15 Μαρτίου, 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ (ΜΕΡΟΣ Γ΄)

image2

Άμα τή έπικρατήσει τών Τούρκων είς Παλαιστίνην ύπό τόν διάδοχον του Μωάμεθ Πορθητού, τόν Σελήμ τω 1517, τά δικαιώματα τής Εκκλησίας τών Ιεροσολύμων άναγνωρίζονται έκ νέου ύπό τής τουρκικής Αρχής· ή φραγκισκανική παρουσία καθίσταται άντικείμενον δυσμενείας καί ή Μονή των καταστρέφεται τω 1523· σταδιακώς όμως ένδυναμοΰνται αι προσπάθειαι άναμείξεως αυτών καί τών λοιπών όμολογιών είς τό προσκυνηματικόν καθεστώς.

Ό 16ος αίών σφραγίζεται ύπό τών καρποφόρων προσπαθειών του Πατριάρχου Γερμανού (1537-1579) πρός άναδιοργάνωσιν τής Άγιοταφιτικής Αδελφότητος· ό Πατριάρχης Γερμανός έμερίμνησε δι' έπισκευάς είς τά Προσκυνήματα, έπέτυχε τήν έκδοσιν φιρμανίου τω 1538 ύπό του Σουλτάνου Σουλεϊμάν ύπέρ τών Ρωμηών καί άπεδήμησε πρός λογίαν (έρανον) είς Ρωσίαν, θέσας ούτω τήν άρχήν τοΰ έπικρατήσαντος έθους τών «ιερών άποδημιών» τών Άγιοταφιτών είς τάς όμοδόξους χώρας, κυρίως τάς Παραδουναβίους Ήγεμονίας καί τήν Ρωσίαν, πρός οίκονομικήν ένίσχυσιν τών πανσέπτων Προσκυνημάτων· έπίσης, διωργάνωσε τήν Άγιοταφιτικήν Αδελφότητα είς σύνδεσμον στενότερον μετά τοΰ αύτής Πατριάρχου καί Ήγουμένου.

Τάς προσπαθείας αυτού έσυνέχισεν ό έπάξιος διάδοχος αυτού Πατριάρχης Σωφρόνιος Δ' (1579-1608).Έν έτει 1604, ύπεγράφη ύπό τής Γαλλίας καί τής Τουρκίας ή πρώτη συνθήκη, ή όποία άνεγνώριζεν έπίσημα δικαιώματα τών Λατίνων είς τούς άγίους Τόπους, καί ούτω, τό έπόμενον έτος, οι Λατίνοι είσεχώρησαν είς τόν Γολγοθάν καί είς τόν έν Βηθλεέμ Ναόν, ένω είς τήν Αγίαν Γην έμφανίζονται -ώς άνταγωνισταί τών Φραγκισκανών- οί Ίησουίται. Παραλλήλως, οί Αρμένιοι προσπαθούν νά οίκειωθούν τήν τελετήν τού Άγίου Φωτός, άλλ' άποκρούονται ύπό σουλτανικού διατάγματος τού 1611· ό πρέσβυς της Γαλλίας έν Κωνσταντινουπόλει διεξάγει άγώνα έναντίον τού Πατριάρχου Θεοφάνους Γ', ό όποίος όμως έπιτυγχάνειτήν έκδοσιν σειράς φιρμανίων (1631-1634) ύπό τού Σουλτάνου Μουράτ, ίσοδυνάμων καί συμφώνων πρός τά διατάγματα τού Μωάμεθ τού Πορθητού καί τού Σελήμ.

Πρό τούτου ό Πατριάρχης Θεοφάνης είχεν άναγκασθη νά έκποιήση μεγάλης άξίας ίερά κειμήλια, διά νά άποτρέψη τήν παραχώρησιν της Λαύρας τού άγίου Σάββα καί τού Μετοχίου αύτης τών Αρχαγγέλων είς τούς σπεύσαντας νά άποπληρώσωσι τό χρέος αύτης Λατίνους καί Αρμενίους, χρέος τό όποίον είχε δημιουργήσει ή άπρόσεκτος οίκονομική διαχείρισις τών κατοικούντων τήν Λαύραν τού άγίου Σάββα Σέρβων. Ό Πατριάρχης Παΐσιος (1645-1660) άποκρούει τάς προσπαθείας τών Αρμενίων, νά κληρονομήσουν τά τών Αβησσυνών (Αίθιόπων) κτήματα, όμως άποτυγχάνει είς τήν άναχαίτισιν τών περί της Μονης τού Άγίου Ιακώβου προσπαθειών τών Αρμενίων, καί ούτω τω 1658 ή Μονή αύτη καθίσταται όριστικώς άρμενική, έδρα δέ τού Αρμενικού έν Ίεροσολύμοις Πατριαρχείου.

Ή ένδοξος πατριαρχία Δοσιθέου Β' (1669-1707) έφώτισε τούς σκοτεινούς τούτους χρόνους καίάπετέλεσε κυματοθραύστην κατά συντετονισμένων ένεργειών τών έτεροδόξων, οί όποίοι, εύνοηθέντες ύπό τών ίστορικών περιστάσεων, παρ' ολίγον θά έπετύγχανον νά έκδιώξουν τήν Άγιοταφιτικήν Αδελφότητα άπό τών Πανσέπτων αύτης Προσκυνημάτων. Αποτρέψας ό Δοσίθεος σοβαράν προσπάθειαν της Γαλλίας πρός παραχώρησιν τών Προσκυνημάτων είς τούς Λατίνους Μοναχούς, καίάποφυγών μετά ταΰτα καί δύο δολοφονικάς κατ' αυτοΰ άποπείρας, έν Ίεροσολύμοις καί κατά τήν μετάβασίν του είς Κωνσταντινούπολιν, ήκύρωσε έπίσης τάς έν έτει 1677 συνδεδυασμένας ένεργείας τών πρέσβεων τών χωρών Αυστρίας, Γαλλίας, Πολωνίας καί Βενετίας, όπως παραχωρηθούν νέα, μή ιστορικά, προνόμια είς τούς Λατίνους.

Έν όλίγω χρόνω διέσωσε (1680) τήν Μονήν του Τιμίου Σταυρού έκ τών χρεών τών Όρθοδόξων Γεωργιανών Μοναχών καί τών, ώς πάντοτε, σπευσάντων πρός έξόφλησιν τοΰ χρέους Λατίνων καί Αρμενίων. Όμως, ό κατά τής Όθωμανικής Πύλης πόλεμος τών τριών πρώτων έκ τών προαναφερθεισών δυνάμεων καί τής Ρωσίας έν έτει 1688 έπεδείνωσε τήν κατάστασιν· παρά τήν έκδοσιν φιρμανίου του Σουλεϊμάν ύπέρ τών Όρθοδόξων έν έτει 1688, ή ήττα τής Τουρκίας ύπό τής Αυστρίας τό αυτό έτος ώδήγησεν είς έκδοσιν φιρμανίου ύπέρ τών Λατίνων τω 1689, τό όποίον άφήρει τά Προσκυνήματα άπό τών Ρωμηών καί ένεθάρρυνε τούς Λατίνους τόσον, ώστε προέβησαν είς έξωσιν τών Άγιοταφιτών έκ τών Ιεροσολύμων όμως ό Δοσίθεος ώρκίσθη νά μήν έπιστρέψη είς Ιεροσόλυμα, πρίν ή έκβάλη τούς Λατίνους έκ τών παρανόμως άποκτηθέντων ύπ' αυτών Προσκυνημάτων, δι' δ καί έπέτυχε τήν έκδοσιν πολλών ωφελίμων, άλλ' έλάσσονος σημασίας διά τό Πατριαρχείον, φιρμανίων.

Τελικώς, μή προλαβών έν ζωή τήν έπιτυχίαν τών αυτού άγώνων, κατέλιπεν άποθανών τω 1707 τήν σκυτάλην τής Πατριαρχίας καί τών ύπέρ Πίστεως άγώνων είς τόν Πατριάρχην Χρύσανθον, ό όποίος έπέτυχε κατ' άρχήν, ίνα έπικυρωθή, ότι προέχει τών Αρμενίων είς τήν τελετήν του Άγίου Φωτός ό Όρθόδοξος Πατριάρχης ή ό Έπίτροπός του, κατά τά έτη δέ 1719 καί 1720 άνέκτησε μέρος καί άλλων δικαιωμάτων τών Όρθοδόξων. Τω 1737 ιδρύθη ή πρώτη Όρθόδοξος έν Ίεροσολύμοις Σχολή, έπί Πατριάρχου Παρθενίου. Μία νέα συνθήκη μεταξύ Γαλλίας καί Τουρκίας τω 1740 έπληξεν έκ νέου τούς άγώνας τών Άγιοταφιτών, άλλά δύο διατάγματα των Σουλτάνων Οσμάν (1757) καί Οσμάν Μουσταφά Γ' (1768), έκδοθέντα δι' ένεργειών τού Παρθενίου, άποκατέστησαν τούς Άγιοταφίτας είς τά νόμιμα δικαιώματα, τά όποία είχον άδίκως στερηθή άπό τού έτους 1689. Ό Πατριάρχης Παρθένιος έξεπόνησε καί Κανονισμόν της Άγιοταφιτικης Αδελφότητος, άργότερον έπεξεργασθέντα έπί τό βέλτιον.

Ζ'.Τό τέλος του 18ου αϊ. έφερε στροφήν είς τήν περί τό προσκυνηματικόν καθεστώς έξέλιξιν τών διπλωματικών πραγμάτων, πρός τήν παγίωσιν τού καθεστώτος, ώς σήμερον γνωρίζομεν τούτο, ήρχισε δέ καί τήν διαδικασίαν έσωτερικης οργανώσεως καί οίκονομικης άνορθώσεως τού Πατριαρχείου. Ή Συνθήκη τού Κιουτσούκ Καϊναρτζη τω 1774 ύπεχρέωνε τήν Τουρκίαν νά δεσμευθή περί της βελτιώσεως τού βίου τών Χριστιανών ύπηκόων της καί νά άναγνωρίση είς τήν Ρωσίαν πρόσωπον προστάτου τών Χριστιανών τών Άγίων Τόπων. Οί Λατίνοι καί οί Αρμένιοι κατέβαλον προσπαθείας έπεμβάσεως είς τόν Φρικτόν Γολγοθάν, είς Γεθσημανην καί Βηθλεέμ, άλλ' άπέτυχον. Οί Αρμένιοι, προσπαθούντες, κατά πάσαν πιθανότητα, νά άποκτήσωσι περισσότερα δικαιώματα είς τόν Πανάγιον Τάφον μέσω συμμετοχης των είς τήν άνοικοδόμησιν αύτού μετ' ένδεχομένην καταστροφήν, έθηκαν πύρ είς τόν Ναόν της Αναστάσεως, άποτελούμενον τότε κατά μέγα μέρος άπό ξυλίνων μερών, έν έτει 1808.

Τό ύπό τού Σουλτάνου Μαχμούτ Β' έκδοθέν διάταγμα (1809) περί άνοικοδομήσεως τού Πανσέπτου Ναού τού Παναγίου Τάφου ύπό μόνων τών Ελλήνων, ώδήγησεν είς έντονον άντίδρασιν τών Λατίνων καί τών Αρμενίων, προσπαθούντων παντί τρόπω, άκόμη καί διά βιαιοπραγιών είς βάρος τών Ελλήνων έργατών, νά παρακωλύσουν τήν έπισκευήν τού Ναού, άχρις ότου έπιτύχουν τήν έκδοσιν εύνοϊκωτέρου πρός αύτούς φιρμανίου περί ανακατασκευής τού Ναού. Τελικώς, ό Πάνσεπτος Ναός της Αναστάσεως, οίκοδομηθείς δι' ίδρώτος, αίματος καί χρημάτων του ύστερήματος του ύποδούλου «Γένους τών Ρωμαίων», ένεκαινιάσθη τήν 13ην Σεπτεμβρίου του 1810, ήμέραν μνήμης τών Εγκαινίων του Ναού τής Αναστάσεως, χαρακτηρισθείς ώς «τό θαύμα τής Πίστεως τών Ελλήνων».

Ή Έπανάστασις του 1821, θέσασα τούς Άγιοταφίτας, μετά τών λοιπών Ελλήνων, ύπό τήν δυσμενή κατηγορίαν τής κατά τής Ύψηλής Πύλης προδοσίας, ήνοιξε τό πεδίον είς τούς έτεροδόξους διά τήν πολυπόθητον αυτοίς έξωσιν τών Ελλήνων έκ τών Άγίων Τόπων, ένω οι Άγιοταφίται ύφίσταντο τά πάνδεινα ύπό τών Τούρκων. Οι Αρμένιοι κατέλαβον μέρος τής Σιών τω 1824 καί προσεπάθησαν νά καταλάβουν καί τόν Γολγοθάν, άπέκτησαν δέ τά αυτά τοίς Λατίνοις δικαιώματα είς τόν Πανάγιον Τάφον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: