέσα στο πλαίσιο μιας δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

Όλες αυτές οι προσεγγίσεις φωτίζουν ή συσκοτίζουν πλευρές του θέματος ανάλογα με τις εσωτερικές προϋποθέσεις του κάθε μελετητή. Αυτό λέγεται με την έννοια ότι αλλιώς βλέπει τα πράγματα ένας που έχει “καλές διαθέσεις”, ο οποίος εμπνεόμενος από την διδασκαλία του Χριστού καλλιεργεί απλούς και απόνηρους λογισμούς και αλλιώς ένας που διακατέχεται από πονηρή και καχύποπτη διάθεση. Ο πρώτος, κατά κάποιο τρόπο και σε ορισμένο βαθμό, έχει εθισθή στο καλό, γι’ αυτό και δεν μπορεί να δη εύκολα στους άλλους διαφθορά, κακότητα και δολιότητα, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για “ανθρώπους της Εκκλησίας”.

Ο δεύτερος βρίσκει παντού δολοπλοκίες, υπόγειες σκέψεις και άνομα συμφέροντα. Αυτή η τελευταία τάση επιτείνεται στις μέρες μας, όχι μόνο από το “ιεραποστολικό” δημοσιογραφικό μεράκι της αποκάλυψης των σκανδάλων, το οποίο συμπορεύεται με το κυνήγι της τηλεθέασης, αλλά και από την ανίερη επιθυμία πολλών συγχρόνων ανθρώπων να απομυθοποιήσουν κάθε τι το ιερό. Τα υπαρκτά σκάνδαλα δίνουν τροφή σε αυτή την ανίερη επιθυμία. Αυτή η πτυχή του μεγάλου προβλήματος των ημερών μας δεν πρέπει να μας διαφεύγη. Μετά από αυτές τις σύντομες εισαγωγικές επισημάνσεις πρέπει να πούμε ότι η ουσιαστικότερη μελέτη του θέματος μπορεί να γίνη μόνο με κριτήρια εκκλησιαστικά και θεολογικά, και με προσπάθεια ο λογισμός μας να είναι απλός, χωρίς όμως να εθελοτυφλούμε. Χρειάζεται και εδώ η ακεραιότητα της περιστεράς και η φρονιμάδα του φιδιού. 

Άλλωστε, ο αγαθός λογισμός δεν αγνοεί τις “μεθοδείες του πονηρού”· για παράδειγμα, ο απόστολος Παύλος, που είχε “νουν Χριστού”, δεν αγνοούσε τα “βαθέα του Σατανά”.  Η “κήρυξη”, λοιπόν, της Εκκλησίας “σε εμπόλεμη κατάσταση” έχει, τις πιο πολλές φορές, αιτιολογία (ή πρόφαση) ποιμαντική. Επιδιώκει να προστατεύση την απλή πίστη του λαού στον ιερό θεσμό της Εκκλησίας. Είναι γεγονός ότι ο απλός λαός ταλαιπωρείται από τις αποκαλύψεις των σκανδάλων. Είναι, όμως, επίσης γεγονός ότι δεν χάνει την πίστη του στον Χριστό, ούτε την ευλάβειά του προς τους Αγίους Του. 

Συγκρίνει, μάλιστα, την ζωή των σκανδαλοποιών με την διδασκαλία του Χριστού και την ζωή των Αγίων και βλέπει την αβυσσαλέα διαφορά που υπάρχει ανάμεσά τους. Από την αποκάλυψη, όμως, των σκανδάλων δέχεται δύο ισχυρούς πειρασμούς, που ταράσσουν την εκκλησιαστική του ζωή. Ο πρώτος, περνά στην ψυχή του την αμφιβολία για την ποιότητα του Κλήρου. Τον προσβάλλει, δηλαδή, – εάν, βέβαια, είναι ευπρόσβλητος – με αμφιβολίες για τους ανθρώπους προς τους οποίους έχει ψυχική ανάγκη να αισθάνεται βαθύ σεβασμό και απόλυτη εμπιστοσύνη. Αυτό, βέβαια, δεν συμβαίνει σε όλους τους Χριστιανούς. 

Συμβαίνει σε αυτούς που δεν απέκτησαν ακόμη ξεκάθαρα πνευματικά κριτήρια, που δεν γνώρισαν ακόμη τον πραγματικό ρόλο της ιερωσύνης στην ζωή τους, την γνησιότητα και τα όρια της πνευματικής σχέσης με πνευματικό πατέρα. Είναι οι άνθρωποι που αναπαύονται στην διδασκαλία του Χριστού, είναι στραμμένοι “κατά ανατολάς”, βρίσκονται, όμως, ακόμη στον εξωνάρθηκα της Εκκλησίας. Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται κυρίως οι νέοι, οι οποίοι αποτελούν την πιο ευπαθή, αλλά και την πιο απαιτητική κατηγορία των Χριστιανών. Ο δεύτερος πειρασμός προκαλεί τους ευπρόσβλητους να θεωρήσουν την αμαρτία φυσική και την ευαγγελική ζωή ακατόρθωτη. 

Τα “εκκλησιαστικά σκάνδαλα”, δηλαδή, αδυνατίζουν το κήρυγμα της Εκκλησίας. Του αφαιρούν πειστικότητα, γιατί προσφέρουν ισχυρά αντιπαραδείγματα από το εσωτερικό της Εκκλησίας· από αυτούς που θα έπρεπε με το παράδειγμα και τον λόγο τους να σηκώνουν το βλέμμα του λαού πάνω από τα χαμερπή και εφήμερα. Ισχύει, δηλαδή, αυτό που είπε ο Θεός με το στόμα του προφήτη Ησαΐα: “δι’ υμάς δια παντός το όνομά μου βλασφημείται εν τοις έθνεσι” (52, 5).

Αυτοί είναι δύο ισχυροί πειρασμοί από τους οποίους περνάει ο πιστός, ο οποίος δεν έχει γίνει ακόμη “βεβαιόπιστος”. Η “κήρυξη”, λοιπόν, της Εκκλησίας “σε εμπόλεμη κατάσταση”, όταν προέρχεται από ποιμαντική αγωνία επιδιώκει την προστασία των πιστών από αυτούς τους δύο ισχυρούς πειρασμούς.  Όμως οι προθέσεις δεν είναι πάντα τόσο “ποιμαντικές” και “εκκλησιαστικές”. Πολλές φορές τέτοιου είδους κινήσεις είναι πολύ ατομοκεντρικές και υστερόβουλες. 

Η ποιμαντική μέριμνα είναι το επίχρισμα, είναι η πρόφαση για να καλυφθούν προσωπικά προβλήματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η συγκάλυψη των προσωπικών προβλημάτων έχει σαν μια βασική φάση την παρουσίαση της κριτικής των προσώπων ως πόλεμο εναντίον της Εκκλησίας, ώστε ο απλός πιστός να στραφή εναντίον των θεωρουμένων ως πολεμίων της Εκκλησίας και να ξεχάση την ανάγκη της έρευνας του σκανδάλου και την ενεργοποίηση των ιερών κανόνων για την θεραπεία των σκανδαλοποιών.

Με προϋπόθεση όλα τα παραπάνω μπορούμε να πούμε ότι η “κήρυξη” της Εκκλησίας “σε εμπόλεμη κατάσταση”, όταν αποκαλύπτονται σκάνδαλα ιερωμένων, ή γενικά ανθρώπων που κατέχουν κάποιες θέσεις μέσα στον διοικητικό της οργανισμό, θεμελιώνεται σε δύο λανθασμένες εκτιμήσεις: Πρώτον, στην όχι ορθή θεώρηση της σχέσης προσώπου και θεσμού, κληρικών και Εκκλησίας, στην προκειμένη περίπτωση. Και δεύτερον, στην παραθεώρηση βασικών πτυχών του εκκλησιαστικού βίου, η οποία αποκρύπτει το ποιοί πραγματικά είναι πολέμιοι της Εκκλησίας και πώς την πολεμούν.Το πρόσωπο δεν ταυτίζεται με τον θεσμό. 

Ο Κληρικός δεν ταυτίζεται με την Εκκλησία. Διακονεί με το χάρισμά του, το οποίο έλαβε μυστηριακά, το σώμα της. Άν, όμως, η ζωή του είναι άσχετη με την διακονία του, τότε είναι ξένο σώμα μέσα στην Εκκλησία και ταλαιπωρεί τον λαό της. Βλέποντας κανείς την εκκλησιαστική καθημερινότητα διαπιστώνει, ότι ταυτίζουν το πρόσωπό τους με τον θεσμό, όσοι αντλούν όλη την προσωπική τους αξία από την θέση που κατέχουν. Αυτοί, συνήθως, όταν διαβρώνεται το κύρος τους, από την προσωπική τους ανεπάρκεια ή ασυνέπεια, κηρύσσουν τον θεσμό – τήν Εκκλησία, στην προκειμένη περίπτωση – σε εμπόλεμη κατάσταση. Έτσι ελπίζουν ότι θα επιβιώσουν στο εφήμερο σχήμα του κόσμου. Όμως, “παράγει” (παρέρχεται) πολύ γρήγορα “το σχήμα του κόσμου τούτου”... 

Ακόμη και με ένα κλίκ δεξιά ή αριστερά στην θεματολογία των δημοσιογράφων... Πιό σημαντική από όλα, όμως, είναι η παραθεώρηση βασικών πτυχών του εκκλησιαστικού βίου, που μας καθιστά ανίκανους να καταλάβουμε το ποιοί πραγματικά είναι πολέμιοι της Εκκλησίας και πώς την πολεμούν. Η Εκκλησία δεν πολεμάται με την άδικη έστω κριτική των ποιμένων της, η οποία, βέβαια, όντως ταλαιπωρεί τον λαό της.   

Πολεμάται όταν πλήττονται τα στοιχεία που την συνιστούν. Πολεμάται όταν παραχαράσσεται και διαστρεβλώνεται η θεολογία της και η ανθρωπολογία της. Όταν αλλοιώνεται η πίστη της στον Τριαδικό Θεό, στον Θεάνθρωπο Χριστό, στην άκτιστη ενέργεια του Θεού και στην δυνατότητα μετοχής του ανθρώπου στην δόξα της θεότητας. Πολεμάται όταν αλλοιώνεται η λατρεία της, όταν χάνεται η κατανυκτική μεγαλοπρέπειά της, όταν αποδεσμεύεται από τις ασκητικές προϋποθέσεις της. Την πολεμούν, για παράδειγμα, όσοι παραθεωρούν τις προϋποθέσεις για την μετοχή στην θ. Ευχαριστία, ή τις προϋποθέσεις για την είσοδο στις τάξεις του Κλήρου. 

Την πολεμούν όσοι συντελούν στην εκκοσμίκευση των μυστηρίων της, τα οποία συνήθως μετατρέπονται σε κοσμικά γεγονότα, με στολισμούς και εμφανίσεις που δεν έχουν καμμιά σχέση με το περιεχόμενό τους, όπως συμβαίνει σε πολλές Βαπτίσεις και Γάμους. Την πολεμούν, τέλος, όσοι παραθεωρούν την φιλοκαλική ζωή, την προσευχή και την εσωτερική ησυχία, την παράδοση των νηπτικών Πατέρων μας. 

Υπάρχουν, δυστυχώς, πολλοί που όχι μόνον παραθεωρούν αυτή την ζωή και την θεολογία, αλλά και την ειρωνεύονται.