05 Μαρτίου, 2010

ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ BLOG ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟΥ ΔΙΑ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΣΥΝΟΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΤΕΩΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 5/3/2010

_thumb[7]

ΤΟ ΑΠΡΟΣΕΚΤΟ ΦΑΝΑΡΙ ΠΗΡΕ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥΣΑ ΤΟΥ !

Αγαπητέ επισκέπτη του blog

Το Δευτεροβάθμιο Συνοδικό δι΄ Αρχιερείς Δικαστήριο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος όπως γνωρίζεις, συνήλθε την 2/3/2010 σε απαρτία ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά, ως όφειλε, το ισχύον Νομοκανονικό Δίκαιο της Νομοκρατούσης Πολιτείας και συναλληλίας και αποφάσισε την απόρριψη της ασκηθείσας εφέσεως του τέως Αττικής και νυν Μοναχού Παντελεήμονα Μπεζενίτη, «ως απαράδεκτη επειδή η Πρωτοβάθμιος απόφασις δεν υπόκειται εις έφεσιν».

Με την απανταχούσα λοιπόν αυτή το Συνοδικό δι’ Αρχιερείς Δικαστήριο της Εκκλησίας της Ελλάδος, έδωσε τέλος στην ιταμή και την λίαν αντικανονική και ωμή παραδιοίκηση που επεχείρησε να ασκήσει στα εσωτερικά άλλης αδελφής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας το απρόσεκτο Φανάρι.

Voiotosp.blogspot.com

ΕΚΘΕΣΙΣ Της Κοινοβουλευτικής επί της Παιδείας Επιτροπής επί του σχεδίου νόμου «περί εκκλησιαστικής διοικήσεως των εν ταις Νέαις Χώραις της Ελλάδος Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου».

image

Προς την Βουλήν

Από την επομένη των απελευθερωτικών του 1912 και 1913 πολέμων ετέθη αμέσως επί τάπητος το ζήτημα της διακυβερνήσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών. Ως πρώτη σκέψις επρυτάνευσε τότε η χειραφέτησις αυτών και η προσάρτησίς των εις την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος. Ήτο άλλως τε η λύσις αύτη η κρατούσα κανονική αρχή εν τη Ορθοδόξω Ανατολική Εκκλησία ανέκαθεν, όπως διετυπώθη υπό του ιζ' κανόνος της Δ' Οικουμενικής Συνόδου και επανελήφθη υπό του λα' κανόνος της Πενθέκτης Συνόδου. Οσάκις δηλαδή εν τινι χώρα επήρχετο πολιτική μεταβολή επηκολούθει και θρησκευτική διαρρύθμισις σύμφωνος «τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις».

Η αρχή αύτη ετηρήθη και κατά την δια πατριαρχικών και συνοδικών Τόμων ανακήρυξιν των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών των χωρών εκείνων, αι οποίαι απελευθερωθείσαι από το τουρκικόν Κράτος απετέλεσαν ίδια Κράτη ήτοι της Ελλάδος τω 1850, της Σερβίας τω 1879, της Ρουμανίας τω 1882. Η κανονική αύτη αρχή εφηρμόσθη ως ήτο επόμενον και κατά την προ-σάρτησιν της Επτανήσου εις την Ελλάδα, την απελευθέρωσιν της Θεσσαλίας και μικρού μέρους της Ηπείρου, ότε επηκολούθησε και η εκκλησιαστική αυτών προσάρτησις δια πατριαρχικών και συνοδικών πράξεων. Τούτ' αυτό συνέβη και δια τας ορθοδόξους Μητροπόλεις της Πολωνίας (1924), της Βεσσαραβίας, της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Και ήτο επόμενον, ότι η αυτή οδός έπρεπε να ακολουθηθή και δια τας Μητροπόλεις των Νέων Χωρών.

Δυστυχώς τα επακολουθήσαντα γνωστά γεγονότα της τελευταίας δωδεκαετίας, οι συνεχείς εσωτερικοί και εξωτερικοί αγώνες έστρεψαν την προσοχήν των εκάστοτε Κυβερνήσεων εις άλλα ζητήματα και ανέβαλον την λύσιν του ζωτικότατου τούτου δια τας Νέας κυρίως Χώρας ζητήματος.Την Μικρασιατικήν καταστροφήν επηκολούθησεν η εκρίζωσις του Ελληνισμού του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης και η απογύμνωσις του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το ζήτημα της εκκλησιαστικής διοικήσεως των Νέων Χωρών προσλαμβάνει ούτω νέαν μορφήν άρδην μετεβλήθησαν αι βάσεις επί των οποίων θα εστηρίζετο μια χειραφέτησις των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον.

Πρόσφατοι είνε εις την μνήμην όλων οι αγώνες της Ελληνικής εν Αωζάνη Αντιπροσωπείας προς απόκρουσιν των τουρκικών αξιώσεων περί «απομακρύνσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεθ' όλων των οργάνων και θεσμοθετημένων σωμάτων του», οι οποίοι εστέφθησαν, κατόπιν υπεράνθρωπων προσπαθειών, υπό επιτυχίας. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εσώθη, αλλ' αμέσως επανήλθεν επί τάπητος το ζήτημα της διοικήσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών. Εγένοντο επανειλημμένοι απόπειραι καθορισμού τρόπου και συστήματος διοικήσεως αυτών, προυτάθησαν δε διάφοροι λύσεις. Δυστυχώς όμως αι Μητροπόλεις εξηκολούθησαν μένουσαι άνευ Κέντρου, και άνευ διοικήσεως αι δυσχέρειαι αυτών ηύξανον.

Επί πλέον αι χειροτονίαι Αρχιερέων υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξηκολούθουν εις βάρος του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου. Ουχί δε ολίγαι προστριβαί εγεννώντο συχνά και εκ χειροτονιών ιερέων υπό αρχιερέων των Νέων Χωρών. Αι κυριώτεραι των λύσεων των αφορωσών την εκκλησιαστικήν διοίκησιν των Νέων Χωρών είναι αι εξής:

Α. Χειραφέτησις και προσάρτησις των Μητροπόλεων των Ν. Χωρών εις την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος, ως εγένετο δια την Εκκλησίαν της Επτανήσου, της Θεσσαλίας, συμμετεχόντων των Μητροπολιτών των Ν. Χωρών τόσον εις την Ι. Σύνοδον Αθηνών, όσον και εις την διοίκησιν του Γεν. Εκκλησιαστικού Ταμείου.

Β. Τήρησις του νυν Εκκλησιαστικού καθεστώτος του κρατούντος εν ταις Επαρχίαις των Ν.Χωρών, καθ' ο αύται διοικούνται υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, άνευ συμμετοχής της Ιεραρχίας των Ν. Χωρών, υπό Αρχιερέων οι οποίοι κατά συγκυρίαν ευρέθησαν εν Κωνσταντινουπόλει και συγκροτούσιν εκεί την Ιεράν Σύνοδον.

Γ. Διαίρεσις των επαρχιών εις 5 θέματα Θράκης, Μακεδονίας, Ηπείρου, Νήσων Αιγαίου και Κρήτης με Συνόδους τακτικός έχουσας πάσας τας εξουσίας και τας ευθύνας τας οποίας οι Ι. Κανόνες καθορίζουσιν. Αύται εκλέγουσι και διορίζουσι τους Αρχιερείς του θέματος, της μεν εκλογής αυτών εγκρινομένης υπό του Πατριαρχείου, της δε δικαστικής αποφάσεως εκκαλουμένης εις το Πατριαρχείον. Σύστημα κατ' εξοχήν αποκεντρωτικόν το οποίον ενδεχομένως υπό διαφορετικάς συνθήκας θα ήτο επωφελέστερον δια την Εκκλησίαν και το μάλλον σύμφωνον προς τους εκκλησιαστικούς κανόνας.

Δ. Ιδρυσις διαρκούς Συνόδου εν Θεσσαλονίκη, εις ην θα μετεβιβάζετο επιτροπικώς η επί των Νέων Χωρών Πατριαρχική εξουσία, ίδρυσις Εκκλησιαστικού Ταμείου των Ν. Χωρών, βαθμιαία κατάργησις των κριθεισών υπεραρίθμων Μητροπόλεων και καθιέρωσις της συγκλήσεως της Ιεραρχίας κατ' έτος με ευρυτάτην δικαιοδοσίαν διοικητικήν και δικαστικήν. Είναι σύστημα το οποίον όχι μόνον θα εδημιούργει δευτέραν εν τω Κράτει Εκκλησίαν, αλλά και αντίκειται εις την προσπάθειαν προς αφομοίωσιν των Εκκλησιών Παλαιάς και Νέας Ελλάδος. Απεκρούσθη εντόνως ιδία υπό του Οικουμενικού Πατριαρχεόυ, διότι θα εδημιούργει, τώρα εφαρμοζόμενον, όπως και η κατά θέματα διοίκησις, λίαν επικίνδυνον ανταγωνισμόν μεταξύ των δύο εν τω Κρατεί Εκκλησιών.

Υπέρ όλων των προεκτεθεισών λύσεων συντρέχουσιν ομολογουμένως λόγοι ισχυροί και από κανονικής και από διοικητικής απόψεως. Δυστυχώς όμως ουδεμία των απόψεων τούτων λύει το ζήτημα μας.

Και

Ε. Η πλήρης διοικητική αφομοίωσις της Εκκλησίας των Ν. Χωρών προς την της Π. Ελλάδος δια της συμμετοχής τόσον εις την Ι. Σύνοδον των Αθηνών, όσον και εις την διοίκησιν του Γεν. Εκκλησ. Ταμείου των Μητροπολιτών των Ν. Χωρών, διατηρούμενης όμως της ψιλής διακαιο-δοσίας του Οικουμενικού Πατριάρχου επί των Αρχιερέων των Ν. Χωρών και εκδηλουμένης εις ωρισμένα σημεία, εφ' όσον περί μεταφοράς της έδρας του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκ Κωνσταντινουπόλεως ούτε σκέψις είναι δυνατόν να γίνη, διότι ο θεσμός αυτού, εδρεύοντος εξ αρχής εν Κωνσταντινουπόλει, απορρέει εκ τριών Οικουμενικών Συνόδων, της Β (κανών β), της Δ (κανών κη') και της Πενθέκτης (κανών λθ'), είναι δε ασύμφορος και ταπεινωτική δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και επιβάλλεται όχι μόνον η διατήρησις αυτής εν Κωνσταντινουπόλει, αλλά και η ενίσχυσις αυτής και δι' άλλων μεν μέσων, ιδία δε δια της μη αποσπάσεως απ' αυτού των επαρχιών των Νέων Χωρών, οπότε απογυμνούται τελείως ο Οικουμενικός Θρόνος και αρχιερέων και πληθυσμών. Είναι γνωστόν ότι η θέσις του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι αξιοθρήνητος σήμερον, αλλά το κύρος αυτού, κύρος πανορθόδοξον, άμα και παγχριστιανικόν, δεν έηαυσεν υφισταμενον εν τη συνειδησει σύμπαντος του Χριστιανικού κόσμου.

Αι εν Ελλάδι Μητροπόλεις αυτού αποτελούν έρεισμα του Πατριαρχείου. Ο ελάχιστος εν Κωνσταντινουπόλει ορθόδοξος κόσμος δεν επαρκεί να στήριξη την ζωήν και το γόητρον του Οικουμενικού Θρόνου, αναγκαίως θα καταπέση δια της χειραφετήσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών η ιστορική αίγλη και η λαμπρότης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ελπίζομεν όλοι να επιδιώξωμεν την βελτίωσιν των μετά της Τουρκίας σχέσεων, εκ της οποίας θα εξαρτηθή ασφαλώς και η τόνωσις του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Την τελευταίαν λύσιν έρριψεν εις το μέσον κληρικός, περί την Εκκλησια-στικήν Ιστορίαν εντριβέστατος, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, διετύπωσε δε ταύτην το νομοσχέδιον του κ. Υπουργού της Παιδείας, το οποίον τίθεται ήδη υπό την ψήφον υμών. Είναι σταθερά και αμετάτρεπτος η απόφασις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και πάντων ανεξαιρέτως των εχόντων γνώμην επί του ζητήματος τούτου να διατηρηθή έστω και σκιώδης η πνευματική δικαιδοσία του Πατριαρχείου επί των εν Ελλάδι Μητροπόλεων αυτού και Επισκοπών.

Και δια τούτο έπρεπε να ευρεθή σύστημα συμβιβάζον τα πράγματα χωρίς να διακοπώσιν εντελώς οι πνευματικοί δεσμοί των Αρχιερέων των Ν. Χωρών μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλ' αι μεν Μητροπόλεις χωρίς να αποσπασθώσιν από τον Οικουμενικόν Πατριάρχην θα διοικώνται κανονικώς, θα τεθή δε τέρμα εις την επικρατούσαν απερίγραπτον ανωμαλίαν, την οποίαν δεν δύναται να θεραπεύση μήτε η ίδρυσις ιδίας Συνόδου εν Θεσσαλονίκη, μήτε η διοίκησις κατά θέματα, εφ' όσον μάλιστα δια την τελευταίαν ταύτην κατά θέματα διοίκησιν παρουσιάζονται σήμερον συνταγματικά κωλύματα ανυπέρβλητα. Αυτό το Οικουμενικόν Πατριαρχείον αναγνωρίζει, ότι δεν δύναται να κυβερνά αμέσως Μητροπόλεις ανήκουσας εις ξένον κράτος.

Μήπως εν τη πραγματικότητι δεν υφίσταται ήδη διοικητική αφομοίωσις εν μέρει των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών προς τας της Παλαιάς Ελλάδος; (Γενικόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον, Διοίκησις Μονών Νέας Ελλάδος, Εποπτικόν Συμβούλιον Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως, Συμμετοχή Μητροπολιτικών Νέων Χωρών εις την διοίκησιν του Γεν. Εκκλησιαστικού Ταμείου); Παραθέτομεν ενταύθα την γνώμην του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Χρυσοστόμου, τονίζοντος μετά πάσης δυνατής σαφήνειας τα του ζητήματος τούτου:

«Κατά το σχέδιον τούτο, χωρίς να διακόψωσιν εντελώς τους πνευματι κούς δεσμούς των μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου αι Μητροπόλεις των λεγομένων Ν. Ελληνικών Χωρών, ήτοι Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου και Νήσων, ενούνται διοικητικώς μετά της Αυτοκέφαλου Εκκλησίας της Ελλάδος. Το Πατριαρχείον αναθέτει την διοίκησιν των ειρημένων Μητροπόλεων εις την Ι. Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, επομένως παραιτείται εις το εξής οιασδήποτε ασκήσεως διοικητικής Εκκλησιαστικής Εξουσίας επ' αυτών. Την εξουσίαν ταύτην θα ασκή η Ι. Σύνοδος, ης θα μετέχωσι, τούτου ένεκα, και οι Αρχιερείς των ειρημένων Μητροπόλεων.

Ο τρόπος της συμμετοχής των έχει περιορισμούς τινας, σχετιζομένους προς την ύπαρξιν προσωρινών Μητροπόλεων, τοιούτων οποίαι, τεσσαράκοντα τον αριθμόν, εν έτει 1833 είχον ιδρυθή και εν τη Αυτοκεφάλω Εκκλησία της Ελλάδος χάριν των τότε προσφύγων εκ Τουρκίας Αρχιερέων. Εκ της υπάρξεως τοιούτων Μητροπόλεων εν ταις Ν. Χώραις και Αρχιερέων είτε άνευ θέσεως, είτε βοηθών, οίοι εχειροτονήθησαν εσχάτως, εξηρτήθη ωρισμένη διάταξις περί της πληρώσεως χηρευουσών εδρών εν ταις Ν. Χώραις.

Αλλ' ετέθη θεμελιώδης και απαράβατος διάταξις καθ' ην απαγορεύεται μεν η μετάθεσις Αρχιερέων από Μητροπόλεως μονίμου εις Μητρόπολιν μόνιμον, απαγορεύεται δ' ωσαύτως η πλήρωσις προσωρινής έδρας αυτοδικαίως συγχωνευόμενης μετά της εξ ης απεσπάσθη. Ούτω δε αν εφηρμόζετο το εν λόγω σχέδιον αι νυν χηρεύουσαι Μητροπόλεις Φιλιατών και Μετσόβου θα κατηργούντο, θα ετίθετο δ' οριστικώς τέρμα εις τας χειροτονίας νέων Αρχιερέων. «Είναι δε προφανές ότι δια του σχεδίου δεν θίγονται απολύτως τα της Αυτοκέφαλου Εκκλησίας της Ελλάδος ως προς την πλήρωσιν των εν αυτή χηρευουσών Αρχιερατικών εδρών.

Το μόνον νέον κατά το σχέδιον είναι τούτο, ότι της εκλογής θα μετέχωσι και οι Αρχιερείς των Ν. Χωρών, οι μέλλοντες θα παρακάθηνται εν τη Ι. Συνάδω, όπως της καταστάσεως Αρχιερέων των Ν. Χωρών θα μετέχωσιν εκάστοτε τα εκ της Αυτοκέφαλου Εκκλησίας συνοδικά μέλη. Διότι εν τη πραγματικότητι μία θα αποτελεσθή Εκκλησία εν Ελλάδι δια της διοικητικής ταύτης αφομοιώσεως εν μέρει υφισταμένης ήδη και δια του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου, εις ο εσχάτως, κατά νόμον, επανήλθον οι και άλλοτε εν αυτώ παρακαθήμενοι Αρχιερείς των Ν. Χωρών. Οι Αρχιερείς ούτοι διοικούσι τας Μονάς της Αυτοκέφαλου Εκκλησίας, ως οι Αρχιερείς ταύτης διοικούσι τας εν Ελλάδι Μονάς του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Εν γενικωτέρα εννοία πρόκειται περί Διοικήσεως των Μονών. «Βεβαίως δεν χειραφετούνται πλήρως και απολύτως αι Μητροπόλεις της Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου και Νήσων καθ' ον τρόπον εχειραφετήθησαν αι Εκκλησιαστικοί Επαρχίαι της Επτανήσου, είτα δε της Θεσσαλίας, εν μέρει δε και της Ηπείρου, και δύναται εκ πρώτης όψεως να υπολάβη τις ότι η διοικητική αφομοίωσις δεν εμφανίζεται απολύτως σύμφωνος προς τας απαιτήσεις των 1. Κανόνων. Απολύτως σύμφωνος προς τας απαιτήσεις ταύτας θα ήτο η διακοπή παντός δεσμού των εν λόγω Μητροπόλεων προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Αλλ' ως ήδη είπομεν πρόκειται περί έργου μάλλον οικονομίας, χάριν του Πατριαρχείου, χωρίς εκ της τοιαύτης οικονομίας να πάσχη τι το Αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Δεν πρέπει να διαφεύγη ημάς το κρισιμώτατον της θέσεως εν η διατελεί το Πατριαρχείον, έχομεν δε υπέρτατον και Εκκλησιαστικόν αλλά και Εθνικόν συμφέρον να διασώσομεν το Πατριαρχείον. «Μετά την Αραβικήν κατάκτησιν της Ανατολής, κυρίως ειπείν, είχον κα-ταργηθή τα τρία ένδοξα Πατριαρχεία. Επί αιώνας μακρούς εν όλω εν τω Πατριαρχείω λ.χ. Αλεξανδρείας υπήρχεν εις μόνος Επίσκοπος, ο Πατριάρχης. Επί περιόδους ολόκληρους το Πατριαρχείον Αντιοχείας εστερείτο Πατριάρχου. Ουχί δε σπανίως οι Πατριάρχαι της Ανατολής ήδρευον εν Κωνσταντινουπόλει.

Αλλά το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως δεν ηθέλησε ποτέ να κατάργηση τα άλλα Πατριαρχεία. Μετά δε την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και εξέλεγε και έπαυε πολλάκις Πατριάρχας, οίτινες εν Κωνσταντινουπόλει διατρίβοντες μετείχον των Συνόδων του Πατριαρχείου και δια διοικητικά πολλάκις ζητήματα. Επαύθη Πατριάρχης Αλεξανδρείας επί τω λόγω ότι απουσίασε πλέον των εξ μηνών εκ της έδρας του. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι κατηργήθη το Αυτοκέφαλον των Πατριαρχείων. Η Μητρόπολις Χαλεπίου κινδυνεύουσα εκ της Λατινικής προπαγάνδας ουχί άπαξ υπήχθη υπό το Οικουμενικόν Πατριαρχείον αποδοθείσα πάλιν εις το Πατριαρχείον Αντιοχείας.

Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον διώκει εν τη πραγματικότητι τα λοιπά Πατριαρχεία χωρίς εκ τούτου να πάθη τι, επαναλαμβάνομεν, το αυτοκέφαλον αυτών. «Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγωσιν ημάς οι ιδιαίτεροι δεσμοί της Αυτοκέφαλου Εκκλησίας προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Ο Συνοδικός Τόμος του 1850 επιβάλλει εις την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν να αναφέρηται εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον «εν τοις συμπίπτουσιν Εκκλησιαστικοίς πράγμασι τοις δεομένοις συσκέψεως και συμπράξεως προς κρείττονα οικονομίαν και στηριγμόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας», είναι δε γνωστόν ότι δύο Μητροπολίται Αθηνών εσχάτως εποιήσαντο έκκλησιν προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον χωρίς εκ τούτου να πάθη τι το Αυτοκέφαλον της ημετέρας Εκκλησίας.

«Επιτραπήτω ημίν να φρονώμεν ότι βεβαίως απολύτως σύμφωνος προς την κανονικήν ακρίβειαν είναι η πλήρης χειραφέτησις των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών και η παράδοσις της διοικήσεως αυτών εις την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν, αλλά το περί ου πρόκειται σχέδιον ως έργον οικονομίας αν είναι άνευ προηγουμένου εν τη ιστορία της Εκκλησίας, ουδέ προσκρού-ει εις το Αυτοκέφαλον της ημετέρας Εκκλησίας κατά τρόπον δυνάμενον να βλάψη ή να κατάργηση αυτό. Ίσως μάλιστα είναι και κατά τούτο ωφέλιμον, ότι δεν εισάγει αποτόμως και απεριορίστως την Ιεραρχίαν των Νέων Χωρών εις τον Διοικητικόν Οργανισμόν της Αυτοκέφαλου Εκκλησίας.

Εάν εγίνετο πλήρης χειραφέτησις θα περιήρχετο εις μειονεκτικήν θέσιν η Ιεραρχία της Αυτοκέφαλου Εκκλησίας και εν τη πραγματικότητι την διοίκησιν της όλης εν Ελλάδι Εκκλησίας θα ανελάμβανεν η διπλασία σχεδόν τον αριθμόν Ιεραρχία των Νέων Χωρών.«Κατά το υπ' όψει σχέδιον τοιούτον τι δεν θα συμβή διότι τούτο καθορίζει περιωρισμένην την θέσιν της Ιεραρχίας των Νέων Χωρών εν τη Διαρκεί Συνόδω. Καθ' ημάς το σχέδιον τούτο δεν ανταποκρίνεται μόνον εις πραγματικός και αναμφισβήτητους εκκλησιαστικός ανάγκας, αλλά και θα ενίσχυση οημαντικώς την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν και θα εμφάνιση την εν Ελλάδι Ορθόδοξον Εκκλησίαν ισχυράν και μεγάλην και εσωτερικώς και εξωτερικώς.

Η Ιεραρχία των Νέων Χωρών συνεργαζόμενη αδελφικώς μετά της Ιεραρχίας της Παλαιάς Ελλάδος θα αποτελέση σπουδαίον παράγοντα και θα ενίσχυση τας υπό της Ιεραρχίας ταύτης καταβαλλόμενος προσπάθειας προς εηίλυσιν των απασχολούντων αυτήν μεγάλων και σοβαρών ζητημάτων». Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή, αποδεχόμενη κατά την μεγίστην αυτής πλειονοψηφίαν κατ' αρχήν το υπό κρίσιν νομοσχέδιον διατυπώνει το άρθρον 1 ως κατωτέρω εν τη έννοια ότι τα εν τω άρθρω τούτω αναφερόμενα κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριάρχου επί των Μητροπολιτών των Νέων Χωρών είναι μόνον το μνημόσυνον αυτού υπό των Αρχιερέων των Νέων Χωρών και η λήψις της επευλογίας του Οικουμενικού Θρόνου υπό των εκάστοτε καθισταμένων Αρχιερέων των Νέων Χωρών.

Επίσης θεωρεί πλέον ή επαρκή δια τας ανάγκας της Εκκλησίας εννεαμελή Ιεράν Σύνοδον εν Αθήναις αντί της εκ δεκατριών μελών Συνόδου, την οποίαν προτείνει το υπό κρίσιν νομοσχέδιον, και νομίζει ότι είναι απόλυτος ανάγκη ιδία εν ταις Νέαις Χώραις να επεκταθή ο «περί ενοριακών ναών και εφημερίων» νόμος της 17 Νοεμβρίου 1923. Η Επιτροπή λαμβάνουσα υπ' όψει το εν Κρήτη ισχύον εκκλησιαστικόν κα θεστώς δέχεται ομοφώνως όπως ο παρών νόμος μη έχη εφαρμογήν εν Κρήτη.

Η Κοινοβουλευτική επί της Παιδείας Επιτροπή πεπεισμένη ότι το νομοσχέδιον τούτο έχει σκοπόν κυρίως να ενώση τους Έλληνας Χριστιανούς της Παλαιάς και Νέας Ελλάδος και ότι είναι πανελλήνιος απαίτησις (προς την οποίαν δεν δύναται να μη συμμορφωθή η από του Έθνους απορρέουσα Εκκλησία, εις εποχήν μάλιστα καθ' ην ποικίλοι κίνδυνοι θρησκευτικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί, ηθικοί επικρέμονται) η ταχεία ψήφισις του παρόντος νομοσχεδίου, κηρύττει τούτο υπηρεσιακόν και συνιστά την ταχίστην επιψήφισιν αυτού.

Ο Πρόεδρος          Ο Εισηγητής

Κ. ΓΟΝΤΙΚΑΣ      Α. ΠΑΧΝΟΣ