16 Μαρτίου, 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ (ΜΕΡΟΣ Δ΄)

image

Τω 1834, ότε ή Παλαιστίνη εύρίσκετο είς τάς χείρας του Ίμπραήμ Πασά τής Αίγύπτου, καί έπ' ευκαιρία τών είς τά Προσκυνήματα εργασιών άνοικοδομήσεως, άπαραιτήτων μετά τόν σεισμόν του 1834, Λατίνοι καί Αρμένιοι όμού προσεπάθησαν νά άποκτήσουν πλήρη κυριαρχίαν έπί τών ιερών Προσκυνημάτων. Ή πίεσις τών ευρωπαϊκών δυνάμεων έπί τής Τουρκίας ώδήγησεν είς τήν έπανίδρυσιν του καταργηθέντος, μετά τάς σταυροφορίας, Λατινικού Πατριαρχείου έν έτει 1847, ένω οι συνεργαζόμενοι Άγγλοι (Αγγλικανοί) καί Γερμανοί (Λουθηρανοί) Προτεστάνται, ώς καί οι Ουνίται, είχον έμφανισθή ήδη είς τήν Άγίαν Γήν κατά τό έτος 1840. Παρά ταύτα, οι Άγιοι Τόποι εύρισκον ίδιαιτέρως τήν περίοδον αυτήν, ώς καί παλαιότερον, ίσχυράν όρθόδοξον βοήθειαν ύπό τής Αυτοκρατορίας τής Ρωσίας, τής όποίας ή άνάμειξις, δυστυχώς, δέν ήτο παρά ταΰτα καί παντελώς άνιδιοτελής.

Ή έλευσις είς Ιεροσόλυμα του Ρώσου Αρχιμανδρίτου Πορφυρίου Ουσπένσκι έν έτει 1843 καί ή ίδρυσις τής Όρθοδόξου Ρωσικής Αποστολής έν έτει 1848 ένεδυνάμωσαν τήν Όρθόδοξον παρουσίαν, ταυτοχρόνως όμως έκαλλιεργήθη ύπό τής Ρωσικής Αποστολής κλίμα τεχνητής άντιπαραθέσεως μεταξύ της ελληνοφώνου Άγιοταφιτικης Αδελφότητος καί τού άραβοφώνου αυτής ποιμνίου, ώστε νά είναι εύκολος ή άνάμειξις τών ρωσικών συμφερόντων είς τά έκκλησιαστικά τών Ιεροσολύμων πράγματα καί ή πρόσδεσις τού ποιμνίου είς τό άρμα της Ρωσίας· ή πολιτική αύτη, ή όποία έκ τών ύστέρων έτυχε δυσμενούς κριτικης καί έν αύτή τή Ρωσία, είχεν ώς άποκορύφωμα τά γεγονότα τού τέλους της πατριαρχίας τού έπιφανεστάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων Κυρίλλου Β', ό όποίος, παρασυρθείς ύπό τών Ρώσων διπλωματών έν Κωνσταντινουπόλει, άπέφυγε τήν συμμετοχήν είς τήν έν έτει 1872 έν τή Βασιλευούση συνοδικήν καταδίκην τού Βουλγαρικού σχίσματος καί τού ύποκρυπτομένου όπισθεν αύτού έθνοφυλετισμού καί πανσλαβισμού.

Τούτο, βεβαίως, ώδήγησε τόν Κύριλλον Β' είς σύγκρουσιν μετά της Άγιοταφιτικης Αδελφότητος, ή όποία, πρώτον μέν μετά άπό Σύναξιν αύτης (1872) άπεφάσισε καί έν τέλει έφερεν είς πέρας τήν έκθρόνισιν τού Πατριάρχου Κυρίλλου, παρά τούς γενομένους ύπ' αύτού καί της τουρκικης άστυνομίας διωγμούς τών άδελφών, έπειτα δέ καί έξέλεξεν (1873) ώς διάδοχον αύτού τόν Πατριάρχην Προκόπιον Β'. Ή Ρωσία, άντιδράσασα είς τούτο, κατέσχε τά κτήματα τού Παναγίου Τάφου έν Βεσσαραβία καί Καυκάσω, τά όποία άνεκτήθησαν καί πάλιν τω 1875· τό αύτό έτος ή Υψηλή Πύλη έπεκύρωσε τόν νέον έσωτερικόν «Κανονισμόν τού Ρωμαϊκού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων».

Παρά ταύτα ή μακρά πατριαρχία τού Κυρίλλου Β' (1845-1872) ύπηρξε καθοριστική, καί έν τοίς πλείοσιν ωφέλιμος διά τό Πατριαρχείον Ιεροσολύμων· έπί τών ή μερών του, μεταξύ άλλων, ίδρύθη (1853) τό Πατριαρχικόν Τυπογραφείον, τό παλαιότερον έν Παλαιστίνη, καί ή Θεολογική Σχολή τού Τιμίου Σταυρού (1855), θεολογικόν φυτώριον μεγάλων έπιστημόνων της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, έγκατελείφθη δέ καί τό έθος της έκλογης Πατριάρχου Ιεροσολύμων έν Κωνσταντινουπόλει, τό όποίον είχεν έπικρατήσει κατά τούς δύο τελευταίους αίώνας, ώστε να ένισχύηται ή Σιωνίτις Εκκλησία ύπό τοΰ κέντρου τής Ρωμηοσύνης, του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Αι διεθνείς πολιτικαί σχέσεις καί ή σφοδρά διπλωματική διαμάχη Γαλλίας καί Ρωσίας τω 1851 διά τήν προώθησιν τών συμφερόντων τών Λατίνων ή τών Όρθοδόξων άντιστοίχως, ώδήγησαν είς νίκην τών τελευταίων, ότε τω 1852 έξεδόθη ευνοϊκόν ύπέρ τών Ρωμηών διάταγμα, (χάτι σερίφ), καί τω 1853 έν διάταγμα άκόμη, διασαφητικόν τοΰ προτέρου, τά όποία, ώς καθορίζοντα τήν λειτουργίαν τών Προσκυνημάτων καί τά έπ' αυτών δικαιώματα του Ελληνικού Πατριαρχείου καί τών χριστιανικών όμολογιών, συνιστοΰν ουσιαστικώς τό σημερινόν Προσκυνηματικόν Καθεστώς.

Ή γενομένη τω 1856 Συνθήκη τών Παρισίων, έπεβεβαίωσε τό τότε ίσχΰον Προσκυνηματικόν Καθεστώς, τό όποίον κατωχυρώθη καί ύπό του Συνεδρίου τοΰ Βερολίνου τω 1878. Τό Καθεστώς τοΰτο, δικαίως ευνοούν τήν άρχαιοτάτην έν τή Άγία Γή Έκκλησίαν, τήν Όρθόδοξον, έπικυρωθέν έκ νέου ύπό τής Κοινωνίας τών Έθνών καί, άργότερον, ύπό του Όργανισμου Ήνωμένων Έθνών (1947-1950), εύρίσκεται καί σήμερον έν ίσχύϊ, φυλαττόμενον έπιμελώς ύπό πασών τών χριστιανικών Κοινοτήτων, ώς κλείς άσφαλείας τών λειτουργικών αυτών δικαιωμάτων καί προσκυνηματικών συμφερόντων, έφ' όσον «ό φυλάσσων τήν τάξιν, καίφυλάσσεταιύπ' αυτής».

Αξιόλογον δράσιν έπέδειξε κατά τό τέλος του 19ου αί. ό Σκευοφύλαξ τοΰ Πανιέρου Ναοΰ τής Αναστάσεως Ευθύμιος, άρξάμενος τής άνακαινίσεως τοΰ κτιριακοΰ συγκροτήματος τοΰ Πατριαρχείου καί περατώσας τήν άνοικοδόμησιν πλείστων χώρων τοΰ χριστιανικοΰ τομέως τής παλαιάς Πόλεως τών Ιεροσολύμων, άπό τής πύλης τής Ίόππης (Πύλης Δαυίδ) πρός τόν Ναόν τής Αναστάσεως, ένεκα τοΰ όποίου καί ό τομεύς ούτος φέρεται είσέτι ύπό τό όνομά του ("Aftimos") ή Σχολή τοΰ Τιμίου Σταυροΰ, ή όποία μετά μικράν διακοπήν (1873) άνέλαβε τάς έργασίας αυτής έπί Πατριάρχου Γερασίμου (1891-1897), άργότερον διέκοψε καί πάλιν τάς έργασίας της, όμως λαμβάνεται πάλιν μέριμνα ύπέρ της έπαναλειτουργίας αύτης· ύπό τού Ίερού Κοινού τού Παναγίου Τάφου, δηλαδή της Αδελφότητος, έλήφθη μέριμνα καί ύπέρ της διασφαλίσεως τών χειρογράφων καί λοιπών θησαυρών τού Πατριαρχείου, καθώς καί της κτηματικης αύτού περιουσίας, ή όποία, ένεκα τών έν Παλαιστίνη έξελίξεων έν τω 20ω αίώνι, περιεπλάκη είς πολλάς δυσκολίας· ταυτοχρόνως, τό Ορθόδοξον Ποίμνιον, άλλά καί τό έξ αύτού προελθόν διά της τών έτεροδόξων προπαγάνδας χριστιανικόν ποίμνιον τών λοιπών χριστιανικών κοινοτήτων, τό όποίον άποτελεί τό άντικείμενον της ποιμαντικης φροντίδος τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων καί τόν κορμόν της χριστιανικης μαρτυρίας αύτού έν τή άγία Γή, άντιμετωπίζει τάς προκλήσεις της αύξανομένης θρησκευτικοπολιτικης κρίσεως καί, δυστυχώς, άπομακρύνεται της πατρογονικης χριστιανικης αύτού έστίας πρός έξεύρεσιν τού εύ ζην, μεταναστεύον μακράν της Άγίας Γης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: